Λιγότερο αισιόδοξοι οι σύμβουλοι μάνατζμεντ για την πορεία της οικονομίας
Σύμφωνα με το βαρόμετρο του Συνδέσμου Εταιρειών Συμβούλων Μάνατζμεντ Ελλάδος
Περιορίστηκε, εκ νέου, η αισιοδοξία των συμβούλων μάνατζμεντ για την πορεία, τόσο των βασικών οικονομικών μεγεθών, όσο και των παραγωγικών συντελεστών μετά από ένα έτος, στο πρώτο τρίμηνο του 2022, σύμφωνα με το βαρόμετρο του Συνδέσμου Εταιρειών Συμβούλων Μάνατζμεντ Ελλάδος (ΣΕΣΜΑ).
Ο γενικός δείκτης GRe+1, ο οποίος είναι ο μέσος των δεικτών οικονομικής συγκυρίας και παραγωγικών συντελεστών, διαμορφώθηκε σε 26,8%, έναντι τιμής 46,7% στο τέλος του 2021.
Η κάμψη, όμως, ήταν μικρότερη έναντι του πρώτου τριμήνου του 2021, όταν ο δείκτης είχε τιμή 38,3%.
Η εξέλιξη αυτή, σύμφωνα με τον ΣΕΣΜΑ, είναι αποτέλεσμα της μείωσης της τιμής και των δύο υποδεικτών, περισσότερο, όμως, του δείκτη οικονομικής συγκυρίας.
Ειδικότερα, ο δείκτης οικονομικής συγκυρίας σημείωσε κάμψη έναντι της τιμής που είχε το προηγούμενο τρίμηνο, αλλά και έναντι αυτής του πρώτου τριμήνου του 2021.
Συγκεκριμένα, στο τέλος του πρώτου τριμήνου 2022, ο μέσος όρος της διαφοράς μεταξύ των ποσοστών «θετικών» και «αρνητικών» απαντήσεων για τις πέντε μεταβλητές του δείκτη οικονομικής συγκυρίας (ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης, ανεργία, ιδιωτικές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, εξαγωγές και ποσοστό μεταβολής του γενικού επιπέδου των τιμών) περιορίστηκε στο 20,7%, έναντι τιμής 47,6% το προηγούμενο και 36,9% το πρώτο τρίμηνο του 2021.
Η επιδείνωση, σε σχέση με το τελευταίο τρίμηνο του 2021, οφείλεται στη μείωση της διαφοράς «θετικών» και «αρνητικών» εκτιμήσεων για όλες τις μεταβλητές του δείκτη, ιδιαίτερα όμως των προσδοκιών για τη μεγέθυνση του ΑΕΠ και την ανεργία.
Όσον αφορά στον πληθωρισμό, επισημαίνεται η αλλαγή στον τρόπο υπολογισμού.
Η επιτάχυνση του ρυθμού ανόδου των τιμών το τελευταίο τρίμηνο σε ποσοστό πολύ υψηλότερο του στόχου της ΕΚΤ, οδήγησε στον υπολογισμό της διαφοράς «θετικών» – «αρνητικών» απαντήσεων ως διαφοράς μεταξύ των ποσοστών εκείνων που προέβλεπαν μείωση και εκείνων που εκτιμούν ότι θα υπάρξει αύξηση του πληθωρισμό, αντίθετα δηλαδή από ότι γινόταν μέχρι τώρα που ο πληθωρισμός παρέμενε χαμηλός (μέση ετήσια μεταβολή το 2021 ήταν 1,2% και το 2020 -1,2%).
Σημειώνεται, ότι η μεταβολή των προσδοκιών επί τα χείρω είναι γενική και δεν αφορά μόνο τη μεταβολή του επιπέδου των τιμών.
Η επιδείνωση των προσδοκιών για τα οικονομικά μεγέθη οφείλεται, σύμφωνα με τον ΣΕΣΜΑ, στη διαφαινόμενη επιβράδυνση της παγκόσμιας και ευρωπαϊκής οικονομίας, στην αβεβαιότητα που δημιουργεί ο πόλεμος στην Ουκρανία, στην αύξηση του πληθωρισμού, η οποία φαίνεται ότι θα διαρκέσει, στην αναμενόμενη άνοδο των επιτοκίων, καθώς και στις ανησυχίες για τα ελληνικά δημόσια οικονομικά και βεβαίως για τη συνεχιζόμενη πανδημία.
Νέα επιδείνωση των προσδοκιών των συμβούλων μάνατζμεντ για την εξέλιξη των συντελεστών της παραγωγής το επόμενο έτος καταγράφηκε το πρώτο τρίμηνο του 2022.
Προφανώς, η μεταβολή επί τα χείρω των εκτιμήσεων για την πορεία της οικονομίας, η οποία αναλύθηκε στο προηγούμενο τμήμα, αλλά και το γεγονός ότι το επόμενο έτος είναι εκλογικό, επηρέασε και αυτούς τους παραγωγικούς συντελεστές.
Συγκεκριμένα, ο μέσος όρος της διαφοράς «αισιοδοξίας» και «απαισιοδοξίας» για τις μεταβλητές του δείκτη παραγωγικών συντελεστών, (ανθρώπινο δυναμικό, συνθήκες χρηματοδότησης, δημόσιες υποδομές, επιχειρηματικότητα και θεσμικό πλαίσιο), μειώθηκε σε 32,9% το πρώτο τρίμηνο του έτους, από 45,8% στο τέλος του 2021.
Σημειώνεται, επίσης, ότι η μείωση της αισιοδοξίας προήλθε από όλες τις μεταβλητές.
Ήταν, όμως, εντονότερη όσον αφορά στο θεσμικό πλαίσιο και τις δημόσιες υποδομές.
Ωστόσο, ο περιορισμός της αισιοδοξίας ήταν μικρότερος, έναντι του πρώτου τριμήνου του 2021, όταν ο δείκτης παραγωγικών συντελεστών είχε λάβει τιμή 39,7%.
Στην αρχή του 2022 δεν υπήρξε αξιοσημείωτη μεταβολή της γνώμης των συμβούλων μάνατζμεντ για τα προσκόμματα στην επιχειρηματική δράση.
Τα πρώτα πέντε σημαντικότερα εμπόδια σχετίζονται με τη λειτουργία του δημοσίου. Ως σημαντικότερο εμπόδιο εξακολουθεί να θεωρείται η λειτουργία της Δικαιοσύνης.
Η υψηλή φορολογία επανήλθε στη δεύτερη από την τέταρτη θέση. Ακολούθησαν η χαμηλή παραγωγικότητα του δημόσιου τομέα στην παροχή δημόσιων αγαθών, η λειτουργία της δημόσιας διοίκησης και η έλλειψη σταθερότητας του φορολογικού συστήματος.