Εορτολόγιο: Ποιοι γιορτάζουν σήμερα Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2024
Σύμφωνα με το Εορτολόγιο, γιορτάζουν τα ονόματα: Ευανθία, Εύα, Ευάνθης, Ευφρόσυνος, Φρόσυνος, Ίας, Διόδωρος, Διομήδης, Δίδυμος
Δείτε ποιοι γιορτάζουν σήμερα, Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2024.
Σύμφωνα με το Εορτολόγιο, Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου, είναι της Αγίας Ευανθίας μάρτυρος, του Οσίου Ευφροσύνου του μαγείρου, της Αγίας Θεοδώρας η εν Βάστα.
Γιορτάζουν τα ονόματα: Ευανθία, Εύα, Ευάνθης, Ευφρόσυνος, Φρόσυνος, Ίας, Διόδωρος, Διομήδης, Δίδυμος.
Οι Άγιοι:
Άγιοι Δημήτριος, Ευανθία η σύζυγος του και Δημητριανός ο γιός τους
Άγχουσιν οι τρεις αρτολιμώ γεννάδαι, Άρτους τον αιτήσαντα δείξαι τους λίθους.
Και οι τρείς θανατώθηκαν κατά τη διάρκεια σεισμού. Στο Συναξάρι όμως του εκατόνταρχου Κορνηλίου βρίσκουμε για τους μάρτυρες αυτούς τα έξης. Ο Δημήτριος ήταν φιλόσοφος και άρχοντας της πόλης Σκεψέων η Σκήψης της Μικράς Ασίας, και διώκτης των Χριστιανών. Η δε γυναίκα του Ευανθία και ο γιος του Δημητριανός ήταν στον ναό προσευχόμενοι, μαζί με τον Κορνήλιο. Τη στιγμή όμως εκείνη έγινε σεισμός και η Ευανθία με τον Δημητριανό καταπλακώθηκαν στα ερείπια του ναού, φωνάζοντας το όνομα του Κορνηλίου. Το έμαθε αυτό ο Δημήτριος, βρήκε τον Κορνήλιο και τον παρακάλεσε να σώσει την οικογένεια του. Πράγματι ο Κορνήλιος έβγαλε ζωντανούς από τα ερείπια τα δύο μέλη της οικογενείας του Δημητρίου, που είχε σαν αποτέλεσμα τη μεταστροφή στον Χριστό του Δημητρίου, καθώς και όλων των κατοίκων της πόλης εκείνης.
Άγιος Ευφρόσυνος ο μάγειρας
Ἤνεγκε πᾶν δύσοιστον εὐψυχως βάρος, Θείας ὁ Εὐφρόσυνος ἠδονῆς χάριν.
Αγράμματος και αγροίκος χωρικός ο Όσιος Ευφρόσυνος σε ανδρική ηλικία εγκατέλειψε τον κόσμο και εισήλθε σε κοινόβιο, όπου εκάρη μοναχός. Περιφρονημένος από τους συμμοναστές του για την απαιδευσία και την απλοϊκότητά του, εγκολπώθηκε την ταπείνωση του Χριστού και τους υπηρετούσε στην διακονία του μαγειρείου. Και καθώς πάντα ήταν κατακαπνισμένος από την ανθρακιά και τις στάχτες, όλοι τον περιγελούσαν και τον ενέπαιζαν, άλλα και δαρμούς δεχόταν από τους αμελέστερους που έβρισκαν αφορμή την σιωπή και την ανεξικακία του. Αυτός όμως ο μακάριος με γενναιότητα καρδίας υπέμεινε τους εξευτελισμούς και τις ταπεινώσεις και άλλοτε μεν λουσμένος στον ιδρώτα, άλλοτε δε λαχανιασμένος και χαρούμενος, διήνυε εν τω κρυπτώ το στάδιο των αρετών διαφεύγοντας την προσοχή των ανθρώπων. Στο κοινόβιο εκείνο υπήρχε κάποιος ενάρετος ιερεύς, ο οποίος επί τρία χρόνια με νηστείες και προσευχές ικέτευε τον Θεό να του δείξει τα αγαθά, «ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α’ Κορ. 2, 9). Μία νύκτα, ενώ κοιμόταν, αρπάχθηκε ο νους του στον παράδεισο, σε πάντερπνο και μυροβόλο κήπο γεμάτο πολυποίκιλα δένδρα, εύοσμα άνθη και διαυγέστατα τρεχούμενα νερά, που γλώσσα ανθρώπου δεν μπορεί να περιγράψει. Ενώ διαλογιζόταν τίνος άραγε να είναι ο θαυμάσιος εκείνος παράδεισος, βλέπει τον μάγειρα της μονής Ευφρόσυνο στο μέσον του κήπου να απολαμβάνει τα άρρητα αγαθά. Έκπληκτος τον ρώτησε πως βρέθηκε εκεί και αν αυτός ήταν ο τόπος που ετοίμασε ο Θεός για όσους τον αγαπούν. Ο Ευφρόσυνος του είπε: «Εγώ μεν, τίμιε πάτερ, όπως γνωρίζεις, δεν ξεύρω γράμματα – από σας ακούω αυτά που λέγει ο Απόστολος. Επειδή όμως ελάχιστα βιάσαμε τον εαυτό μας, βλέπομε ένα μέρος από αυτά που ο Θεός ετοίμασε για όσους τον αγαπούν διότι άνθρωπος που φορεί σάρκα δεν θα αντέξει να δει περισσότερα». Ο ιερεύς τον ρώτησε αν είχε έλθει και άλλη φορά – ο Ευφρόσυνος του απάντησε: «Με την χάρη του Θεού εδώ μένω πάντοτε και είμαι φύλακας του κήπου». Τότε ο ιερεύς του έδειξε τρία ωραιότατα μεγάλα μήλα και τον ερώτησε αν είχε εξουσία να του τα δώσει. Ο Ευφρόσυνος τα έκοψε αμέσως και του τα έβαλε στο ράσο. Την ώρα εκείνη κτύπησε το σήμαντρο για την ακολουθία του όρθρου. Ο ιερεύς, αναπηδώντας από το κλινάρι του, νόμιζε πως είχε δει όνειρο και εξεπλάγη όταν μέσα στο ράσο του βρήκε τους τρεις παραδείσιους καρπούς. Στον ναό είδε τον Ευφρόσυνο να στέκεται όπως πάντα στο στασίδι του. Πέφτοντας στα πόδια τον εκλιπαρούσε να του πει που βρισκόταν εκείνη την νύκτα. «Εκεί ήμουν, πάτερ», του απάντησε, «όπου με βρήκες». «Και τι μου έδωσες, δούλε του Θεού; πες μου», ρώτησε πάλι ο ιερεύς. «Τρία μήλα ζήτησες και σου τα έδωσα», του αποκρίθηκε με ταπείνωση ο μάγειρας. Ο ιερεύς του έβαλε μετάνοια και πήγε στην θέση του. Μετά την απόλυση έφερε από το κελλί του τα τρία μήλα, τα έδειξε στους αδελφούς και διηγήθηκε όσα συνέβησαν την νύκτα. Εκείνοι θαύμασαν και δόξασαν τον Θεό. Έπειτα τα κατατεμάχισαν και τα έβαλαν σε δίσκο. Όσοι μετέλαβαν από την ευλογία του δεσποτικού κήπου θεραπεύθηκαν από κάθε ασθένεια.
Ο δε μακάριος Ευφρόσυνος, την ώρα που οι μοναχοί άκουγαν προσεκτικά την διήγηση του ιερέως, άνοιξε την πλάγια θύρα της εκκλησίας και, φεύγοντας την ανθρώπινη δόξα, απομακρύνθηκε από την μονή και δεν φάνηκε ποτέ πιά.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α’
Ταπεινώσει καρδίας Πάτερ Εὐφρόσυνε, τῷ μαγειρείῳ προσφέρων διακονίαν τὴν σήν, ἐπληρώθης ἀληθῶς Ἁγίου Πνεύματος· ὅθεν ἐγνώρισεν ἡμῖν, τὴν σὴν δόξαν ὁ Θεός, δι’ ἱερέως ὁσίου· ἧς καὶ ἡμᾶς θεοφόρε, μετόχους δεῖξον ταῖς πρεσβείαις σου.
Αγία Ίας
Ὀσμὴν μύρων ἔπνευσεν ἡ Μάρτυς, Ἴα, Ἐρυθροβαφῶν αἱμάτων ἀτμοπνόων.
Η Αγία Ίας, ενώ ήταν γριά, αιχμαλωτίσθηκε από τους Πέρσες μαζί με 9.000 χριστιανούς, που και βασανίστηκαν ποικιλοτρόπως. Μαζί λοιπόν μ’ αυτούς, στάθηκε και η Αγία μπροστά στους αρχιμάγους του βασιλιά της Περσίας και τιμωρήθηκε με διάφορα βασανιστήρια. Τελικά την αποκεφάλισαν. Η παράδοση λέει ότι όταν την αποκεφάλισαν, η γη εκείνη, που δέχτηκε το άγιο αίμα της, φούσκωσε και υψώθηκε υπερφυσικά. Οι δε δήμιοι, που την βασάνισαν, παράλυσαν και τυφλώθηκαν, και ο αέρας γέμισε από θαυμάσια ευωδία. Η μνήμη της Αγίας Ίας επαναλαμβάνεται στις 4 Αυγούστου.
Αγία Θεοδώρα της Βάστα Πελοποννήσου
Η Αγία Θεοδώρα καταγόταν από την Αγιοτόκο και Ηρωοτόκο Πελοπόννησο γι’ αυτό και από κάποιους ονομάζεται Αγία Θεοδώρα η «Πελοποννήσια». Ως προς την καταγωγή της πιθανότερες περιοχές φαίνεται να είναι η Αρκαδία και η Μεσσηνία. Έζησε κατά τον 9ον αιώνα μ.Χ. (κατά άλλους τον 10ο αιώνα μ.Χ.) δηλαδή στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι γονείς της υπήρξαν άνθρωποι πτωχοί και άσημοι αλλά αγαπούσαν τον Θεό και μετέδωσαν στα παιδιά τους την πίστη στο Χριστό. Από μικρή ηλικία η Θεοδώρα, σε σχέση με τα άλλα της αδέλφια, είχε μία ιδιαίτερη αγάπη και κλίση προς τα θεία. Αγαπούσε τον Θεό σε τέτοιο βαθμό που επιθύμησε να αφιερώσει όλη της την ζωή Σ’ αυτόν. Αποκτούσε μέρα με τη μέρα αυτό που οι Άγιοι Πατέρες ονομάζουν «Ἔρωτα Χριστοῦ». Μεγαλώνοντας αποφασίζει να εγκαταβιώσει σε μοναστήρι και εκεί να καλλιεργήσει τον έρωτά της για τον Χριστό. Το παράδοξο όμως είναι ότι δεν προτίμησε ένα γυναικείο μοναστήρι αλλά ένα ανδρικό! Παρουσιάστηκε στην μονή της «Παναΐτσας», μία μονή που βρίσκεται στα όρια των Νόμων Αρκαδίας – Μεσσηνίας, ως άνδρας με το όνομα «Θεόδωρος». Δεν μπορούμε με σιγουριά να υποστηρίξουμε για πιο λόγο το έκανε αυτό. Πιθανόν ήθελε να εξαφανιστεί εντελώς από τους γνωστούς της. Στην ανδρώα μονή που εγκαταβίωσε δεν άργησε να καταστεί παράδειγμα υπομονής, υπακοής και ταπείνωσης. Οι αρετές αυτές την οδηγούσαν σταδιακά σε μεγάλη πνευματική πρόοδο που αναγνωριζόταν από τον Ηγούμενο και τους συνμοναστές της. Οι Πατέρες της Μονής, θαυμάζοντας την προσωπικότητα και τα χαρίσματα που τον διέκριναν, του εμπιστεύτηκαν τις εξωτερικές εργασίες της Μονής. Πράγματι, στο διακόνημα αυτό βρίσκονται πάντα μοναχοί ή μοναχές με εμπειρία στην πνευματική ζωή. Την ίδια χρονική περίοδο συνέβει στην ευρύτερη περιοχή της Πελοποννήσου φοβερός λιμός, έτσι που ο κόσμος και η Μονή κινδύνευσαν από ασιτία. Όλοι οι Πατέρες έστρεψαν τα βλέμματά τους στον «Θεόδωρο» ως τον μοναδικό που μπορούσε να βοηθήσει σ’ αυτήν την τόσο δύσκολη κατάσταση. Πράγματι, ο «Θεόδωρος» επισκέφτηκε πολλά σπίτια Χριστιανών προκειμένου να τους στηρίξει και αν ήταν δυνατόν να εξοικονομήσει κάτι και για την μοναστική αδελφότητα. Συνέβη όμως κάτι φοβερό! Μία γυναίκα ξεστόμισε εναντίον του μία βαριά κατηγορία. «Ο καλόγερος, είπε, με άφησε έγκυο!». Η είδηση αυτή διαδόθηκε γρήγορα! Μία δεινή συκοφαντία είχε ήδη στηθεί. Οι γονείς της εγκυμονούσας γυναίκας θυμωμένοι ανέβηκαν στο μοναστήρι και βίαια πρόσταξαν τον «Θεόδωρο» να τους ακολουθήσει. Ο «μοναχός» αν και αρνήθηκε την κατηγορία δεν αρνήθηκε να τους ακολουθήσει. Στη συνέχεια τον δίκασαν με συνοπτικές διαδικασίες και τόν έκριναν ένοχο. Έλαβε την εσχάτη των ποινών, «θάνατον δια αποκεφαλισμού». Αν και μπορούσε με την αποκάλυψη του σώματός του να αποδείξει την αθωότητά του, προτίμησε να «σηκώσει» το βάρος της συκοφαντίας! Ως τόπος του μαρτυρίου ορίστηκε το χωριό Βάστα στην περιοχή της Αρκαδίας. Ο δήμιος τον οδήγησε μέχρι εκεί ενώ ο «Θεόδωρος» ακολουθούσε «ὡς ἀμνός ἄφωνος». Μετά από λίγη ώρα η ψυχή της Αγίας Θεοδώρας φτερούγισε προς τον ουρανό, στην ετοιμασμένη θέση των οσιοπαρθενομαρτύρων της Εκκλησίας μας. Ο δήμιος και οι συνεργάτες του, που αποκεφάλισαν την μάρτυρα, διέκριναν το σώμα της γυμνό και μεταμεληθέντες ζήτησαν συγχώρεση από τον Θεό.
Το θαυμαστό γεγονός έγινε γνωστό παντού! Ο Ηγούμενος και οι συμμοναστές θρηνολογώντας έφθασαν στον τόπο του μαρτυρίου και δοξάζοντας τον Θεό ενεταφίασαν το σώμα της στην Ιερά Μονή τους ή κατά την γνώμη άλλων στον ίδιο τόπο του μαρτυρίου της. Λέγεται, ότι πριν τον αποκεφαλισμό της, η Αγία ζήτησε από τον Θεό το σώμα της να γίνει ναός, οι τρίχες της κεφαλής της να γίνουν δένδρα και το αίμα της ποτάμι. Πράγματι, στην στέγη του ιδρυθέντος ναού που βρίσκεται στη Βάστα της Αρκαδίας ανεφύησαν 17 δένδρα, τα οποία παραδόξως στέκονται στην στέγη και ομολογούν ότι «ὅπου ὁ Θεὸς δὲ βούλεται νικᾶται φύσεως τάξις». Λεπτομερή βιογραφία της Αγίας, έγραψε ο Μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως κ. Θεόφιλος.
Οσία Θεοδώρα από την Αλεξάνδρεια
Καὶ σχῆμα καὶ νοῦν ἀρρενοῖ Θεοδώρα, Καὶ τὸν μέγαν νοῦν αἰσχύνει πρὸ τοῦ τέλους. Ἑνδεκάτῃ πύματον Θεοδώρη ὕπνον ἰαύει.
Η Οσία Θεοδώρα καταγόταν από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Έζησε στα χρόνια του βασιλιά Ζήνωνος (474 – 490 μ.Χ.) και ήταν συνεζευγμένη με ευσεβή άνδρα, τον Παφνούτιο. Η ζωή της Θεοδώρας ήταν τίμια, ενάρετη και αφοσιωμένη στον σύζυγο της. Όμως, ο μισόκαλος διάβολος, σε κάποια στιγμή αδυναμίας της Θεοδώρας, την έσπρωξε κρυφά στη μοιχεία. Κανείς δεν την είδε. Κανείς δεν το έμαθε. Μπορούσε, επομένως, να συνεχίσει αρμονικά τη ζωή της με τον σύζυγο της. Όταν, όμως, άκουσε τα λόγια του Ευαγγελίου, με τα όποια ο Κύριος διδάσκει ότι «οὐκ ἐστὶ κρυπτόν, ὃ οὐ φανερὸν γενήσεται» (Λουκά, η’ 17), δεν υπάρχει, δηλαδή, κρυφό, το όποιο δεν θα γίνει φανερό στο μέλλον, σκέφθηκε το βάθος της αμαρτίας της και έκλαψε πικρά. Ντύθηκε έπειτα ανδρικά, πήγε σε μοναστήρι και εκάρη μοναχός με το όνομα Θεόδωρος. Εκεί, μέρα – νύκτα μετανοούσε και έκλαιγε την αμαρτία της. Μετά από δύο χρόνια, συκοφαντήθηκε ότι πόρνευσε με γυναίκα, όταν έφεραν ένα νεογέννητο μωράκι έξω από την πόρτα του μοναστηριού. Τότε η Θεοδώρα πήρε το βρέφος και για επτά ολόκληρα χρόνια, έξω από το μοναστήρι με διάφορες κακουχίες, το ανέθρεψε σαν δικό της. Όταν επανήλθε στο μοναστήρι, το ταλαιπωρημένο σώμα της μετά από λίγο καιρό ξεψύχησε. Τότε οι μοναχοί, όταν διαπίστωσαν το φύλο της, θαύμασαν και όλοι μαζί δόξασαν τον Θεό.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’
Δῶρον ἔνθεον, ἠγιασμένον, Θεῶ ἤνεγκας, τὴν βιοτήν σου, Θεοδώρα Ὁσία πανεύφημε, τῆς μετανοίας τὸ πῦρ γὰρ ἐμφαίνουσα, μέσον ἀνδρῶν φιλοσόφως διέλαμψας, ὅθεν πρέσβευε, ἀπαύστως τῷ σὲ δοξάσαντι, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Άγιοι Διόδωρος, Διομήδης & Δίδυμος οι μάρτυρες
Διόδωρος μάστιξι σὺν τοῖς συνάθλοις, Τὴν σάρκα δόντες, μαστιγοῦσι τὴν πλάνην.
Και οι τρεις αυτοί Άγιοι ήταν από τη Λαοδίκεια της Συρίας. Συνελήφθηκαν από τον εκεί άρχοντα, και επειδή ομολόγησαν με θάρρος ότι είναι χριστιανοί, μαστιγώθηκαν μέχρι θανάτου.
Όσιοι Ηλίας ο Σπηλαιώτης και Αρσένιος
Οι Όσιοι Ηλίας ο Σπηλαιώτης και Αρσένιος έζησαν περί τον 9ο μ.Χ. αιώνα και μόνασαν στην Κάτω Ιταλία αλλά εξαιτίας των αραβικών επιδρομών κατέφυγαν για ένα διάστημα στην Πάτρα.