Σταθεροποιητικές τάσεις στις αποδόσεις των ομολόγων
ΕΚΤ: Ιδιαίτερα υψηλό νούμερο το 7,3% για τον πληθωρισμό
Σταθεροποιητικά κινήθηκαν την Παρασκευή οι αποδόσεις των ομολόγων παρά τη νέα άνοδο που κατέγραψε ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη στο 7,3%.
Ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ Φίλιπ Λέιν δήλωσε ότι η ΕΚΤ «χρειάζεται πίστωση χρόνου», προκειμένου να αξιολογήσει το κατά πόσο θα επηρεάσει το κύμα ακρίβειας που έχει προκύψει στις μισθολογικές διεκδικήσεις.
Παραδέχθηκε, ωστόσο, ότι το 7,3% αποτελεί ένα ιδιαίτερα υψηλό νούμερο για τον πληθωρισμό.
Στην ελληνική αγορά οι θετικές εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για τη βιωσιμότητα του χρέους και τη δυνατότητα της χώρας να συνεχίσει απρόσκοπτα την αναχρηματοδότηση του, συνέβαλαν στο να συγκρατηθούν οι πιέσεις.
Πιο συγκεκριμένα, το ΔΝΤ στο πλαίσιο της δημοσιοποίησης της Έκθεσης του Άρθρου ΙV, υποστηρίζει ότι το δημόσιο χρέος αναμένεται να μειωθεί και οι κίνδυνοι αναχρηματοδότησης (rollover) φαίνονται διαχειρίσιμοι μεσοπρόθεσμα.
Ο λόγος Χρέους προς ΑΕΠ αναμένεται να πέσει κάτω από τα προ πανδημίας επίπεδα έως το 2023, αντανακλώντας την ισχυρή ανάπτυξη, τη δημοσιονομική προσαρμογή και τον υψηλότερο πληθωρισμό.
Όπως επισημαίνεται πολύ μεγάλο ποσοστό του χρέους είναι σε σταθερό επιτόκιο και μακράς διάρκειας.
Αν και ο συνολικός κίνδυνος από το δημόσιο χρέος είναι μέτριος, παραμένει σημαντική αβεβαιότητα σχετικά με την ικανότητα της Ελλάδας να διατηρήσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και με τη μελλοντική πορεία των επιτοκίων μόλις η Ελλάδα αρχίσει να αντικαθιστά την επίσημη χρηματοδότηση με χρηματοδότηση από την αγορά.
Παρά το μεγάλο απόθεμα μετρητών τής κυβέρνησης και την ενεργητική διαχείριση των υποχρεώσεων, η ικανότητα της Ελλάδας να εξυπηρετήσει το χρέος της υπό ένα σοβαρό σοκ εξαρτάται από τη συνεχιζόμενη υποστήριξη από την Ευρώπη.
Στην εγχώρια αγορά ομολόγων και πιο συγκεκριμένα στο ΗΔΑΤ, καταγράφηκαν συναλλαγές 64 εκατ. ευρώ εκ των οποίων τα 34 εκατ. ευρώ αφορούσαν σε εντολές αγοράς.
Η απόδοση του 10ετούς ομολόγου υποχώρησε στο 2,65% από 2,71%, έναντι 0,60% του αντίστοιχου γερμανικού τίτλου, με αποτέλεσμα το περιθώριο να διαμορφωθεί στο 2,05% από 2,20% που έκλεισε την Πέμπτη.