Υπόθεση trafficking «Αμαρυλλίς»: Συνεχίστηκε σήμερα η δίκη με καταθέσεις αστυνομικών
«Μία κοπέλα δεν εμπιστεύεται την αστυνομία αν δεν έχουμε πιάσει τα αφεντικά» είπε μάρτυρας-αστυνομικός
Συνεχίστηκε σήμερα στο Εφετείο της Αθήνας η δίκη για το μεγαλύτερο «κύκλωμα» trafficking που έχει εξαρθρωθεί ποτέ στην Ελλάδα, με καταθέσεις αστυνομικών.
Πρόκειται για μία υπόθεση που είχε αποκαλυφθεί τον Ιούνιο του 2023, όταν έλαβε πραγματοποιήθηκε επιχείρηση της ΕΛΑΣ με την κωδική ονομασία «Αμαρυλλίς» σε διάφορες περιοχές της Αττικής και της Θεσσαλονίκης.
Συνελήφθησαν συνολικά 22 άτομα από τα οποία 11 ως μέλη δύο εγκληματικών οργανώσεων (trafficking) που συνδέονταν μεταξύ τους και τα υπόλοιπα ως προσωπικό οίκων ανοχής.
Ανάμεσα στους συλληφθέντες ήταν και η 71χρονη με το ψευδώνυμο «Μαρίνα», ιδιοκτήτρια οίκων ανοχής, που ήταν κατηγορούμενη στη δίκη της Greek Police Mafia ως «ταμίας» που συνέλλεγε τα χρήματα της «προστασίας» από τα «σπίτια» σε Βοτανικό και Καλλιθέα.
Τα χρήματα αυτά έφταναν στα χέρια του δολοφονηθέντα «αρχιταμία» της οργάνωσης Δημήτρη Μάλαμα, ο οποίος, σύμφωνα με πόρισμα της ΕΥΠ, τα έδινε σε υψηλόβαθμους αξιωματικούς της ΕΛ.ΑΣ.
Ο πρώτος μάρτυρας αστυνομικός είχε ξεκινήσει την κατάθεσή του στην προηγούμενη δικάσιμο και τη συνέχισε σήμερα απαντώντας σε ερωτήσεις συνηγόρων υπεράσπισης.
Οι συνήγοροι ρωτούσαν επίμονα πως από τις 49 γυναίκες που εντοπίστηκαν στους οίκους ανοχής κατέθεσαν μόνο οι 8 και γιατί δεν καταγράφηκαν οι υπόλοιπες 41, με απώτερο στόχο να θέσουν ζήτημα αν είναι υπαρκτά αυτά τα πρόσωπα και θύματα εμπορίας ανθρώπων.
Δικηγόροι επέδειξαν φωτογραφίες γυναικών και τον ρώτησαν αν τις αναγνωρίζει. Εκείνος είπε ότι δεν θυμάται πρόσωπα.
“Μια κοπέλα δεν εμπιστεύεται την αστυνομία αν δεν έχουμε πιάσει τα αφεντικά”, είπε ο αστυνομικός ερωτηθείς γιατί σε παλαιότερους ελέγχους δεν είχαν πει οι γυναίκες ότι είναι θύματα.
Ο δεύτερος μάρτυρας – αστυνομικός
Ο δεύτερος μάρτυρας, επίσης αστυνομικός, που συμμετείχε σε φυσικές παρακολουθήσεις κατά την περίοδο των ερευνών της ΕΛΑΣ, υπέδειξε συγκεκριμένο άτομο εκ των κατηγορουμένων που πηγαινοέφερνε τις γυναίκες στους οίκους ανοχής με ΙΧ, ενώ ανέφερε ότι μετακινήσεις γίνονταν και με ταξί.
Ο αστυνομικός πρόσθεσε ότι μόνο για αυτό που ασχολήθηκε γνωρίζει σχετικά με την υπόθεση και τίποτα άλλο, γι’ αυτό στις περισσότερες ερωτήσεις απαντούσε με «δεν γνωρίζω», «δεν θυμάμαι», «δεν ξέρω».
Μάλιστα, οι συνήγοροι υπεράσπισης αντέδρασαν έντονα προς την έδρα επειδή η Πρόεδρος περισσότερο έκανε ανάγνωση της αρχικής κατάθεσης του αστυνομικού, παρά ερωτήσεις.
Η εισαγγελέας ρώτησε τον μάρτυρα αν ο οδηγός που μετέφερε τις γυναίκες έδειχνε να αποτελεί «φόβητρο» για αυτές ή αν υπήρχε άλλο πρόσωπο μαζί να τις συνοδεύει, για να λάβει αρνητική απάντηση και στα δύο.
Ένας εκ των συνηγόρων υπεράσπισης της κατηγορίας έθεσε στον μάρτυρα το θέμα του χρέους που παρουσίαζε το κύκλωμα για να εξαναγκάσει τις γυναίκες στην πορνεία. Αναφέρθηκε σε περίπτωση γυναίκας που όταν ήρθε στην Ελλάδα της είπαν ότι χρωστάει 3.500 ευρώ.
Ο αστυνομικός απάντησε ότι είναι κάτι που το συναντάνε συχνά σε τέτοιες υποθέσεις.
Ένας εκ των συνηγόρων υπεράσπισης έσπευσε στη συνέχεια, διά των ερωτήσεων του, να επικαλεστεί ότι τα χρήματα αυτά αντιστοιχούσαν στα αεροπορικά εισιτήρια από την Κολομβία.
Τέλος, οι συνήγοροι υπεράσπισης επιχείρησαν να παρουσιάσουν μία εικόνα «χαρούμενων γυναικών» που δεν μπορεί να ήταν θύματα εκμετάλλευσης, δείχνοντας φωτογραφίες από το instagram και λέγοντας ότι πήγαιναν σε clubs, καζίνο, «μπουζούκια» και παραλίες.