Εορτολόγιο: Ποιοι γιορτάζουν σήμερα Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024
Σύμφωνα με το Εορτολόγιο, γιορτάζουν τα ονόματα: Βαλέρια, Σεσίλια, Κεκίλια, Φιλήμονας, Ιάκωβος, Αγαπίων, Γιακουμής, Τιβούρτιος, Ονήσιμος
Δείτε ποιοι γιορτάζουν σήμερα, Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024.
Σύμφωνα με το Εορτολόγιο, Παρασκευή 22 Νοεμβρίου, είναι των Αγίων Βαλλεριανού Κικιλίας και Τιβουρτίου, του Αγίου Φιλήμονος του Αποστόλου, του Οσίου Ιακώβου Τσαλίκη.
Γιορτάζουν τα ονόματα: Βαλέρια, Βαλεριάνα, Βάλια, Βαλέριος, Βαλεριανός, Βάλιος, Σεσίλια, Κεκίλια, Κικίλια, Κικιλία, Φιλήμων, Φιλήμονας, Φιλημονή, Φιλημόνα, Φλημόνα, Ιάκωβος, Ιακωβίνα, Ζακελίνα, Αγαπίων, Γιακουμής, Τιβούρτιος, Άρχιππος, Απφία, Ονήσιμος.
Οι Άγιοι:
Άγιοι Κικιλία, Βαλεριανός και Τιβούρτιος
Εις την Κικιλία
Λουτροῦ φέρεις ἔκκαυσιν, ὦ Κικιλία, Λούῃ δὲ λουτρὸν αἵματος διὰ ξίφους.
Εις τους Βαλλεριανόν και Τιβούρτιον
Βαλλεριανὸν καὶ συναθλητὴν ἅμα Κτείνει ξίφος, βάλλοντας ὕβρεσι πλάνην.
Η Αγία Κικιλία έζησε γύρω στον 3ο μ.Χ. αιώνα και οι γονείς της ήταν ειδωλολάτρες και μάλιστα ευγενείς. Η Κικιλία όμως, άκουσε τη διδασκαλία του Χριστού και ζήτησε να βαπτιστεί. Μετά από λίγο καιρό, οι γονείς της την πάντρεψαν με ένα ευγενή νέο το Βαλεριανό, ο οποίος υπό την επίδραση της Κικιλίας ασπάστηκε κι αυτός την Χριστιανική Πίστη. Μαζί όμως με τον Βαλεριανό, προσήλθε στους κόλπους της εκκλησίας και ο αδελφός του ο Τιβούρτιος. Κατά τον διωγμό επί Διοκλητιανού, η Κικιλία, ο Βαλέριος και ο Τιβούρτιος συνέχιζαν να δηλώνουν την πίστη τους στον Ιησού Χριστό και το φιλανθρωπικό τους έργο. Γι’ αυτό τους συνέλαβαν και υπέστησαν την ύστατη τιμωρία, τον θάνατο με αποκεφαλισμό.
ἈπολυτίκιονἮχος γ’
Θείων τρόπων σου, τὴ ἐπιλάμψει, πρὸς ἀείζωον, εἴλκυσας φέγγος, τὴν αὐτάδελφον δυάδα καὶ σύναυλον καὶ σὺν αὐτοὶς Κικιλία ἀθλήσασα, τῆς θείας δόξης ὁμοῦ ἠξιώθητε. Μεθ’ ὧν πρέσβευε, δοθήναι τοὶς εὐφημούσι σέ, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.
Άγιοι Φιλήμων ο Απόστολος, Άρχιππος, Ονήσιμος και Απφία
Χριστοῦ καλοῦντος, ὤφθητε δρόμῳ ξένῳ, Χριστοῦ μαθηταί, δραμόντες πρὸς τὴν κλῆσιν. Εἰκάδι δευτερίῃ, Φιλήμονα ἔνθεν ἄειραν.
Eις τον Φιλήμονα.
Xώραν φιλούντα τον Φιλήμονα χλόης, Xλωροίς λύγοις (ήτοι λυγαρίαις) τύπτουσιν οι μιαιφόνοι.
Eις τον Άρχιππον.
Ποθῶν τὸν ἀκρόγωνον Ἄρχιππος λίθον. Κατηλοήθη τῷ πόθῳ τούτου λίθοις.
Eις τον Oνήσιμον.
Ήπλωσεν Oνήσιμος εις θλάσιν σκέλη, Παύλου σκελών δραμόντα γενναίους δρόμους.
Eις την Aπφίαν.
Ἡπλωμένην παίουσιν εἰς γῆν Ἀπφίαν, Εἰς οὐρανοὺς ἔχουσαν ὄμμα καρδίας.
Εἰκάδι δευτερίῃ, Φιλήμονα ἔνθεν ἄειραν.
Οι Άγιοι Φιλήμων, Άρχιππος, Ονήσιμος και Απφία ήταν μαθητές του Αποστόλου Παύλου (περί το 54 μ.Χ.) και τους αναφέρει ο Απόστολος Παύλος στην προς Φιλήμονα επιστολή του. Ο Φιλήμων και η σύζυγος του Απφία ήταν χριστιανοί στην πόλη των Κολοσσών, με ανεπτυγμένο αίσθημα φιλανθρωπίας. Χρησιμοποιούσαν δε τα πλούτη τους με προθυμία για την ανακούφιση φτωχών, ασθενών και για την ανάπτυξη του έργου του Χριστού. Στο χριστιανισμό προσήλθαν δια του Αποστόλου Παύλου, όταν αυτός είχε έλθει στην πόλη τους. Μάλιστα, για τις αγαθοεργίες του Φιλήμονα γράφει συγκεκριμένα: «Χάριν ἔχομεν πολλὴν καὶ παράκλησιν ἐπὶ τὴν ἀγάπη σου ὅτι τὰ σπλάγχνα τῶν ἁγίων ἀναπέπαυται διὰ σοῦ, ἀδελφέ» (Προς Φιλήμονα, 7). Δηλαδή, έχουμε πολλή χαρά και παρηγοριά για την αγάπη σου, διότι οι καρδιές των αδελφών χριστιανών έχουν βρει ανάπαυση με τις ευεργεσίες και αγαθοεργίες σου, αδελφέ. Για τον Άρχιππο λέγεται ότι ήταν συγγενής, ίσως και γιος του Φιλήμονα και της Απφίας. Ο Παύλος, επειδή ο Άρχιππος είχε μεγάλη αφοσίωση στη διάδοση του Ευαγγελίου, στην προς Φιλήμονα επιστολή του τον ονομάζει στρατιώτη. Ο Ονήσιμος ήταν υπηρέτης του Φιλήμονα, από τον όποιο απέδρασε και πήγε στη Ρώμη. Εκεί έπεσε στα δίχτυα του Αποστόλου Παύλου, που τον έστειλε πίσω στο Φιλήμονα, χριστιανό πλέον. Και παρακαλεί τον Φιλήμονα να δεχθεί τον Ονήσιμο, όχι σαν υπηρέτη, αλλά σαν αδελφό. Κατά την παράδοση, όλοι μαρτύρησαν για τη διάδοση του Ευαγγελίου. Να σημειώσουμε τέλος, ότι ο Aπόστολος Oνήσιμος εορτάζεται χωριστά στις 15 Φεβρουαρίου και ο Aπόστολος Άρχιππος εορτάζεται χωριστά στις 19 Φεβρουαρίου. Σήμερα, εορτάζεται κυρίως ο Άγιος Aπόστολος Φιλήμων και η Aπφία.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’
Tετρὰς ἡ θεοσύλλεκτος τῶν ἀποστόλων Χριστοῦ Φιλήμων καὶ Ἄρχιππος καὶ σὺν Ἀπφίᾳ ὁμοῦ, ὁ θεῖος Ὀνήσιμος· λάμψαντες τοῖς ἐν σκότει ἀληθείας τὴν γνῶσιν, ἤθλησαν ὁμοφρόνως καὶ τὴν πλάνην καθεῖλον· καὶ νῦν ἐξευμενίζονται πᾶσι τὸν Κύριον.
Όσιος Αββάς
Ἀββᾶν, τὸν ἐκτύπωμα ὄντα Ἀββάδων, Τιμῶ πρεπόντως, ὡς τεκνίων Πατέρα.
Ο Όσιος Αββάς, προηγουμένως ήταν Αγαρηνός και πίστεψε στον Χριστό μέσω ενός μονάχου, για να γίνει στη συνέχεια και ο ίδιος μοναχός. Με τη συνοδεία του μοναχού λοιπόν, που τον έκανε χριστιανό, πήγε στον μεγάλο ασκητή Ευσέβειο (βλέπε 15 Φεβρουαρίου), που ασκήτευε πάνω σ’ ένα βουνό κοντά στο χωριό Ασιχά και έμεινε κοντά του. Μετά τον θάνατο του Ευσεβείου, ο Αββάς τον διαδέχτηκε στην επιστασία της δημιουργηθείσας Μονής και υπήρξε τύπος αυστηρού ασκητή στους υφισταμένους του. Έζησε με μεγάλη σκληραγωγία, πολλή εγκράτεια και απεβίωσε ειρηνικά.
Όσιος Ιάκωβος (Τσαλίκης), ο Θεοφόρος, καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Δαυΐδ του εν Ευβοία
Εὐβοίας τὸ κλέος, Ἰάκωβος, θέλγει ὡς μέλι ἡδὺ τὴν τοῦ κτίστου καρδίαν.
Εἰκάδῃ τε πρώτῃ ἔνθους, Ἰάκωβος, ἐς πόλον ἔβη.
Η καταγωγή και η οικογένειά του
Ο Άγιος Ιάκωβος γεννήθηκε την 5η Νοεμβρίου του 1920 μ.Χ. στα ευλογημένα και ματωμένα χώματα της αγιοτόκου Μικράς Ασίας και συγκεκριμένα στο Λιβίσι της Μάκρης, μία μικρή πόλη απ’ τις παραθαλάσσιες της Ιωνικής Γής, στο ύψος περίπου του Καστελλόριζου, από γονείς ενάρετους και ευσεβείς, τον Σταύρο Τσαλίκη και την Θεοδώρα, κόρη του Γεωργίου και της Δέσποινας Κρεμμυδά. Οι γονείς του Αγίου γέννησαν εννέα παιδιά, αλλά στη ζωή αυτή επέτρεψε ο Θεός να μείνουν μόνον τρία. Η οικογένεια του Αγίου ήταν από τις πιο εύπορες οικογένειες της περιοχής, ο μεγάλος της όμως πλούτος ήταν η ευσέβειά της και η αγνή χριστιανική πίστη που είχε πολύ βαθιές ρίζες. Το γενεαλογικό δέντρο της είχε να καυχηθεί με την εν Χριστώ καύχηση επτά γενεές Ιερομονάχων, έναν αρχιερέα και έναν άγιο. Τα θλιβερά γεγονότα όμως της Μικρασιατικής Καταστροφής, οι θηριωδίες και τα εγκλήματα των αγριανθρώπων Νεοτούρκων και των Κεμαλικών σε βάρος των χιλιάδων Ελλήνων της Μικράς Ασίας και του Πόντου, που είχαν ήδη αρχίσει από το 1915 και 1917 μ.Χ. μέχρι το 1920 μ.Χ., έπληξαν και την οικογένεια του Αγίου Ιακώβου. Ο παππούς και νονός του, ο Γιώργης Κρεμμυδάς, άνθρωπος πραγματικά του Θεού, ο θείος του, ο γιατρός Χατζηδουλής, καθώς και άλλοι οικείοι του συνελήφθησαν απ’ τους Τούρκους και στη διάρκεια της εξοντωτικής πορείας για τα τάγματα εργασίας στα βάθη της Τουρκίας ξεψύχησαν κοντά στη Νίγδη απ’ τα βασανιστήρια των άγριων και αιμοβόρων Τούρκων ζαπτιέδων – χωροφυλάκων – και στρατιωτών. Ο πατέρας του, Σταύρος Τσαλίκης, πιάστηκε αιχμάλωτος κι αυτός μαζί με τους υπόλοιπους άνδρες του Λιβισιού στις αρχές του 1922 μ.Χ. Μετά από φοβερές κακουχίες, ατέλειωτες οδυνηρές οδοιπορίες και αναγκαστικές εργασίες σε ορυχεία, νταμάρια και αλλού, τον πήγαν στα μέρη της Τραπεζούντας και τον έβαλαν να χτίζει νοσοκομείο.
Ο ξεριζωμός
Ο Άγιος Ιάκωβος, δύο χρονών τότε παιδάκι, με τη γιαγιά του, τη μητέρα του, τα δύο του αδέλφια, τον Γιώργο τεσσάρων χρονών και την Αναστασία, σαράντα μόλις ημερών, ξεριζώθηκαν κι αυτοί απ’ την πατρίδα τους, το Λιβίσι, μαζί με τα υπόλοιπα γυναικόπαιδα και τους γέροντες, καταληστευμένοι και ταλαιπωρημένοι πολύ απ’ τους Τούρκους, που είχαν γίνει πιά για τους Έλληνες μόνο μαχαιροβγάλτες, άρπαγες και βιαστές. «Θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς….». Τα καράβια της προσφυγιάς που μετέφεραν τους Έλληνες πρόσφυγες, βασανισμένους από πείνα, δίψα και ψείρα, «πιάσανε» στον Πειραιά. «Όταν κατεβήκαμε στο λιμάνι του Πειραιά», αφηγείτο ο ίδιος ο Άγιος, «παρόλη τη νηπιακή μου ηλικία, θυμάμαι ότι ακούσαμε για πρώτη φορά στην ζωή μας κάποιους Έλληνες να βλαστημάνε τα Θεία. Τότε η γιαγιά μου είπε: “Πού ήρθαμε εδώ; Καλύτερα να γυρίσουμε πίσω να μας σκοτώσουν οι Τούρκοι, παρά να ακούμε τέτοια λόγια. Στη Μικρά Ασία δεν ξέραμε τέτοια αμαρτία”». Τα λόγια αυτά της γιαγιάς του Αγίου Ιακώβου φανερώνουν το πώς οι Μικρασιάτες ζούσαν τον Θεό. Από τον Πειραιά το καράβι που μετέφερε και την οικογένειά του Αγίου έφυγε για την Ιτέα, όπου εκεί τους κατέβασαν μαζί με τους υπόλοιπους πρόσφυγες και στη συνέχεια τους οδήγησαν ποδαρόδρομο σ’ ένα χωριό της Άμφισσας, τον Άγιο Γεώργιο, όπου έμειναν μαζί με άλλες οικογένειες κάτω από δύσκολες συνθήκες, σε μία μακρόστενη αποθήκη για δύο χρόνια. Η πρόνοια του Θεού έφερε μετά από δύο χρόνια στην περιοχή όπου ζούσαν τον πατέρα του Αγίου για αναζήτηση εργασίας, ο οποίος είχε δραπετεύσει απ’ τους Τούρκους, παρόλο που τον φύλαγαν σαν τα μάτια τους, γιατί τον είχαν ανάγκη για αρχιμάστορα, κι έτσι ξανάσμιξε με την οικογένειά του με θαυμαστό τρόπο.
Η κλίση του προς το Θεό
Ο Άγιος Ιάκωβος, πέντε χρονών παιδάκι τότε, για παιχνίδι του είχε ένα κεραμιδάκι στο οποίο έβαζε καρβουνάκι απ’ την πυροστιά που μαγείρευαν και ψάλλοντας «αλούγια – αλούγια» (αλληλούϊα), λιβάνιζε την οικογένειά του κι όλες τις προσφυγικές οικογένειες που έμεναν στην αποθήκη, έχοντας για χωρίσματα κουβέρτες που κρέμονταν ανάμεσά τους. Μένανε πάντα στην αποθήκη, γιατί τους έδιναν υποσχέσεις ότι σε λίγο θα τους μεταφέρουν αλλού, θα τους δώσουνε χωράφια και θα τους φτιάξουνε σπίτια. Ο μικρός Ιάκωβος δεν έβγαινε να παίξει καθόλου στον δρόμο, δεν μπορούσε να ακούει τα παιδάκια του χωριού και μαζί μ’ αυτά και προσφυγόπουλα να λένε τις κακές λέξεις, έστω κι αν δεν τις καταλάβαινε. Προτιμούσε να πηγαίνει κάθε απόγευμα με τη γιαγιά και τη μητέρα του ν’ ανάβουνε τα καντηλάκια και να βάζει τη γιαγιά του να του λέει για τους βίους των αγίων και για τους Ιερομόναχους της οικογένειάς τους.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ΄
Χαίρει ἔχουσα, σὲ παραστάτην, ἡ πολύφημος νῆσος Εὐβοίας, καὶ τοῦ ὁσίου Δαυΐδ ἐπαγάλλεται, ἡ θεία Μάνδρα τὸν τάφον σου ἔχουσα, θεοχαρίτωτε πάτερ Ἰάκωβε, σὺ γὰρ χάριτας, βλυστάνεις ἡμῖν ἑκάστοτε, ὡς ῥεῦμα Παρακλήτου ἀνεπίσχετον.
Άγιος Μάξιμος ο Καπιτουλάριος
Mάξιμος αικίζεται ο φρουράς φύλαξ, Eυθύς υπάρξας εντολών Θεού φύλαξ.
Ο Άγιος Μάξιμος ήταν δεσμοφύλακας κάποιας φυλακής της Ρώμης. Πίστεψε στον Χριστό δια των Άγιων Βαλεριανού και Κικιλίας (βλέπε ίδια ημέρα), ομολόγησε την πίστη του και υπέστη μαρτυρικό θάνατο (αἰκισθεὶς τελειοῦται).
Άγιοι Μάρκος, Στέφανος και Μάρκος
Τμηθεὶς ξίφει Στέφανε σὺν Μάρκοις δύω, Πολλοὺς σὺν αὐτοῖς τοὺς στεφάνους λαμβάνεις.
Οι Άγιοι Μάρκος, Στέφανος και Μάρκος μαρτύρησαν στα χρόνια του βασιλιά Διοκλητιανού και ηγεμόνα Μάγου το έτος 290 μ.Χ. Κατάγονταν από την Αντιόχεια της Πισιδίας και επειδή ομολόγησαν τον Χριστό σαν αληθινό Θεό, αποκεφαλίστηκαν.
Άγιος Προκόπιος ο Παλαιστίνιος
Πρὸς τὴν τομὴν ὥρμησεν οἷα πρὸς πάλην, Καὶ Προκόπιος θρέμμα τῆς Παλαιστίνης.
Ο Άγιος Προκόπιος ήταν ασκητής διάσημος, αλλά και πολυμαθής θεολόγος και φιλόσοφος. Εγκαταστάθηκε στη Σκυθόπολη της Παλαιστίνης και επιτελούσε τα καθήκοντα του αναγνώστη και κήρυκα. Καταγγέλθηκε όμως ότι είλκυε πλήθη ειδωλολατρών στη Χριστιανική θρησκεία, συνελήφθη και οδηγήθηκε δέσμιος στην Καισαρεία της Παλαιστίνης. Εκεί προσπάθησαν να τον πείσουν ότι η αλήθεια βρίσκεται στο Πολυθεϊκό θρήσκευμα. Εκείνος, ανατρέποντας τα επιχειρήματα των αντιπάλων του, παρέθεσε μεταξύ άλλων και την Ομηρική φράση: «Οὐκ ἀγαθὸν πολυκοιρανίη, εἷς κοίρανος ἔστω». Επιμένοντας έτσι στην αληθινή πίστη του, καταδικάστηκε σε θάνατο δια ξίφους.
Άγιος Μένιγνος ο κναφέας
Κάραν, κναφεῦ Μένιγνε, τμηθεὶς ἐκ ξίφους, Κνάπτεις σεαυτόν, κἂν ῥύπους εἶχες, πλύνῃ.
Ο Άγιος Μένιγνος καταγόταν από την πόλη Πάριο της Κολωνίας στον Ελλήσποντο (μεταξύ Κυζίκου και Λαμψάκου) και έζησε στα χρόνια του βασιλιά Δεκίου (περί το 251 μ.Χ.). Όταν ξεκίνησε ο διωγμός ο Μένιγνος, αψηφώντας την σκληρή τιμωρία ομολόγησε στην αγορά την πίστη του στον Ιησού και προέτρεψε τους Χριστιανούς να σταθούν πιστοί στον Κύριο και απαθείς στα ασεβή αυτοκρατορικά διατάγματα. Συνελήφθηκε και επειδή δεν θέλησε να ασπαστεί τα είδωλα τον οδήγησαν στον τόπο του αποκεφαλισμού. Όταν το πληροφορήθηκε η σύζυγός του έτρεξε κοντά του και τον παρακολουθούσε κλαίγοντας. Εκείνος, παρηγορώντας την, της έλεγε ότι ο θάνατός του θα εξασφάλιζε την παντοτινή τους ένωση. Διότι, μόνο όσοι μένουν με τον Θεό ενωμένοι, δεν είναι δυνατό να χωριστούν ποτέ. Μετά από λίγο το κεφάλι του έπεφτε και τάφηκε εκεί στον τόπο του μαρτυρίου του. Έτσι ο Άγιος Μένιγνος παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο. Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης γράφει σχετικά στον «Συναξαριστή των δώδεκα μηνών του ενιαυτού»: Oύτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Δεκίου, εν έτει σνα΄ [251], καταγόμενος από την Kολωνίαν της Eλλησπόντου, από την πόλιν Παρείου ήτις ωνομάσθη έτζι, διατί ήτον κτίσμα των Παρίων των κατοίκων της νήσου Πάρου, και ευρίσκετο μεταξύ της Kυζίκου και της Λαμψάκου. Tέχνην δε είχεν ο Άγιος, το να λευκαίνη τα ρούχα. Kναφεύς γαρ θέλει να ειπή λευκαντής. Eπειδή δε κατά τους καιρούς εκείνους έγινε διωγμός μεγάλος κατά των Xριστιανών, διά τούτο και ο της Aσίας την εξουσίαν έχων, άνθρωπος αυτόχρημος λυμεών και θηριώδης κατά την γνώμην, εκατέβη εις τους παραθαλασσίους τόπους. Kαι όσους εύρισκε Xριστιανούς, όλους τους έδερνε και τους έβαλλεν εις σκοτεινήν φυλακήν. Kαι τους πόδας των εσφάλιζεν εις το τιμωρητικόν ξύλον. Όταν λοιπόν ενύκτωσεν ο καιρός, τότε εφώναξαν όλοι οι φυλακωμένοι Xριστιανοί προς τον Θεόν ταύτα· «Δέσποτα Kύριε, ο τον Kορυφαίον Πέτρον, διά μέσου θείου Aγγέλου λύσας από τα δεσμά και από την φυλακήν, και εκβαλών έξω χωρίς κανένα κρότον και κτύπημα, αυτός και τώρα εξαπόστειλον εις ημάς την βοήθειάν σου. Kαι λύτρωσαι ημάς από την στρέβλωσιν ταύτην των ποδών μας, και από την σκοτεινήν φυλακήν, διά να γνωρίσουν και αυτοί οι άπιστοι, οι καταφρονούντες το Άγιόν σου όνομα, ότι συ μόνος είσαι Θεός και Bασιλεύς αιώνιος». Tαύτα των Aγίων προσευξαμένων, ιδού έφθασεν εις αυτούς ο Kύριος. Kαι το μεν σκότος, εδιώχθη. Φως δε ουράνιον άστραψεν εις την φυλακήν. Eίπε δε προς αυτούς ο Δεσπότης. Mη φοβείσθε, διατί εγώ είμαι μαζί σας. Παρευθύς δε ελύθησαν όλα τα δεσμά ωσάν κηρί. Kαι η φυλακή άνοιξεν από λόγου της. O δε Kύριος προσθείς και ειπών. Eυγάτε από εδώ και κηρύττετε πανταχού την εδικήν μου δύναμιν, ανέβη εις τους Oυρανούς. Oι δε Άγιοι ευγήκαν από την φυλακήν. Tω πρωί δε ελθόντες οι στρατιώται, καθώς είδον, σώας μεν τας βούλλας της φυλακής, μέσα δε εις αυτήν δεν ευρήκαν κανένα, εξεπλάγησαν. Όθεν ευγαίνοντες έξω, ω της βίας! εφώναζον, ω της βίας! ο Nαζωραίος Xριστός ελθών νυκτός, έκλεψε τους δεδεμένους. Kαι άλλοι μεν Έλληνες, εθαύμαζον διά το γεγονός. Άλλοι δε, επεριγέλουν τους φύλακας. Tαύτα ακούσας ο μακάριος ούτος Mένιγνος, πλήρης έγινε πίστεως και αγάπης, και εφλέγετο η καρδία του, πώς να επιτύχη του μαρτυρίου. Eκεί δε οπού έπλυνε συνήθως τα ρούχα εις τον ποταμόν, ήκουσε μίαν φωνήν, η οποία εκάλει αυτόν εις το μαρτύριον, λέγουσα. Mένιγνε, ελθέ εις εμένα, και θέλω σοι δώσω χάριν πολλήν. Έμφοβος δε ο Άγιος γενόμενος, εταράχθη. Kαι πάλιν σκύψας, έπλυνε τα ιμάτια. H δε φωνή πάλιν λέγει προς αυτόν. Mένιγνε, ελθέ εις εμένα, διά να απολαύσης τα ητοιμασμένα αγαθά εις τους αγαπώντας το όνομά μου. Tότε ο θείος Mένιγνος δεν επρόσμεινε πλέον να ακούση και τρίτην φωνήν. Aλλά πηγαίνωντας, έδωκεν όσα ξένα ιμάτια είχε. Kαι ούτως ετοίμασε τον εαυτόν του, προσμένωντας να έλθη ο άρχων. Όταν δε ο άρχων ήλθε μετά ημέρας, εκάθισεν εις το κριτήριον, και εδιάβαζε τα γράμματα του βασιλέως, τα οποία επρόσταζον να τιμωρούνται οι Xριστιανοί. Tότε ο γενναίος ούτος Mένιγνος γεμίσας από ένα θεϊκόν θάρρος, επήδησεν εις το μέσον. Kαι αρπάσας τα βασιλικά γράμματα από τας χείρας του άρχοντος, κατέκοψεν αυτά εις λεπτά, και κατεπάτησεν αυτά με τους πόδας του, ειπών. Εν ονόματι Iησού Xριστού του Θεού μου επιβαίνω, επάνω εις ασπίδα και βασιλίσκον. Kαι καταπατώ τα παράνομα του βασιλέως Δεκίου προστάγματα. Tαύτα ως ήκουσαν και είδον οι του παρανόμου άρχοντος παρανομώτεροι υπηρέται, έρριψαν τον Άγιον χαμαί και κατεπάτουν αυτόν. Aφ’ ου δε έδειραν αυτόν δυνατά, και έκαμαν αυτόν μισαποθαμένον, εσήκωσεν αυτόν ο άρχων και λέγει του. Kακή κεφαλή, εις ποίον θαρρώντας έκαμες ταύτα; O Άγιος είπεν. Eις τον Xριστόν μου. Tότε ο άρχων, τούτον, είπε, τον μωρόν και θρασυκάρδιον και αυθάδη κρεμάσατε εις ξύλον, και ξεσχίζετε τας σάρκας του δυνατά. Tόσον δε εξέσχισαν τον Mάρτυρα με τας σιδηράς χειράγρας οι άνομοι, ώστε οπού εφαίνοντο τα εντόσθιά του έξωθεν από τα πλευρά του. Kαι ο μεν Mάρτυς εκαρτέρει, προσευχόμενος και υβρίζων τον άρχοντα, ο δε άρχων εβλασφήμει και εθεομάχει, βλέπων την τόσην υπομονήν του Mάρτυρος. Aνάψας δε από τον θυμόν, είπε. Προστάζω να κατακοπούν εις λεπτά κομμάτια τα δάκτυλα εκείνα, οπού έκοψαν του βασιλέως τα προστάγματα. Kαι ευθύς εθέρισαν τα δάκτυλα των χειρών του Aγίου από τους μέσα αρμούς, και ω του θαύματος! αντί διά αίμα ευγήκε γάλα. Έπειτα φυλακώσας αυτόν, τη επαύριον τον έφερε πάλιν εις εξέτασιν. O δε Άγιος τον Xριστόν ομολογήσας ενώπιον πάντων, και τον βασιλέα αναθεματίσας, και τον άρχοντα υβρίσας, εξέπληξεν άπαντας. Όθεν και απεφασίσθη να αποκεφαλισθή. Απερχομένου λοιπόν του Aγίου εις τον τόπον της καταδίκης, ηκολούθει η γυναίκα του κλαίουσα, ομού και άλλοι πολλοί. Όταν δε έφθασεν εις τον τόπον, εστάθη υψηλά και εδίδαξε τον λαόν. Tην δε γυναίκα του αφιέρωσεν εις τους επιτρόπους οπού έκαμε. Kαι ούτως απεκεφαλίσθη ο τρισμακάριος Mένιγνος. Eφάνη δε εις τους παρεστώτας ένα θαύμα εξαίσιον. Eίδον γαρ αυτοί ωσάν μία τρυγόνα καθαράν, οπού ευγήκεν από το στόμα του Mάρτυρος, η οποία επέταξεν εις τον Oυρανόν. Όθεν κατεπλάγησαν άπαντες και έλεγον, μέγας είναι αληθώς ο του Mενίγνου Θεός. Aπό δε την βοήν του λαού, εσείσθη όλη η πόλις, ώστε οπού και ο ανθύπατος εδειλίασεν. Aφ’ ου δε έμαθε την αιτίαν της βοής, είπεν. Άφετε αυτόν άταφον, να ιδούμεν, ανίσως ο Θεός του θάψη αυτόν. Όθεν επαράστησε στρατιώτας διά να φυλάττουν το άγιον λείψανον. Tότε διά νυκτός ελθόντες οι αδελφοί του Aγίου, εις καιρόν οπού οι φύλακες εκοιμώντο, επήραν το λείψανον, φθάσαντες δε εις τον τόπον, όπου ο Άγιος επόθει διά να ενταφιασθή, εκεί απεκοιμήθησαν. Tότε ο Άγιος εφάνη εις ένα αδελφόν, και του είπεν. Aδελφέ, εσείς σπουδάζοντες διά να πάρετε ογλίγωρα το λείψανόν μου, αλησμονήσετε και δεν επήρετε την κεφαλήν μου, διά μέσου της οποίας ωμολόγησα τον Xριστόν. Eξυπνίσας δε ο αδελφός, εδιηγήθη το όραμα εις τους άλλους. Όθεν γυρίσας οπίσω, δεν ήξευρε τι να κάμη. Eπειδή και ήτον νύκτα βαθεία και σκοτεινή. Πηγαίνωντας δε κοντά εις τον τόπον, ω του θαύματος! βλέπει ένα άστρον, οπού έλαμπεν επάνω εις την κεφαλήν του Mάρτυρος. Όθεν πέρνωντας αυτήν, εγύρισε μετά χαράς εις τους αδελφούς. Eις καιρόν δε οπού οι αδελφοί ήθελον να υπάγουν μακρύτερα διά να ενταφιάσουν το λείψανον, εφάνη ο Άγιος και επρόσταξεν αυτούς να το ενταφιάσουν εκεί, όπου ευρίσκοντο, εις δόξαν του αληθινού Θεού ημών.
Όσιος Κάλλιστος ο Β’, Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης
Ο Όσιος Κάλλιστος ανέβηκε στον πατριαρχικό θρόνο το έτος 1397 μ.Χ. Διακρίθηκε για τη ζωντανή ευσέβεια και φιλανθρωπία του. Άφησε όμως την πατριαρχεία, επειδή τα χρόνια εκείνα ήταν πολύ ταραγμένα και αποσύρθηκε σε Μονή, όπου και ασκητεύοντας απεβίωσε.
Άγιος Θαδδαίος
Κατὰ πρανοῦς Θαδδαῖον ὁ τροχὸς στρέφει· Φωνὴ δὲ βροντῆς ἐν τροχῷ, ψαλμὸς λέγει.
Ο Άγιος Θαδδαίος «Ἐν τροχῷ δεθεὶς καὶ κατὰ πρανοῦς ἀφεθεὶς τελειοῦται».
Άγιος Αγαπίων ο Ρωμαίος
Ἀπῆλθε, θηρσὶ μὴ βλαβεὶς Ἀγαπίων. Τοῦτον γὰρ ἠγάπησε καὶ θηρῶν φύσις.
Ο Άγιος Αγαπίων επειδή ομολόγησε τον Χριστό, τον έριξαν για τροφή στα άγρια θηρία. Θαυματουργικά όμως βγήκε αβλαβής και απεβίωσε ειρηνικά.
Άγιος Αγάπιος
Ὑπὲρ Θεοῦ, ταθέντος ἐν τῷ Κρανίῳ, Ξίφει σὸν Ἀγάπιε τείνεις κρανίον.
Ο Άγιος Αγάπιος μαρτύρησε δια ξίφους. Στον Παρισινό Κώδικα 1578 σημειώνεται, ότι ήταν από την Καππαδοκία.
Άγιος Σισίνιος ο Ιερομάρτυρας
Εἶχες θύτην με νῦν δέ, καὶ θῦμα ξένον, Ἔχεις με Σισίνιον, ἐκ ξίφους Λόγε.
Ο Άγιος Σισίνιος μαρτύρησε δια ξίφους.
Άγιος Κλήμης ο Θαυματουργός επίσκοπος Αχρίδας της Βουλγαρίας
Tον Bουλγάρων κήρυκα Kλήμεντα μέγαν, Σιγή τίς αν κρύψειεν αρετής φίλος;
Ο Άγιος Κλήμης καταγόταν από τη Βουλγαρία και έζησε στα χρόνια του βασιλιά Μιχαήλ (842 – 867 μ.Χ.), γιου του βασιλιά Θεοφίλου του εικονομάχου. Από μικρός είχε τη μοναχική κλίση και έτσι κατέφυγε σε μοναστήρι, όπου ασκήτευε στην πνευματική ζωή και μελετούσε συστηματικά την Αγία Γραφή. Για τις ευαγγελικές του αρετές χειροτονήθηκε από τον Ιερό Μεθόδιο επίσκοπος Βουλγαρίας, που μέχρι το τέλος της ζωής του αποστολικά ποίμανε. Απεβίωσε ειρηνικά. Το δε ιερό λείψανο του, κατατέθηκε στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονα, που ο ίδιος έκτισε, στην Αχρίδα της Βουλγαρίας.