Οι πιο "ανοιχτοχέρηδες" τουρίστες στην Ελλάδα
Μειωμένη ωστόσο η κατά κεφαλήν δαπάνη
Ο τουρισμός στην Ελλάδα, όπως και στη Νότια Ευρώπη γενικότερα, γνωρίζει σημαντική άνοδο, με τις αφίξεις ξένων επισκεπτών να αναμένεται να σπάσουν νέα ρεκόρ. Οι προβλέψεις δείχνουν ότι η φετινή τουριστική σεζόν θα ξεπεράσει τα επιτεύγματα του 2023, με τις εισπράξεις να σημειώνουν εντυπωσιακή αύξηση.
Παρά τα θετικά σημάδια, η αύξηση στις συνολικές τουριστικές εισπράξεις παραμένει σχετικά μικρή. Αυτό οφείλεται στη μείωση της μέσης κατά κεφαλήν δαπάνης των τουριστών, επηρεαζόμενη από το αυξημένο κόστος των εισιτηρίων και την οικονομική κρίση που πλήττει πολλές χώρες, με αποτέλεσμα οι επισκέπτες να ξοδεύουν λιγότερα.
Μέχρι το τέλος της τουριστικής περιόδου, η Ελλάδα αναμένεται να φιλοξενήσει πλήθη τουριστών από διάφορες χώρες, με τον τουριστικό κλάδο να στοχεύει σε αναβάθμιση των υπηρεσιών του και προσέλκυση επισκεπτών με υψηλότερα εισοδήματα, χωρίς να παραλείπονται και οι πιο οικονομικές επιλογές. Ωστόσο, η αύξηση αυτή φέρνει και προκλήσεις, όπως ο υπερτουρισμός και τα προβλήματα που αυτός δημιουργεί.
Οι πιο “ανοιχτοχέρηδες” τουρίστες στην Ελλάδα
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, οι εισπράξεις από κατοίκους των χωρών της ΕΕ σημείωσαν αύξηση 10,5% τον Μάιο 2024, φτάνοντας τα 1.112,2 εκατ. ευρώ, ενώ οι εισπράξεις από κατοίκους των λοιπών χωρών αυξήθηκαν κατά 0,8%, ανερχόμενες στα 730,2 εκατ. ευρώ.
Οι τουρίστες από την Ιταλία ξεχώρισαν ως οι πιο “ανοιχτοχέρηδες” τον Μάιο, με τις εισπράξεις από τη χώρα τους να αυξάνονται κατά 68,6%. Αντίθετα, οι εισπράξεις από τις ΗΠΑ και τη Ρωσία παρουσίασαν πτώση κατά 9,0% και 82,1% αντίστοιχα.
Συνολικά, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις για το πεντάμηνο σημείωσαν αύξηση 16,2%, με τα έσοδα να φτάνουν τα 3.806,3 εκατ. ευρώ. Η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο κατέχουν σημαντικό μερίδιο στις εισπράξεις, με αυξήσεις 15,1% και μείωση 3,4% αντίστοιχα.
Με βάση έρευνα του ΙΝΣΕΤΕ, για την περίοδο 2019-2023, οι τουρίστες από τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο είναι οι κυριότεροι συνεισφέροντες στα έσοδα από τον τουρισμό, με ποσοστά 18,1% και 16,7% αντίστοιχα.