Εορτολόγιο: Ποιοι γιορτάζουν σήμερα Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2024
Σύμφωνα με το Εορτολόγιο, γιορτάζουν τα ονόματα: Βερίνα, Βέρα, Δομνίνη, Βερνίκη, Προσδόκη, Ιερόθεος, Βαρσανούφιος, Καλλισθένης, Ηρακλείδιος, Μνάσων, Εδουίνος
Δείτε ποιοι γιορτάζουν σήμερα, Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2024.
Σύμφωνα με το Εορτολόγιο, Παρασκευή 4 Οκτωβρίου, είναι των Αγίων Δομνίνης και Βερίνης, του Αγίου Ιεροθέου του Αρεοπαγίτου, του Αγίων Αδαύκτου και Καλλισθένης.
Γιορτάζουν τα ονόματα: Βερίνα, Βερίνη, Βέρα, Βερούλα, Βερούλη, Δομνίνη, Βερνίκη, Προσδόκη, Αύδακτος, Ιερόθεος, Βαρσανούφιος, Αμμούν, Καλλισθένης, Καλλισθένη, Χαιρήμων, Φαύστος, Γάϊος, Ηρακλείδιος, Μνάσων, Εδουίνος.
Οι Άγιοι:
Άγια μάρτυρας Δομνίνη και οι θυγατέρες αυτής Βερνίκη και Προσδόκη
Τὸ τοῦ ποταμοῦ ῥεῦμα ῥύμμα τρεῖς κόραι, Βοιωτικῶν ἔχουσιν ἀγνοημάτων.
Για τις μάρτυρες αυτές εγκωμιαστικούς λόγους έχει πει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, και αυτός είναι που έχει καταγράψει το βίο τους. Η άξια Δομνίνα ήταν από την Αντιόχεια και ασπάστηκε την χριστιανική πίστη μαζί με τις δύο θυγατέρες της, την Βερνίκη και την Προσδόκη. Όμως ο σύζυγος της Δομνίνης ήταν ειδωλολάτρης και εκμεταλλευόμενος την σκληρότητα των διωγμών του Διοκλητιανού προσπαθούσε να τις πείσει να απαρνηθούν το Χριστό. Για το λόγο αυτό οι Αγίες αποφάσισαν να φύγουν. Κατέφυγαν στην Έδεσσα της βόρειας Μεσοποταμίας. Όμως ο ειδωλολάτρης σύζυγος έμαθε τον τόπο που κρυβόντουσαν και πήγε μαζί με στρατιώτες να τις συλλάβουν. Στο δρόμο της επιστροφής έκαναν στάση γιατί έπεσε η νύκτα και οι μεν στρατιώτες κοιμήθηκαν ο δε πατέρας φύλαγε τη γυναίκα και τις κόρες του. Όμως σκεφτόμενος το γεγονός ότι οι στρατιώτες θα ατίμαζαν τις θυγατέρες του και την γυναίκα του, τους έθεσε τον όρο ότι για να τις αφήσει ελεύθερες θα έπρεπε να πέσουν στον ποταμό και να πνιγούν. Οι αγίες το δέχτηκαν και κάνοντας την προσευχή τους και ζητώντας συγχώρηση από τον Κύριο βάδισαν με βήμα σταθερό στον ποταμό και έθεσαν τέρμα στη ζωή τους.
Άγιος Ιερόθεος Επίσκοπος Αθηνών
Ἱερόθεος ἱερώθη σοι πάλαι, Νῦν δ’ αὖ μεταστάς, καὶ συνήφθη σοι Λόγε.
Ἠοῖ σῆμα κάλυψε τετάρτῃ Ἱερόθειον.
Ο Άγιος Ιερόθεος ήταν πλατωνικός φιλόσοφος και ένας από τα εννέα μέλη του Συμβουλίου της Γερουσίας του Αρείου Πάγου. Αφού δέχθηκε και διδάχθηκε την πίστη του Χριστού από τον Απόστολο Παύλο, χειροτονήθηκε πρώτος επίσκοπος Αθηνών. Μαθητής του υπήρξε ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ο οποίος στα συγγράμματά του πλέκει εγκώμια για τον δάσκαλό του.
Εκοιμήθη εν ειρήνη σε βαθιά γεράματα, μετά από πολύχρονη ποιμαντική και συγγραφική δραστηριότητα. Η τίμια κάρα του φυλάσσεται στο ομώνυμο (Ι. Μ. Αγίου Ιεροθέου) μοναστήρι στα Μέγαρα Αττικής. Επίσης λείψανά του σώζονται στο Άγιον Όρος στην Ιερά Μονή του Αγίου Παύλου καθώς και στο παρεκκλήσιο του Αγίου Ανδρέα στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών. Ο Μ. Γαλανός στον Συναξαριστή του αναφέρει ότι, είναι αδύνατο να διδάχτηκε από τον Απόστολο Παύλο ο Ιερόθεος πρώτος την χριστιανική πίστη, διότι οι Πράξεις βεβαιώνουν ρητά ότι πρώτος που πίστεψε με την διδασκαλία του Απόστόλου Παύλου ήταν ο Διονύσιος. Αλλά και αν ακόμη ήταν Αρεοπαγίτης ή ακόμα σπουδαιότερο, ήταν πρώτος επίσκοπος της εκκλησίας Αθηνών, ήταν δυνατόν να παραλειφθεί μια τέτοια μεγάλη φυσιογνωμία για να συμπεριληφθεί απλά στη γενική έκφραση «ότι επίστευσαν και έτεροι»; Γι’ αυτό λοιπόν λογικότερο είναι (συνεχίζει ο Μ. Γαλανός) να δεχτούμε, ότι μάλλον ο Ιερόθεος πίστεψε κατόπιν του Διονυσίου και απ’ αυτόν διδάχτηκε, αφού έφυγε από την Αθήνα ο Παύλος. Αλλά όπως και αν έχουν τα πράγματα, βέβαιο είναι ότι ο Ιερόθεος ήταν άνδρας μεγάλης κοινωνικής παιδείας, έγινε πρώτος επίσκοπος Αθηνών και εργάστηκε για το ποίμνιο του με πίστη και με πολύ ζήλο. Σύμφωνα μάλιστα με κάποια παράδοση, ο Ιερόθεος ήταν παρών και κατά την κοίμηση της Παναγίας στην Ιερουσαλήμ.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’.
Χρηστότητα ἐκδιδαχθείς, καὶ νήφων ἐν πᾶσιν, ἀγαθὴν συνείδησιν ἱεροπρεπῶς ἐνδυσάμενος, ἤντλησας ἐκ τοῦ Σκεύους τῆς ἐκλογῆς τὰ ἀπόῤῥητα, καὶ τὴν πίστιν τηρήσας, τὸν ἴσον δρόμον τετέλεκας, Ἱερομάρτυς Ἱερόθεε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Όσιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής
Ο Όσιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής έζησε τον 10ο αιώνα μ.Χ και καταγόταν από το χωριό Λαμπαδού της Κύπρου, που βρισκόταν κοντά στην κωμόπολη Γαλάτη. Οι γονείς του Κυριάκος ιερέας και Άννα πρεσβυτέρα ήταν άνθρωποι πολύ ευσεβείς και πλούσιοι και ο Ιωάννης ήταν το μονάκριβο παιδί τους. Κι αυτό το απέκτησαν υστέρα από θερμές κι εγκάρδιες προς τον Κύριο προσευχές. Γι’ αυτό και τον αγαπούσαν πολύ κι από μικρό τον ανέθρεψαν με το γάλα της αυστηρής χριστιανικής πίστεως. Στη μελέτη και την εκμάθηση των ιερών γραμμάτων ο Ιωάννης ξεπερνούσε όλους τους συνομηλίκους του. Όλοι θαύμαζαν την εξυπνάδα, αλλά και τη φιλομάθεια του. Κάποια μέρα που ο νεαρός Ιωάννης έκοψε ένα τσαμπί ώριμο σταφύλι και το έφερε στο σπίτι πριν από τις 6 Αυγούστου – που οι χριστιανοί συνήθιζαν να παίρνουν σταφύλια στην εκκλησία, για να διαβάζονται κι ύστερα να τα τρώνε -, τιμωρήθηκε από τον ευλαβή και τυπικό ιερέα πατέρα του με μια αυστηρή παρατήρηση κι ένα ράπισμα. Ο Ιωάννης, που έκοψε το σταφύλι όχι για να το φάει, άλλα για να δείξει στον πατέρα τη θεϊκή ευλογία με την άφθονη καρποφορία, δέχτηκε την τιμωρία αδιαμαρτύρητα. Ύστερα αφού προσευχήθηκε θερμά, και με δάκρυα, πήγε κι έβαλε το τσαμπί στο μέρος από το οποίο το έκοψε. Και το θαύμα έγινε. Το τσαμπί κόλλησε στην κληματόβεργα, ωσάν να μη κόπηκε ποτέ. Έτσι τιμά ο Θεός εκείνους που τον σέβονται και τον αγαπούν. Όταν ο Ιωάννης έγινε 18 χρόνων, οι γονείς του, που δεν κατάλαβαν ακόμη τους ανώτερους κι ευγενέστερους εσωτερικούς πόθους του παιδιού τους, τον πίεσαν να μνηστευθεί μια πλούσια κόρη. Η επιθυμία τους να δουν το οικογενειακό τους δένδρο να συνεχίζεται τους έκαμε να λησμονήσουν το τάμα τους. Το τάμα που έκαμαν, ν’ αφιερώσουν το παιδί τους στον Θεό. Η απαίτηση των γονιών να τον μνηστεύσουν, μα κι ο αγνός πόθος του νέου να ασκητέψει και να ζήσει μια ζωή τέλειας αφιέρωσης δημιούργησαν στην ψυχή του μια σύγκρουση. Κουρασμένος και στενοχωρημένος ο νέος από την πάλη που διεξαγόταν στην καρδιά του κατέφυγε στην προσευχή. Γονάτισε και με πόνο ψυχής ζήτησε τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Ξαφνικά, τη στιγμή που γονατιστός παρακαλούσε να του φανερώσει ο Θεός το θέλημα του, άκουσε μια φωνή μέσα του να του λέει: «Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἐστί μου ἄξιος, καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἐστί μου ἄξιος, καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἐστί μου ἄξιος». (Ματθ. Γ’, 37-38). Δηλαδή εκείνος που αγαπά τον πατέρα ή τη μητέρα του πιο πολύ από μένα, αυτός δεν είναι άξιος να λέγεται οπαδός μου. Και εκείνος που αγαπά τον γιο του ή την κόρη του πιο πολύ από μένα, κι αυτός πάλι δεν είναι άξιος να λέγεται οπαδός μου. Μα κι όποιος δεν παίρνει σταθερή την απόφαση να υποστεί κάθε ταλαιπωρία κι αυτόν ακόμη τον σταυρικό θάνατο για την πίστη του σε μένα και δεν με ακολουθεί σαν αρχηγό κι υπόδειγμα του, κι αυτός δεν είναι άξιος για μένα.
Ύστερα από τα λόγια της φωνής ο Ιωάννης σηκώθηκε κι έτρεξε στην κόρη. Με ειλικρίνεια κι αγάπη της φανέρωσε τον πόθο του. Τον πόθο να ζήσει παρθενική ζωή. Αφού της ανακοίνωσε την επιθυμία του, πρότεινε το ίδιο και σ’ αυτήν. Η κόρη όμως δεν δέχθηκε κι έτσι η μνηστεία διαλύθηκε.
Οι γονείς της κόρης, που θεώρησαν το πράγμα προσβολή, θέλησαν να εκδικηθούν. Μια σατανοκίνητη ψυχή, ένας μάγος, προσφέρθηκε να τους βοηθήσει. Χωρίς να φανερώσουν τις διαθέσεις τους και προσποιούμενοι τους φίλους κάλεσαν τον Ιωάννη σε γεύμα μαζί με τον πατέρα του. Στο φαγητό, που παρέθεσαν στον νέο, έβαλαν κάποιο δηλητήριο. Στα μεταλλεία της περιοχής είναι γνωστό το δηλητήριο τούτο και σήμερα. Όταν φάγει κανείς λίγο απ’ το φαΐ, που παρασκευάζεται με το είδος αυτό, χάνει το φως του. Αν φάγει περισσότερο, πεθαίνει.
Ο Ιωάννης, νέος, εγκρατής, έφαγε μόνο λίγο από το φαγητό με αποτέλεσμα να τυφλωθεί. Τα γαλανά του μάτια μέσα στα οποία καθρεφτιζόταν η καλοσύνη κι η απλότητα της αγνής καρδίας του, σκοτείνιασαν για πάντα. Έχασαν το γλυκύ και ζωογόνο φως. Αφού ο Ιωάννης συγχώρησε όλους όσους τον έβλαψαν, πήρε τον πιστό του υπηρέτη, που είχε κι αυτός το όνομα Ιωάννης, κι έφυγαν για τη Μαραθάσα. Εκεί, απέναντι από τον Καλοπαναγιώτη και στο μέρος όπου οι απόστολοι Βαρνάβας και Παύλος είχαν βαπτίσει κατά μια παράδοση τον Άγιο Ηρακλείδιο, ήταν η Μονή του αγίου Ηρακλειδίου. Σ’ αυτήν έφτιαξε ο Ιωάννης το ασκητήριό του. Τέσσερα χρόνια έζησε στο μέρος αυτό προσευχόμενος και διδάσκοντας τόσο με τα λόγια, όσο και με το παράδειγμά του το θέλημα του θεού. Πολλά θαύματα έκαμε, όταν ήταν ακόμη στη ζωή. Ένα είναι και τούτο: Μια μέρα ο πολυδοκιμασμένος νέος πήρε τον πιστό του υπηρέτη και βγήκε μαζί του περίπατο. Στο μέρος όπου έφτασαν δεν είχε νερό κι η ζέστη ήταν αφόρητη. Ο υπηρέτης, που καιόταν κυριολεκτικά από τη δίψα, έτρεξε πάνω-κάτω αλλά πουθενά δεν βρήκε νερό. Απογοητευμένος κάθησε κάπου ζαλισμένος και μισολιπόθυμος. Ο Ιερός Λαμπαδιστής στον όποιο ο υπηρέτης φανέρωσε την κατάστασή του σηκώθηκε και γονάτισε. Σήκωσε τα μάτια, σταύρωσε τα χέρια και με θέρμη απήγγειλε μια προσευχή. Ύστερα άπλωσε τα χέρια και κτύπησε τον διπλανό βράχο. Δοξασμένος να ‘ναι ο Κύριος στους αιώνες. Το θαύμα του Μωυσή στην έρημο επαναλήφθηκε. Ο βράχος άνοιξε κι εδώ. Και μια δροσερή πηγή κρυστάλλινου νερού ανέβλυσε από τον βράχο. Ο πιστός υπηρέτης σώθηκε. Και μαζί μ’ αυτόν χιλιάδες διψασμένοι ξεδίψασαν έκτοτε από το γάργαρο νερό της, που στέκει ως τα σήμερα κι είναι γνωστό σαν άγιασμα του Λαμπαδιστή. Στέκει και διαλαλεί και θα διαλαλεί στους αιώνες το έλεος του Θεού σ’ εκείνους, που με την πίστη επικαλούνται τη Χάρη του.
Τρεις μέρες προτού να πεθάνει ο μακάριος ασκητής ανέκτησε και πάλι το φως του. Κι είδε τότε τρεις αετούς χρυσόπτερους να πετάνε γύρω του. Ήταν η επίσκεψη του Τριαδικού Θεού υπό τη μορφή των τριών αετών που τον καλούσε κοντά του. Και πραγματικά! Στις 4 του Οκτώβρη η αγία ψυχή του πέταξε στον ουρανό. Άφησε τον κόσμο τούτο σε ηλικία 22 χρόνων. Οι γονείς του μαζί με τους μοναχούς της μονής έθαψαν το άγιο σκήνωμά του στην εκκλησία του αγίου Ηρακλειδίου. Κι έκτισαν εδώ άλλο ναό στο όνομα του παιδιού τους – τέλη του 10ου και αρχές του 11ου αιώνα μ.Χ. – που περιέκλεισε τον τάφο με το άγιο λείψανο του Λαμπαδιστή. Πολλά θαύματα έκαμε ο άγιος όσο καιρό ζούσε. Προ παντός θεραπείες δαιμονιζομένων. Ο χρονικογράφος της Κύπρου Λεόντιος Μαχαιράς γράφει γι’ αυτόν στο χρονικό του: «Καὶ ὁ Μέγας Ἰωάννης ὁ Λαμπαδιστὴς εἰς τὴν Μαραθάσαν ὅπου διώχνει τὰ δαιμόνια». Η θαυματουργική χάρη του αγίου συνεχίζεται πλούσια και σήμερα, σε όσους με πίστη κι ευλάβεια ζητούν τη χάρη του. Θα αναφέρουμε εδώ ακόμη ένα θαύμα. Το διηγείται ένας πολύ αξιόπιστος κάτοικος από την Αμμόχωστο. Βρισκόταν τότε στον Καλοπαναγιώτη το 1950 μ.Χ. Πήγε εκεί για λουτροθεραπεία. Μια μικρή πληγή που είχε στο κορμί του μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. Πυορροούσε συνέχεια και δεν φαινόταν πουθενά ελπίδα να κλείσει και να θεραπευτεί. Οι γιατροί πηγαινοερχόντουσαν χωρίς αποτέλεσμα. Ο ιδιαίτερος γιατρός του βέβαιος για το σύντομο τέλος του πελάτη του, κάλεσε και ιατροσυμβούλιο, για να κατοχυρώσει τη θεραπεία που έκαμνε. Μετά από προσεκτική και πλατιά συζήτηση συμφώνησαν όλοι στη θεραπευτική αγωγή, μα και στον κίνδυνο, τον μεγάλο κίνδυνο τον όποιο περνούσε. Όταν το ιατρικό συνέδριο τέλειωσε, κοινή ήταν η διαπίστωση όλων, πως το πρωί της άλλης μέρας δεν θα έβρισκαν τον άρρωστο ζωντανό. Αν και οι γιατροί τίποτα δεν αποκάλυψαν σ’ αυτόν, ο άρρωστος κατάλαβε ότι η θέση του δεν ήταν καλή. Για μια στιγμή το θάρρος του κλονίστηκε. Η πίστη του όμως στον Θεό έμεινε σταθερή. Έκλεισε με πόνο τα σωματικά του μάτια και με ψυχή «συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην», μουρμούρισε: «Άγιε μου Ιωάννη, λυπήσου με. Λυπήσου την οικογένεια μου και κάνε με καλά. Δώσε μου την υγεία μου και να κάνω τη γιορτή σου, όσο ζω». Την προσευχή του – κραυγή – επανέλαβε αρκετές φορές. Ξαφνικά εκεί που προσευχόταν, ένα φως, ιλαρό φως γέμισε το δωμάτιο του και μια μορφή υπέροχη, αγγελική, του Λαμπαδιστή, η γλυκιά κι ουράνια μορφή, στάθηκε δίπλα στο κρεβάτι του και του είπε: «Μη φοβάσαι, καλέ μου άνθρωπε. Πίστευε μόνο στον Θεό. Οι γιατροί σου βέβαια γνωμάτευσαν πως θα πεθάνεις. Όχι όμως κι ο Θεός.» Κι αγγίζοντας με το άγιο χέρι του την πληγή πρόσθεσε: «Να! Με τη χάρη του Χριστού η αγιάτρευτη πληγή σου θεραπεύεται». Ο άρρωστος άνοιξε τα μάτια. Έμεινε ακίνητος για λίγα λεπτά. Ήταν καταϊδρωμένος. Συνήλθε όμως γρήγορα κι ένοιωθε ότι είχε γιατρευτεί. Σηκώθηκε από το στρώμα και κάθισε. Με το τρεμάμενο χέρι αφήρεσε τους επιδέσμους. Η πληγή είχε εξαφανιστεί. Θεραπεύτηκε. Ο άρρωστος πετάχτηκε κάτω από το στρώμα. Γονάτισε. Και με την καρδιά ξέχειλη από ευγνωμοσύνη δόξασε τον Θεό κι ευχαρίστησε τον γιατρό του, τον ιερό Λαμπαδιστή. Τα πολλά θαύματα που γινόντουσαν στο μέρος αυτό, αποκατέστησαν με τον καιρό τη δόξα της μονής του αγίου Ηρακλειδίου, που είναι σήμερα γνωστή σαν μονή του Ιωάννη του Λαμπαδιστή.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’
Τῆς Λαμπάδος τὸ κλέος καὶ Κυπρίων ἀγλάισμα καὶ θαυματουργὸς ὄντως ὤφθης, Ἰωάννη Πατὴρ ἠμῶν Ὅσιε. Νηστεία κατατήξας τῆς σαρκός, ἀλόγους ἐνθυμήσεις πανσθενῶς, ὅθεν χάριν ἰαμάτων ἐξ οὐρανοῦ ἐδέξω, θεόπνευστε. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ πάσιν ἰάματα.
Άγιος Πέτρος Ιερομάρτυρας, από την Καπιτώλιο
Εὔθηκτος ὢν μάχαιρα Πνεύματος Πέτρος, Τὸ τοῦ ξίφους εὔθηκτον οὐκ ἐδειλία.
Ο Άγιος Πέτρος ήταν γέννημα και θρέμμα της πόλης των Καπιτωλίων (αρχαία πόλη της ανατολικής Ιορδανίας, στο δρόμο για τη Δαμασκό), μεγάλος σοφός και πολύ συνετός. Υπήρξε παντρεμένος με τρία παιδιά και κατόπιν έγινε μοναχός. Τιμήθηκε με το αξίωμα της ιεροσύνης από τον Αρχιερέα της Μητρόπολης Βόστρων (αρχαία πόλη της Συρίας στη Χωράν, 80 χλμ. ανατολικά της λίμνης Γενησαρέτ και 90 χλμ. νότια της Δαμασκού στην οποία δείκνυται ο τάφος του Iώβ). Καταγγέλλεται στον εθνάρχη των Αγαρηνών, ότι είναι διδάσκαλος των Χριστιανών. Επειδή ο Πέτρος και μπροστά στον Αγαρηνό εθνάρχη ομολόγησε με θάρρος την πίστη του, γι’ αυτό του κόβουν τα χέρια και τα πόδια. Κατόπιν του βγάζουν τα μάτια, τον σταυρώνουν και στο τέλος τον αποκεφαλίζουν. Το δε μαρτυρικό του σώμα, αφού το έκαψαν στη φωτιά, κατόπιν το έριξαν στο ποτάμι.
Άγιος Αύδακτος και Καλλισθένη η θυγατέρα του
Eις τον Aύδακτον.
Ξίφει θανὼν, Αὔδακτε Μάρτυς Κυρίου, Σὺν Μάρτυσι ζῇς καὶ Θεὸν ζῶντα βλέπεις.
Eις την Kαλλισθένην.
Θεοῦ θεωρεῖ κάλλος ἡ Καλλισθένη, Οὗπερ τὸ θεῖον εἶχεν εἰς σκέπην σθένος.
Ο Αύδακτος (ή Άδαυκτος) ήταν από την Έφεσο και είχε τιμηθεί από τον έπαρχο Μαξιμίνο, διότι ήταν πολύ συνετός και πολύ πλούσιος. Επειδή όμως ο Μαξιμίνος ζήτησε την κόρη του Καλλισθένη για γυναίκα του, ο Αύδακτος δεν θέλησε να τη δώσει σ’ έναν ειδωλολάτρη. Γι’ αυτό άρπαξαν τα υπάρχοντα του και τον εξόρισαν στη Μελιτινή, όπου τον αποκεφάλισαν. Η δε κόρη του Καλλισθένη, αφού κουρεύτηκε και φόρεσε ανδρικά ρούχα, κρυβόταν κάπου στη Νικομήδεια. Ύστερα από οκτώ χρόνια πήγε στη Θράκη. Εκεί έμενε κοντά σε μια οικογένεια, που είχε κόρη με άρρωστους τους οφθαλμούς. Η Καλλισθένη με τη δύναμη του Θεού την θεράπευσε και οι γονείς ζητούσαν να την παντρέψουν με την θεραπευμένη κόρη τους. Η Καλλισθένη έφυγε, αφού όμως φανέρωσε την αλήθεια και όλοι μαζί δόξασαν τον Θεό. Φτάνοντας στην πρωτεύουσα, γνωρίστηκε με την αδελφή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, την Κωνστάντια και κατάφερε όχι μόνο να πάρει πίσω την περιουσία του πατέρα της, αλλά και να μεταφέρει το λείψανο του Άγιου πατέρα της από την Μελιτινή στην Έφεσο, όπου και έκτισε Ναό στο όνομά του και εναπόθεσε εκεί το άγιο λείψανό του. Έτσι Αποστολικά λοιπόν, αφού έζησε το υπόλοιπο της ζωής της η Καλλισθένη, απεβίωσε ειρηνικά.
Όσιος Αμμούν ο Αιγύπτιος
Ἀσκήσεως διῆλθε τὴν στενὴν τρίβον, Ἀμμοῦν ὁ θεῖος, καὶ τρυφῆς εὗρε πλάτος.
Ο όσιος πατήρ ημών Αμμούν καταγόταν από την Αίγυπτο. Όταν πέθαναν οι γονείς του ανέλαβε την ανατροφή του ένας θείος του, ο οποίος τον υποχρέωσε να νυμφευθεί. Ο Αμμούν ήταν τότε είκοσι δύο χρόνων. Την ίδια εκείνη νύκτα του γάμου, όταν οι νεόνυμφοι αποσύρθηκαν στη νυφική παστάδα, ο Αμμούν άνοιξε την Αγία Γραφή και διάβασε το χωρίο της προς Κορινθίους επιστολής όπου ο Απόστολος μιλά για τα δεινά του γάμου, τις ταραχές και τις μέριμνες που προκαλεί στους εγγάμους, ενώ οι εν παρθενία αφιερωμένοι στον Κύριο μπορούν να αφοσιώνονται απερίσπαστοι στην προσευχή και στα πνευματικά έργα (Α’ Κορ., 7). Τηρώντας κατά γράμμα τους αποστολικούς λόγους: «οἱ ἔχοντες γυναῖκας ὡς μὴ ἔχοντες ὦσι» … «καὶ οἱ χρώμενοι τῷ κόσμῳ τούτῳ ὡς μὴ καταχρώμενοι» οι νεόνυμφοι πήραν την απόφαση να ζήσουν εν παρθενία και να αποσυρθούν μαζί σε τόπο έρημο για να αφιερωθούν στη νηστεία και στην προσευχή. Πήγαν λοιπόν στην έρημο της Νιτρίας, που βρίσκεται σε κάποια απόσταση από την Αλεξάνδρεια, και εγκαταστάθηκαν σε μια μικρή καλύβα. Σύντομα, όμως, αντελήφθησαν ότι δεν ήταν θεμιτό να θέτουν τους εαυτούς τους σε πειρασμούς συζώντας άνδρας και γυναίκα μαζί, γι’ αυτό και χώρισαν για να μπορέσει καθένας τους να ασκητεύσει μόνος. Ο Αμμούν άφησε λοιπόν την καλύβα και πήγε στην έρημο, όπου δεν υπήρχαν ακόμη μοναστήρια. Έκτισε δυο κελλιά θολωτά και επί είκοσι δύο χρόνια ο βίος του ήταν ισάξιος των αγγέλων. Λάδι και κρασί δεν γνώριζε, μόνο ξερό ψωμί έτρωγε, κι αυτό μόνον κάθε δύο ή τρεις μέρες. Η διαγωγή του ευαρέστησε τον Κύριο και σύντομα μεγάλος αριθμός αδελφών, που επιθυμούσαν να ασπασθούν και εκείνοι τον μοναχικό βίο, μαζεύτηκε γύρω του. Όταν έφθανε ένας νέος υποψήφιος, ο Αμμούν του παραχωρούσε αμέσως το κελλί του κι όλα του τα υπάρχοντα, και οι άλλοι αδελφοί έφερναν κρυφά είτε κάποιες προμήθειες είτε κάποιο χρήσιμο αντικείμενο στον νέο τους σύντροφο κι έτσι η αδελφική αγάπη ήταν ο πρώτος νόμος που κυβερνούσε τη συνεχώς αυξανόμενη αυτή κοινωνία. Μετά από μερικά χρόνια, υπό τις διαταγές του οσίου Αμμούν, η έρημος της Νιτρίας μεταμορφώθηκε σε πόλη αληθινή, σε βαθμό που ορισμένοι αδελφοί επιθυμούσαν να κτίσουν το κελλί τους πιο μακριά, ώστε να μπορούν να ζουν πιο απερίσπαστοι. Μία ήμερα, ήρθε να επισκεφθεί τον αββά Αμμούν ο άγιος Αντώνιος ο Μέγας. Ο Αμμούν του ανέφερε το θέμα και τον ρώτησε ποιο θα ήταν το πλέον κατάλληλο μέρος. Αφού έφαγαν το λιτό τους γεύμα την ενάτη ώρα, άρχισαν να περπατούν στην έρημο μέχρι το ηλιοβασίλεμα κι έμπηξαν στο χώμα έναν σταυρό στο μέρος που έφθασαν, ώστε όσοι ήθελαν θα μπορούσαν να κτίσουν εκεί το κελλί τους με την ευλογία των δύο Γερόντων. «Με αυτό τον τρόπο», είπε ο αββάς Αντώνιος, «όταν οι αδελφοί έλθουν από τη Νιτρία για να συναντήσουν όσους ζουν εδώ, αμέσως μετά το γεύμα της ενάτης ώρας, θα φθάσουν εγκαίρως. Και όσοι ξεκινήσουν από εδώ για να φθάσουν στη Νιτρία, πράττοντας το αυτό, θα διατηρήσουν την ησυχία τους». Έτσι δημιουργήθηκε η έρημος των «Κελλίων» (δεκαεννέα χιλιόμετρα μακριά από τη Νιτρία), όπου μερικά χρόνια αργότερα ζούσαν περί τους εξακόσιους μοναχούς, ο καθένας στο κελλί του. Ο άγιος Αμμούν και ο άγιος Αντώνιος ήταν δεμένοι με βαθειά έν Θεώ αγάπη τέτοια πού όταν ο αββάς Αμμούν παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο, ο Αντώνιος που βρισκόταν στο όρος του, το όποιο απείχε δεκατεσσάρων ημερών πεζοπορία, διέκοψε τη συνομιλία που είχε με κάποιους νέους μοναχούς, περιήλθε σε έκσταση και είδε την ψυχή του Αμμούν να ανέρχεται στον ουρανό ενώ άγγελοι έψαλλαν ύμνους χαράς. Μεταξύ των λόγων που ενέπνεε το Άγιο Πνεύμα στον αββά Αμμούν, ήταν και η φράση: «Βάσταζε πάντα άνθρωπον καθώς βαστάζει σε ο Θεός».
Άγιοι Φαύστος, Γάϊος, Ευσέβιος, Χαιρήμων οι Διάκονοι
Xριστώ συνήφθη η τετράς Διακόνων, Φαύστος, Γάϊος, Eυσέβιος, Xαιρήμων.
Οι Άγιοι Φαύστος, Γάιος, Ευσέβιος και Χαιρήμων ήταν μαθητές του Αγίου Διονυσίου επισκόπου Αλεξανδρείας (βλέπε βιογραφικό του σημείωμα στις 3 Οκτωβρίου, καθώς και των μαθητών του). Ειδικά ο Εύσέβιος με τον Χαιρήμονα, έθαβαν τα τίμια λείψανα των ‘Αγίων Μαρτύρων. Τελικά και αυτοί, αφού με θάρρος ομολόγησαν τον Χριστό αποκεφαλίστηκαν.
Όσιος Θεόδωρος «του Ταμασού»
Ο Όσιος Θεόδωρος έζησε τον πρώτο αιώνα μ.Χ. Κι είναι ένας από τη μικρή εκείνη ιεραποστολική ομάδα, – οι άλλοι είναι οι άγιοι Ηρακλείδιος και Μνάσων – που με κατοικία και ορμητήριο τους μια σπηλιά στην πολυάνθρωπη Ταμασό, ανέλαβαν πρώτοι να διαλύσουν τα βαθιά σκοτάδια της ειδωλομανίας, και στη θέση τους να υψώσουν το σωστικό φως του Χρίστου, το ιλαρό φως της νέας ζωής. Πατρίδα του είχε την μεγάλη πολιτεία της Ταμασού, που η φήμη της τότε απλωνόταν και πέρα από την Ελληνική αυτή γωνιά εξ αίτιας του περίφημου χαλκού της και των πλουσίων σε τούτο το πολύτιμο εύρημα μεταλλείων της. Οι γονείς του ήταν ειδωλολάτρες. Ο πατέρας του μάλιστα είχε ως έργο την αγαλματοποιία. Κατασκεύαζε αγάλματα θεών, τα οποία, όταν μεγάλωσε ο γιος του Θεωνάς – αυτό ήταν τ’ όνομα του πριν να βαπτισθεί – τα έπαιρνε και τα πωλούσε στην αγορά κι από τα χρήματα που έπαιρναν αποζούσαν. Στη νεανική ηλικία βρίσκουμε τον Θεωνά να’ ναι συνδεδεμένος στενά με τον Μνάσωνα, που ο Ευαγγελιστής Λουκάς στο βιβλίο του Πράξεις των Αποστόλων αποκαλεί «ἀρχαῖον μαθητήν». Με τον Μνάσωνα μάλιστα είχαν αναλάβει κι ένα ταξίδι στη Ρώμη για να λύσουν κάποιες διαφορές που είχαν δημιουργηθεί μεταξύ των ειδωλολατρών του Πολιτικού και του χωρίου Πέρα ποιος από τους ψευδώνυμους θεούς τους ήτο μεγαλύτερος. Εκεί στην πρωτεύουσα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που ήταν και το κέντρο του ειδωλολατρικού κόσμου, οι δύο φίλοι γνωρίστηκαν με μερικούς αποστόλους από τους εβδομήκοντα. Ποίοι ήσαν αυτοί οι απόστολοι δεν γνωρίζουμε. Αυτό που γνωρίζουμε από την ακολουθία του οσίου είναι, πώς οι δύο Κύπριοι ταξιδιώτες είχαν έρθει σε ιδιαίτερη επαφή μ’ αυτούς. Στις συναντήσεις που ακολούθησαν οι απόστολοι μίλησαν στους δύο φίλους για την καινούργια πίστη. Η διψασμένη για την αλήθεια ψυχή τους δεν χόρταινε ν’ ακούει τον λόγο για τον Ιησού τον Ναζωραίο. Αύτη η δίψα τους έκανε να εγκαταλείψουν πολύ γρήγορα τη μεγάλη πόλη Ρώμη, κι αντί να γυρίσουν στην πατρίδα τους, την Κύπρο, να τραβήξουν στα Ιεροσόλυμα. Πήγαν εκεί για να συναντήσουν τον κορυφαίο απ’ τους αποστόλους, τον Πέτρο, έτσι τους τον είπαν, και τον αγαπημένο μαθητή του Χριστού, τον Ιωάννη τον Θεολόγο και Ευαγγελιστή. Η αγάπη του Θεού ευλόγησε τον πόθο τους κι αντάμειψε την αγαθή διάθεσή τους. Στην Άγια Πόλη, την Ιερουσαλήμ, συνήντησαν πραγματικά τους δύο αποστόλους κι από αυτούς άκουσαν ότι ζητούσαν. Από τους αυτόπτες τούτους μαθητές κι αυτήκοους μάρτυρες του Ιησού έμαθαν «καταλεπτῶς» τα περιστατικά γύρω από τη Γέννηση του Θείου Βρέφους, το μεγάλωμα και τη Βάπτιση του στον Ιορδάνη ποταμό. Πληροφορήθηκαν ακόμη σχετικά τίνα για το έργο του, τη διδασκαλία και τα Θαύματα του, κι επίσης για την εκούσια Σταύρωση, την εκ νεκρών Ανάσταση, κι υστέρα από σαράντα μέρες Ανάληψη του στους ουρανούς. Επίσης απ’ τους ιερούς αποστόλους έμαθαν, πως ο Ιησούς θα ξανάρθει κάποτε, για να κρίνει ζώντας και νεκρούς. Να τιμωρήσει τους κακούς και να βραβεύσει τους καλούς κι ενάρετους. Όλα αυτά οι δύο προσήλυτοι τα παρακολούθησαν με πολλή λαχτάρα. Κι αφού δέχτηκαν στο τέλος και το βάπτισμα, αναχώρησαν για την Κύπρο, για να συναντήσουν εδώ τους αποστόλους Παύλο και Βαρνάβα και Μάρκο και τον οπαδό τους τον Ηρακλείδιο, που είχαν ήδη κατηχήσει και βαπτίσει. Οι δύο νεοφώτιστοι χριστιανοί χαίροντες και αγαλλόμενοι για την ευλογημένη συνάντηση με τους Αποστόλους και τον άγιο Ηρακλείδιο αντάλλαξαν μαζί τους χαιρετισμό αγάπης και παρέμειναν κοντά τους. Λίγες μέρες μετά τη συνάντηση οι απόστολοι αναχώρησαν για την Πάφο. Τότε, σύμφωνα με το συναξάρι του οσίου, ο μεν άγιος Μνάσων έμεινε μαζί με τον δάσκαλο του, τον άγιο Ηρακλείδιο, ο δε όσιος Θεόδωρος αποχωρίστηκε κι απ’ τους δύο, κι έζησε μια ασκητική ζωή.
Για τριάντα οκτώ χρόνια ο ιερός αθλητής πάλεψε έχοντας σαν κανόνα την αυστηρή εγκράτεια, στήριγμα την αδιάλειπτη προσευχή, περικεφαλαία την ταπεινοφροσύνη και σκοπό του την επικράτηση της βασιλείας του Χριστού στην αγαπημένη του πατρίδα. Όταν έφτασε η ώρα ν’ αφήσει την πρόσκαιρη τούτη ζωή, ο άγιος προαισθάνθηκε τον θάνατο του, κάλεσε κοντά του τον Ροδώνα, ένα από την Ιεραποστολική ομάδα και τρίτο κατά σειρά επίσκοπο της αρχαίας Ταμασού, και του ανέθεσε να συγγράψει τα έργα του αγίου Ηρακλειδίου και του Μνάσωνος για οικοδομή των πιστών. Σ’ αυτόν παρέδωκε κι ο ίδιος τα απομνημονεύματα που είχε γράψει μέχρι της ημέρας εκείνης για τους δύο αγίους. Ύστερα φώναξε κοντά του μερικά απ’ τα πνευματικά του παιδιά, τα νουθέτησε, τα στήριξε με την τελευταία διδασκαλία του και γαλήνιος παρέδωκε τη μακάρια ψυχή του στα χέρια του Θεού στις 4 του Οκτώβρη. Οι άγιοι Ηρακλείδιος και Μνάσων, μαζί με τους άλλους πιστούς αδελφούς, με πολλή λύπη κήδευσαν το άγιο λείψανο και το έθαψαν στον ίδιο τάφο, που είχαν θάψει πρωτύτερα και τον πατέρα του Χρύσιππο.
Άγιος Εδουΐνος
Ο Άγιος Εδουΐνος (Edwin) βαπτίσθηκε το Πάσχα του 627 μ.Χ. από τον επίσκοπο Παυλίνο στην Υόρκη. Μετά την βάπτιση του ο λαός του βασιλείου του προσήρχετο αθρόως στον Χριστιανισμό και επειδή δεν υπήρχαν ναοί ή βαπτιστήρια, βαπτίζονταν στις λίμνες και τους ποταμούς. Ο Εδουΐνος έγινε αληθινός χριστιανός και βοήθησε σημαντικά την Εκκλησία. Φονεύθηκε σε μάχη το 633 μ.Χ. σε ηλικία 48 ετών.
Όσιος Αμμούν της Λαύρας των Σπηλαίων
Ο Όσιος Αμμούν αφού επισκέφτηκε το Άγιος Όρος και την Ιερουσαλήμ εγκαταβίωσε στη Λαύρα των Σπηλαίων όπου έγινε γνωστός για την Άγια ζωή του.