Εορτολόγιο: Ποιοι γιορτάζουν σήμερα Κυριακή 21 Απριλίου 2024
Σύμφωνα με το Εορτολόγιο, γιορτάζουν τα ονόματα: Αλεξάνδρα, Αλεξία, Ιανουάριος, Ιανός, Ιανή, Ισαάκιος, Κοδράτος, Απολλώς, Ακούτιος, Φαίστος, Φαύστος, Φαύστα, Φαιστή, Φαιστίνα
Δείτε ποιοι γιορτάζουν σήμερα, Κυριακή 21 Απριλίου 2024.
Σύμφωνα με το Εορτολόγιο, Κυριακή 21 Απριλίου, είναι η Ε΄ Κυριακή των Νηστειών, της Αγίας Αλεξάνδρας βασιλίσσης, των Αγίων Ιανουαρίου και Φαύστου, της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας.
Γιορτάζουν τα ονόματα: Αλεξάνδρα, Αλεξία, Αλέξω, Αλέκα, Σάντρα, Σάσα, Ιανουάριος, Ιανός, Ιανή, Ισαάκιος, Κοδράτος, Απολλώς, Ακούτιος, Φαίστος, Φαύστος, Φαύστα, Φαιστή, Φαιστίνα.
Οι Άγιοι:
Αγία Αλεξάνδρα η βασίλισσα και οι ακόλουθοι της Απολλώς, Ισαάκιος και Κοδράτος
Eις την Aλεξάνδραν. ᾜδει μενούσης πρόξενον λαμπηδόνος, Τὴν ἐν ζόφῳ κάθειρξιν ἡ Ἀλεξάνδρα.
Eις τον Aπολλώ και Iσαάκιον. Λιμαγχόνην οἴσαντες Ἀθληταὶ δύο, Ψυχοκτόνων φεύγουσι δαιμοναγχόνην.
Eις τον Kοδράτον. Ζωμοὺς χύτρας σῆς, τοὺς ἱδρῶτας Κορδᾶτε, Ἅλατι τμηθεὶς αἱμάτων παραρτύεις.
Η Αγία Αλεξάνδρα ήταν σύζυγος του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (284 – 305 μ.Χ.). Εντελώς διαφορετική από εκείνον, που ήταν τραχύς στα αισθήματα και φίλος της βίας και του αίματος, διακρινόταν για την ήρεμη ψυχική της διάθεση, την ευσπλαχνία και την φιλάνθρωπη ζωή της. Και η Χάρη του Κυρίου αύξανε μέσα της τον φωτισμό. Και το θείο έλεος την καταξίωσε κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου να αισθανθεί μέσα της την πνοή και την ορμή της πίστεως στον Χριστό. Τότε, αφού στράφηκε προς τον αυτοκράτορα, τον παρακάλεσε να διατάξει την παύση των μαρτυρικών βασανιστηρίων. Εκείνος υπέθεσε ότι η αυτοκράτειρα, ασυνήθιστη σε τέτοιου είδους θεάματα, κατελήφθη από οίκτο ασυνείδητο και απερίσκεπτο. Της είπε λοιπόν να αποσυρθεί. Αλλά έλαβε μεγαλόφωνη την απάντηση ότι μια τέτοιου είδους σκηνή είναι απάνθρωπη και ανάξια του στέμματος. Και όταν ο αυτοκράτορας καθύβρισε το Όνομα του Χριστού, εκείνη με ανδρεία φωνή διακήρυξε ότι καταγγέλλει ενώπιον του αληθινού Θεού τους διώκτες των Χριστιανών και ομολογεί και αυτή την πίστη της στον Ιησού Χριστού. Ο αυτοκράτορας θέλησε να ερμηνεύσει τη δήλωση της ως διανοητική διατάραξη. Αλλά εκείνη διαμαρτυρήθηκε και επανέλαβε την ομολογία της. Ο Διοκλητιανός τότε εξεμάνη. Ενώ αυτός ζητούσε να εξοντώσει τους Χριστιανούς, η κατάκτησή τους εισήλθε και στα ανάκτορα και η ίδια η βασίλισσα προέβαλε φανερά την ίδια πίστη και ήταν συνήγορός τους. Διέταξε λοιπόν την απαγωγή και την φυλάκισή της. Στη φυλακή η Αγία πέρασε τη νύχτα με προσευχή για τον εαυτό της και παρακαλώντας τον Κύριο για την Εκκλησία Του, η οποία τόσο σφοδρά κλυδωνιζόταν. Για την ζωή της δεν ενδιαφέρθηκε καθόλου. Επιθυμούσε μάλιστα να λάβει μαρτυρικό θάνατο, αλλά δίσταζε. Γνώριζε ότι για τον σύζυγό της δεν υπήρχε έλεος ενώπιον του Θεού που ήταν δίκαιος κριτής, δεν ήθελε όμως να επιβαρυνθεί η ενοχή του για το έγκλημα με το δικό της φόνο, και δεήθηκε προς τον Ύψιστο να παραλάβει την ψυχή της από την φυλακή εκείνη και να φανεί ευσπλαχνικός προς αυτή, για το ότι επί τόσο καιρό εκείνη παρακολουθούσε απαθής τους διωγμούς των Χριστιανών κοντά στο πλευρό του διώκτη αυτών. Η δέησή της εισακούσθηκε. Δυο μέρες πριν από τη θανάτωση του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, το 303 μ.Χ., παρέδιδε την τελευταία της πνοή στη φυλακή.
Το παράδειγμα της βασίλισσας ακολούθησαν και τρεις από τους ακολούθους της, ο Απολλώ, ο Ισαάκιος και ο Κοδράτος. Τίμιοι και ενάρετοι υπηρέτες, αφοσιωμένοι από καρδιά στην αυτοκράτειρά τους, της οποίας γνώριζαν την αγαθότητα, σκέφθηκαν ότι η απόφασή της και η πίστη της στον Χριστό έπρεπε να τους κάνει να εξετάσουν και αυτοί χωρίς προκατάληψη την πίστη στον αληθινό Θεό και να κανονίσουν αναλόγως τη διαγωγή τους στο μέλλον. Πήγαν λοιπόν σε ένα Χριστιανό ιερέα, τον άκουσαν και αποχώρησαν από το σπίτι του ένθερμοι πιστοί, φωτισμένοι από τη Χάρη του παρακλήτου, με την απόφαση να ακολουθήσουν το παράδειγμα της βασίλισσάς τους. Και κάποια μέρα ομολόγησαν και αυτοί την πίστη τους. Ο Διοκλητιανός διέταξε την θανάτωσή τους. Και τον μεν Κοδράτο τον αποκεφάλισαν, τους δε Απολλώ και Ισαάκιο τους υπέβαλαν στο θάνατο δια της πείνας και της δίψας. Το βασανιστήριο αυτό υπήρξε οδυνηρότατο. Αλλά το αντιμετώπισαν με ανδρεία, παρηγορούμενοι από την ελπίδα ότι επρόκειτο να συναντηθούν στα σκηνώματα της δικαιοσύνης και της μακαριότητας μαζί με την Αγία βασίλισσα. Η ελπίδα τους ικανοποιήθηκε. Η Εκκλησία τιμώντας τη μνήμη τους συνεορτάζει μαζί της την ίδια ημέρα.
Άγιοι Ιερομάρτυρες Ιανουάριος επίσκοπος, Πρόκουλος, Σώσσος και Φαίστος και οι διάκονοι Δισιδέριος αναγνώστης, Ακούτιος και Ευτύχιος
Εις τον Ιαννουάριον
Τον Ιαννουάριον άνδρα γεννάδαν, Απρίλλιος μην είδεν εκτετμημένον.
Εις τον Πρόκουλον, Σώσσον και Φαίστον
Συν τω Προκούλω, Σώσσον αλλά και Φαίστον, Προ κουλεού κύψαντας έκτεινε ξίφος.
Εις τον Δισιδέριον
Δισιδέριος την δέριν δους τω ξίφει, Τομήν υπέστη και παρέστη Κυρίω.
Εις τον Ακούτιον και Ευτύχιον
Φωνής ακουτίσθητι Ακουτίου, Λέγοντος Ευτύχιε συντμήθητί μοι. Ιαννουαρίοιο κάρην τάμον εικάδι πρώτη.
Ούτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού και Τιμοθέου άρχοντος της εν Ιταλία Καμπανίας εν έτει σϞη’ [298], οι οποίοι εις πικράς και διαφόρους τιμωρίας καταδικασθέντες, ετελείωσαν τον δρόμον του μαρτυρίου. Ο δε Αρχιερεύς Ιαννουάριος εβάλθη μέσα εις κάμινον, και επειδή εφυλάχθη από αυτήν αβλαβής χάριτι Χριστού, δια τούτο έκοψαν τα νεύρα του, και έτζι ετελείωσε τον δρόμον της αθλήσεως. Αφ’ ου δε επέρασαν χρόνοι, μία γυναίκα ονόματι Μαξιμίνα, χήρα ούσα και μονογενή υιόν έχουσα, υστερήθη αυτόν, επειδή και ο θάνατος της τον άρπασεν. Όθεν έκλαιε και εθρήνει απαρηγόρητα την τούτου υστέρησιν, ελθούσα δε ολίγον εις τον εαυτόν της, βλέπει άνωθεν εις την πόρταν του Ναού ένα πανίον, εις το οποίον ήτον ζωγραφημένη η εικών του Αγίου Ιαννουαρίου. Όθεν ενθυμηθείσα εκείνο, οπού παλαιά έκαμεν ο Προφήτης Ελισσαίος, όταν ανέστησε τον υιόν της Σωμανίτιδος, τούτο το όμοιον εποίησε και αυτή θεόθεν κινηθείσα. Διότι σχηματίσασα τον υιόν της επιτήδεια, εσχημάτισε παρομοίως και την εικόνα του Αγίου Ιαννουαρίου, και εις μεν τους οφθαλμούς του υιού της, έβαλε τους οφθαλμούς της εικόνος, εις δε το στόμα εκείνου, έβαλε το στόμα της εικόνος, ομοίως και εις τα άλλα μέλη του υιού, εσυνάρμοσεν επιτήδεια τα μέλη της εικόνος. Έπειτα με θρήνους και δάκρυα παρεκάλει τον Άγιον λέγουσα. Δούλε του Θεού, ελέησόν με, και παρηγόρησον την θλίψιν μου, και ανάστησον τον υιόν μου, ότι αυτόν μόνον έχω μονάκριβον. Ο δε Άγιος συμπονέσας την συμφοράν της, επαράστησε ζωντανόν τον υιόν της. Τούτο το παράδοξον βλέποντες όλοι εκείνοι, οπού εσυνάχθησαν δια να ενταφιάσουν τον νέον, έμειναν εκστατικοί, δοξάζοντες και ευλογούντες τον Κύριον.
Όσιος Πατήρ ημών Αναστάσιος ο Σιναΐτης
Αναστάσιος εν Σινά Μωσής νέος, Και πριν τελευτής τον Θεόν βλέπειν έχει.
Ούτος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Αναστάσιος, παραιτήσας κόσμον, και τα εν κόσμω, και τον σταυρόν αυτού αναλαβών, κατά την εντολήν του Κυρίου, εκουρεύθη και έγινε Μοναχός, και προθύμως ηκολούθησε τω Χριστώ. Επειδή δε έγινεν εραστής των μεγαλιτέρων αγώνων της αρετής, δια τούτο επήγεν εις τα Ιεροσόλυμα, και αφ’ ου επροσκύνησε τους Αγίους και σεβασμίους τόπους, επήγεν εις το Σίναιον όρος. Εκεί δε ευρίσκωντας Μοναχούς, οι οποίοι εμεταχειρίζοντο την ασκητικήν πολιτείαν, έμεινε μαζί με εκείνους, υποτασσόμενος εις αυτούς, και υπηρετών. Όθεν επειδή έγινε πολλά ταπεινόφρων, δια τούτο έλαβε παρά Θεού χαρίσματα γνώσεως και σοφίας πολλής, δια της οποίας συνέγραψε Βίους Αγίων Πατέρων, και εσύνθεσε λόγους ψυχωφελείς. Φθάσας δε εις βαθύτατον γήρας, προς Κύριον εξεδήμησεν
Ε΄ Κυριακή των Νηστειών – Οσία Μαρία η Αιγυπτία
Ἀπῆρε πνεῦμα, σάρξ ἀπερρύη πάλαι. Τὸν ὅστινον γῆ κρύπτε νεκρὸν Μαρίας. Πρώτῃ Ἀπριλίου Μαρίη θάνεν εὖχος ἐρήμου.
Τον βίο της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας συνέγραψε ο Άγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ιεροσολύμων (τιμάται 11 Μαρτίου), ο οποίος συνέγραψε διάφορα ασκητικά και υμνογραφικά κείμενα που διαποτίζονται από το πνεύμα της Ορθοδόξου θεολογίας και της ασκητικής παραδόσεως. Η Οσία Μαρία γεννήθηκε στην Αίγυπτο και έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527 – 565 μ.Χ.). Από τα δώδεκα χρόνια της πέρασε στην Αίγυπτο μια ζωή ασωτίας, αφού από την μικρή αυτή ηλικία διέφθειρε την παρθενία της και είχε ασυγκράτητο και αχόρταγο το πάθος της σαρκικής μείξεως. Ζώντας αυτήν την ζωή δεν εισέπραττε χρήματα, αλλά απλώς ικανοποιούσε το πάθος της. Η ίδια ξαγορεύθηκε στον Αββά Ζωσιμά ότι διετέλεσε: «δημόσιον προκείμενη τῆς ἀσωτίας ὑπέκκαυμα, οὐ δόσεως τινός, μὰ τὴν ἀλήθειαν, ἕνεκεν», κάνοντας δηλαδή το έργο της δωρεάν, «ἐκτελοῦσα τὸ ἐν ἐμοὶ καταθύμιον». Και όπως του απεκάλυψε, είχε ακόρεστη επιθυμία και ακατάσχετο έρωτα να κυλιέται στο βόρβορο που ήταν η ζωή της και σκεπτόταν έτσι ντροπιάζοντας την ανθρώπινη φύση. Λόγω της άσωτης ζωής και της σαρκικής επιθυμίας που είχε, κάποια φορά ακολούθησε τους προσκυνητές που πήγαιναν στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσουν τον Τίμιο Σταυρό. Και αυτό το έκανε, όχι για να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό, αλλά για να έχει πολλούς εραστές που θα ήταν έτοιμοι να ικανοποιήσουν το πάθος της. Περιγράφει δε και η ίδια ρεαλιστικά και τον τρόπο που επιβιβάστηκε στο πλοιάριο. Και, όπως η ίδια αποκάλυψε, κατά την διάρκεια του ταξιδιού της δεν υπήρχε είδος ασέλγειας από όσα λέγονται και δεν λέγονται, του οποίου δεν έγινε διδάσκαλος σε εκείνους τους ταλαίπωρους ταξιδιώτες. Και η ίδια εξέφρασε την απορία της για το πώς η θάλασσα υπέφερε τις ασωτίες της και γιατί η γη δεν άνοιξε το στόμα της και δεν την κατέβασε στον άδη, επειδή είχε παγιδεύσει τόσες ψυχές. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού αυτού δεν αρκέστηκε στο ότι διέφθειρε τους νέους, αλλά διέφθειρε και πολλούς άλλους από τους κατοίκους της πόλεως και τους ξένους επισκέπτες. Και στα Ιεροσόλυμα που πήγε κατά την εορτή του Τιμίου Σταυρού, περιφερόταν στους δρόμους «ψυχᾶς νέων ἀγρεύουσα». Αισθάνθηκε όμως, βαθιά μετάνοια από ένα θαυματουργικό γεγονός. Ενώ εισερχόταν στο ναό για να προσκυνήσει το Ξύλο του Τιμίου Σταυρού, κάποια δύναμη την εμπόδισε να προχωρήσει. Στην συνέχεια στάθηκε μπροστά σε μία εικόνα της Παναγίας, έδειξε μεγάλη μετάνοια και ζήτησε την καθοδήγηση και βοήθεια της Παναγίας. Με την βοήθεια της Θεοτόκου εισήλθε ανεμπόδιστα αυτή την φορά στον ιερό ναό και προσκύνησε τον Τίμιο Σταυρό. Στην συνέχεια, αφού ευχαρίστησε την Παναγία, άκουσε φωνή που την προέτρεπε να πορευθεί στην έρημο, πέραν του Ιορδάνου. Αμέσως ζήτησε την συνδρομή και την προστασία της Θεοτόκου και ήρε τον δρόμο της προς την έρημο, αφού προηγουμένως πέρασε από την ιερά μονή του Βαπτιστού στον Ιορδάνη ποταμό και κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. Στην έρημο έζησε σαράντα επτά χρόνια, χωρίς ποτέ να συναντήσει άνθρωπο. Κατά τα πρώτα δεκαεπτά χρόνια στην έρημο, πάλεψε πολύ σκληρά για να νικήσει τους λογισμούς και τις επιθυμίες της, ουσιαστικά για να νικήσει τον διάβολο που την πολεμούσε με τις αναμνήσεις της προηγούμενης ζωής. Η Οσία ζούσε δεκαεπτά χρόνια στην έρημο «θηρσὶν ἀνημέροις ταὶς ἀλόγοις ἐπιθυμίαις πυκτεύουσα». Είχε πολλές επιθυμίες φαγητών, ποτών και «πορνικῶν ᾀσμάτων» και πολλούς λογισμούς που την ωθούσαν προς την πορνεία. Όμως, όταν ερχόταν κάποιος λογισμός μέσα της, έπεφτε στην γη, την έβρεχε με δάκρυα και δεν σηκωνόταν από τη γη «ἕως ὅτου τὸ φῶς ἐκεῖνο τὸ γλυκὺ περιέλαμψεν καὶ τοὺς λογισμοὺς τοὺς ἐνοχλοῦντας μοὶ ἐδίωξεν». Συνεχώς προσευχόταν στην Παναγία, την οποία είχε εγγυήτρια της ζωής της μετανοίας που έκανε. Το ιμάτιό της σχίσθηκε και καταστράφηκε και έκτοτε παρέμεινε γυμνή. Καιγόταν από τον καύσωνα και έτρεμε από τον παγετό και «ὡς πολλάκις μὲ χαμαὶ πεσοῦσαν ἄπνουν μείναι σχεδὸν καὶ ἀκίνητον». Ύστερα από σκληρό αγώνα, με τη Χάρη του Θεού και την συνεχή προστασία της Παναγίας, ελευθερώθηκε από τους λογισμούς και τις επιθυμίες, οπότε μεταμορφώθηκε το λογιστικό και παθητικό μέρος της ψυχής
της, καθώς επίσης εθεώθηκε και το σώμα της. Λόγω της μεγάλης πνευματικής της καταστάσεως στην οποία έφθασε η Οσία Μαρία, έλαβε από τον Θεό το διορατικό χάρισμα. Ήταν γυμνή αλλά το σώμα της υπερέβη τις ανάγκες της φύσεως. Λέγει η ίδια: «Γυνὴ γὰρ εἰμί, καὶ γυμνή, καθάπερ ὁρᾷς, καὶ τὴν αἰσχύνην τοῦ σώματός μου ἀπερικάλυπτον ἔχουσα». Το σώμα τρεφόταν με τη Χάρη του Θεού: «Τρέφομαι γὰρ καὶ σκέπτομαι τῷ ρήματι τοῦ Θεοῦ διακρατοῦντος τὰ σύμπαντα». Στη περίπτωσή της, όπως και σε άλλες περιπτώσεις Αγίων, παρατηρούμε ότι αναστέλλονται οι ενέργειες του σώματος. Αυτή η αναστολή των σωματικών ενεργειών οφειλόταν στο ότι η ψυχή της δεχόταν την ενέργεια του Τριαδικού Θεού και αυτή η θεία ενέργεια διαπορθμευόταν και στο σώμα της: «Ἀρκεὶν εἰποῦσα τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος, ὥστε συντηρεὶν τὴν οὐσίαν τῆς ψυχῆς ἀμίαντον». Εκείνη την περίοδο ασκήτευε σε ένα μοναστήρι ο Ιερομόναχος Αββάς Ζωσιμάς (τιμάται 4 Απριλίου), που ήταν κεκοσμημένος με αγιότητα βίου. Έβλεπε θεία οράματα, καθώς του είχε δοθεί το χάρισμα των θείων ελλάμψεων, λόγω του ότι ζούσε μέχρι τα πενήντα τρία του χρόνια με μεγάλη άσκηση και ήταν φημισμένος στην περιοχή του. Τότε, όμως, εισήλθε μέσα του ένας λογισμός κάποιας πνευματικής υπεροψίας, για το αν δηλαδή υπήρχε άλλος μοναχός που θα μπορούσε να τον ωφελήσει ή να του διδάξει κάποιο καινούργιο είδος ασκήσεως. Ο Θεός, για να τον διδάξει και να τον διορθώσει, του αποκάλυψε ότι κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να φθάσει στην τελειότητα. Και στην συνέχεια του υπέδειξε να πορευθεί σε ένα μοναστήρι που βρισκόταν κοντά στον Ιορδάνη ποταμό. Ο Αββάς Ζωσιμάς υπάκουσε στην φωνή του Θεού και πήγε στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, που του υποδείχθηκε. Εκεί συνάντησε τον ηγούμενο και τους μοναχούς, και διέκρινε ότι ακτινοβολούσαν τη Χάρη και την αγάπη του Θεού, ζώντας έντονη μοναχική ζωή με ακτημοσύνη, με μεγάλη άσκηση και αδιάλειπτη προσευχή. Στο μοναστήρι αυτό υπήρχε ένας κανόνας. Σύμφωνα με αυτόν, την Κυριακή της Τυρινής προ της ενάρξεως της Μεγάλης Σαρακοστής, αφού οι μοναχοί κοινωνούσαν των Αχράντων Μυστηρίων, προσεύχονταν και ασπάζονταν μεταξύ τους, και έπειτα ελάμβαναν ο καθένας τους μερικές τροφές και έφευγαν στην έρημο πέραν του Ιορδάνου, για να αγωνισθούν κατά την περίοδο της Τεσσαρακοστής τον αγώνα της ασκήσεως. Επέστρεφαν δε στο μοναστήρι την Κυριακή των Βαΐων, για να εορτάσουν τα Πάθη, τον Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού. Είχαν ως κανόνα να μην συναντά κανείς τον άλλο αδελφό στην έρημο και να μην τον ερωτά, όταν επέστρεφαν, για το είδος της ασκήσεως που έκανε την περίοδο αυτή. Αυτόν τον κανόνα εφάρμοσε και ο Αββάς Ζωσιμάς. Αφού έλαβε ελάχιστες τροφές, βγήκε από το μοναστήρι και πορεύθηκε στην έρημο, έχοντας την επιθυμία να εισέλθει όσο μπορούσε πιο βαθειά σε αυτή, με την ελπίδα μήπως συναντήσει κάποιον ασκητή που θα τον βοηθούσε να φθάσει σε αυτό που ποθούσε. Πορευόταν προσευχόμενος και τρώγοντας ελάχιστα. Κοιμόταν δε όπου ευρισκόταν. Είχε περπατήσει μία πορεία είκοσι ημερών όταν, κάποια στιγμή που κάθισε να ξεκουραστεί και έψελνε, είδε στο βάθος μια σκιά που έμοιαζε με ανθρώπινο σώμα. Στην αρχή θεώρησε ότι ήταν δαιμονικό φάντασμα, αλλά έπειτα διαπίστωσε ότι ήταν άνθρωπος. Αυτό το ον που έβλεπε ήταν γυμνό, είχε μαύρο σώμα – το σώμα αυτό προερχόταν από τις ηλιακές ακτίνες – και είχε στο κεφάλι του λίγες άσπρες τρίχες, που δεν έφθαναν πιο κάτω από τον λαιμό. Ο Αββάς Ζωσιμάς έβλεπε την Οσία Μαρία, την ώρα που προσευχόταν. Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία ασκούσε την αδιάλειπτη προσευχή και μάλιστα ο Αββάς Ζωσιμάς την είδε όταν εκείνη ύψωσε τα μάτια της στον ουρανό και άπλωσε τα χέρια της και «ἤρξατο εὔχεσθαι ὑποψιθυρίσουσα, φωνὴ δὲ αὐτῆς οὐκ ἠκούετο ἔναρθρος». Και σε κάποια στιγμή, ενώ εκείνος καθόταν σύντρομος, «ὁρᾷ αὐτὴν ὑψωθείσαν ὡς ἕνα πῆχυν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τῷ ἀέρι κρεμαμένην καὶ οὕτω προσεύχεσθαι». Ο Αββάς Ζωσιμάς προσπάθησε να πλησιάσει, για να διαπιστώσει τι ήταν αυτό που έβλεπε, αλλά το ανθρώπινο εκείνο ον απομακρυνόταν. Έτρεχε ο Αββάς Ζωσιμάς, έτρεχε και εκείνο. Και ο Αββάς κραύγαζε με δάκρυα προς αυτό ώστε να σταματήσει, για να λάβει την ευλογία του. Εκείνο όμως δεν ανταποκρινόταν. Μόλις έφθασε ο Αββάς σε κάποιο χείμαρρο και απόκαμε, εκείνο το ανθρώπινο ον αφού τον αποκάλεσε με το μικρό του όνομα, πράγμα που προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στον Αββά, του είπε ότι δεν μπορεί να γυρίσει και να τον δει κατά πρόσωπο, γιατί είναι γυναίκα γυμνή και έχει ακάλυπτα τα μέλη του σώματός της. Τον παρακάλεσε, αν θέλει, να της δώσει την ευχή του και να της ρίξει ένα κουρέλι από τα ρούχα του, για να καλύψει το γυμνό σώμα της. Ο Αββάς έκανε ότι του είπε και τότε εκείνη στράφηκε προς αυτόν. Ο Αββάς αμέσως γονάτισε για να λάβει την ευχή της, ενώ το ίδιο έκανε και εκείνη. Και παρέμειναν και οι δύο γονατιστοί «ἕκαστος ἐξαιτῶν εὐλογῆσαι τὸν ἕτερον». Επειδή ο Αββάς αναρωτιόταν μήπως έβλεπε μπροστά του κάποιο άυλο πνεύμα, εκείνη διακρίνοντας τους λογισμούς του, του είπε ότι είναι αμαρτωλή, που έχει περιτειχισθεί από το άγιο
Βάπτισμα και είναι χώμα και στάχτη και όχι άυλο πνεύμα. Η Οσία Μαρία κατά την συνάντηση αυτή, αφού αποκάλυψε όλη την ζωή της, ζήτησε από τον Αββά Ζωσιμά να έλθει κατά την Μεγάλη Πέμπτη της επόμενης χρονιάς, σε έναν ορισμένο τόπο στην όχθη του Ιορδάνη ποταμού, κοντά σε μια κατοικημένη περιοχή, για να την κοινωνήσει, ύστερα από πολλά χρόνια μεγάλης μετάνοιας που μεταμόρφωσε την ύπαρξή της. «Καὶ νῦν ἐκείνου ἐφίεμαι ἀκατασχέτω τῷ ἔρωτι», του είπε, δηλαδή είχε ακατάσχετο έρωτα να κοινωνήσει του Σώματος και του Αίματος του Χριστού. Ο Αββάς Ζωσιμάς επέστρεψε στο μοναστήρι χωρίς να πει σε κανένα τι ακριβώς συνάντησε, σύμφωνα άλλωστε και με τον κανόνα που υπήρχε σε εκείνη την ιερά μονή. Όμως, συνεχώς παρακαλούσε τον Θεό να τον αξιώσει να δει και πάλι «τὸ ποθούμενον πρόσωπον» την επόμενη χρονιά και μάλιστα ήταν στεναχωρημένος γιατί δεν περνούσε ο χρόνος, καθώς ήθελε όλος αυτός ο χρόνος να ήταν μία ημέρα. Το επόμενο έτος ο Αββάς Ζωσιμάς από κάποια αρρώστια δεν μπόρεσε να βγει από το μοναστήρι στην έρημο, όπως έκαναν οι άλλοι πατέρες στην αρχή της Σαρακοστής και έτσι παρέμεινε στο μοναστήρι. Και την Κυριακή των Βαΐων, όταν είχαν επιστρέψει οι άλλοι πατέρες της Μονής, εκείνος ετοιμάσθηκε να πορευθεί στον τόπο που του είχε υποδείξει η Οσία, για να την κοινωνήσει. Την Μεγάλη Πέμπτη πήρε μαζί του σε ένα μικρό ποτήρι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, πήρε μερικά σύκα και χουρμάδες και λίγη βρεγμένη φακή και βγήκε από το μοναστήρι για να συναντήσει την Οσία Μαρία. Επειδή όμως εκείνη αργοπορούσε να έλθει στον καθορισμένο τόπο, ο Αββάς προσευχόταν στον Θεό με δάκρυα να μην του στερήσει λόγω των αμαρτιών του την ευκαιρία να τη δει εκ νέου. Μετά την θερμή προσευχή την είδε από την άλλη πλευρά του Ιορδάνη ποταμού, να κάνει το σημείο του Σταυρού, να πατά πάνω στο νερό του ποταμού «περιπατοῦσαν ἐπὶ τῶν ὑδάτων ἐπάνω καὶ πρὸς ἐκεῖνον βαδίζουσαν». Στην συνέχεια η Οσία τον παρακάλεσε να πει το Σύμβολο της Πίστεως και το «Πάτερ ἠμῶν». Ακολούθως ασπάσθηκε τον Αββά Ζωσιμά και κοινώνησε των ζωοποιών Μυστηρίων. Έπειτα ύψωσε τα χέρια της στον ουρανό, αναστέναξε με δάκρυα και είπε: «Νῦν ἀπολύεις τὴν δούλη σου, ὢ Δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου». Στην συνέχεια, αφού τον παρακάλεσε να έλθει και το επόμενο έτος στο χείμαρρο που την είχε συναντήσει την πρώτη φορά, ζήτησε την προσευχή του. Ο Αββάς άγγιξε τα πόδια της Οσίας, ζήτησε και αυτός την προσευχή της και την άφησε να φύγει «στένων καὶ ὀδυρόμενος», διότι τολμούσε «κρατῆσαι τὴν ἀκράτητον». Εκείνη έφυγε κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ήλθε, πατώντας δηλαδή πάνω στα νερά του Ιορδάνη ποταμού. Το επόμενο έτος, σύμφωνα και με την παράκληση της Οσίας, ο Αββάς βιαζόταν να φθάσει «πρὸς ἐκεῖνο τὸ παράδοξο θέαμα». Αφού βάδισε πολλές ημέρες και έφθασε στον τόπο εκείνο, έψαχνε «ὡς θηρευτὴς ἐμπειρότατος» να δει «τὸ γλυκύτατο θήραμα», την Οσία του Θεού. Όμως δεν την έβλεπε πουθενά. Τότε άρχισε να προσεύχεται στον Θεό κατανυκτικά: «Δεῖξον μοί, Δέσποτα, τὸν θησαυρόν σου τὸν ἄσυλον, ὃν ἐν τῆδε τὴ ἐρήμω κατέκρυψας, δεῖξον μοί, δέομαι, τὸν ἐν σώματι ἄγγελον, οὐ οὐκ ἔστιν ὁ κόσμος ἀπάξιος». Για τον Αββά Ζωσιμά η Οσία Μαρία ήταν άθικτος θησαυρός, άγγελος μέσα σε σώμα, που ο κόσμος δεν ήταν άξιος να τον έχει. Και προσευχόμενος με τα λόγια αυτά είδε «κεκειμένην τὴν Ὁσίαν νεκράν, καὶ τᾶς χεῖρας οὕτως ὥσπερ ἔδει τυπώσασαν καὶ πρὸς ἀνατολᾶς ὄρασαν κειμένην τὸ σχήματι». Βρήκε δε και δική της γραφή που έλεγε: «Θάψον, ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ἐν τούτῳ τὸ τόπω τῆς ταπεινῆς Μαρίας τὸ λείψανον, ἀποδὸς τὸν χοῦν τῷ χοΐ, ὑπὲρ ἐμοῦ διὰ παντὸς πρὸς τὸν Κύριον προσευχόμενος, τελειωθείσης, μηνὶ Φαρμουθὶ (κατ’ Αἰγυπτίους, ὅπως ἐστὶ κατὰ Ρωμαίους Ἀπρίλιος), ἐν αὐτῇ δὲ τὴ νυκτὶ τοῦ πάθους τοῦ σωτηρίου, μετὰ τὴν τοῦ θείου καὶ μυστικοῦ δείπνου μετάληψιν». Την βρήκε δηλαδή νεκρή, κείμενη στην γη, με τα χέρια σταυρωμένα και βλέποντας προς την ανατολή. Συγχρόνως βρήκε και γραφή που τον παρακαλούσε να την ενταφιάσει. Η Οσία κοιμήθηκε την ίδια ημέρα που κοινώνησε, αφού είχε διασχίσει σε μία ώρα απόσταση την οποία διήνυσε το επόμενο έτος ο Αββάς Ζωσιμάς σε είκοσι ημέρες. Γράφει ο Άγιος Σωφρόνιος: «καὶ ἥνπερ ὤδευσεν ὁδὸν Ζωσιμᾶς διὰ εἴκοσι ἡμερῶν κοπιῶν, εἰς μίαν ὥραν Μαρίαν διέδραμεν καὶ εὐθὺς πρὸς τὸν Θεὸν ἐξεδήμησεν». Το σώμα της είχε αποκτήσει άλλες ιδιότητες, είχε μεταμορφωθεί. Στην συνέχεια ο Αββάς Ζωσιμάς, αφού έκλαψε πολύ και είπε ψαλμούς κατάλληλους για την περίσταση, «ἐποίησεν εὐχὴν ἐπιτάφιον». Και μετά με μεγάλη κατάνυξη, «βρέχων τὸ σῶμα τοὶς δακρύσι» επιμελήθηκε τα της ταφής. Επειδή, όμως, η γη ήταν σκληρή και ο ίδιος ήταν προχωρημένης ηλικίας, γι’ αυτό δεν μπορούσε να την σκάψει και βρισκόταν σε απορία. Τότε «ὁρᾷ λέοντα μέγαν τῷ λειψάνῳ τῆς Ὁσίας παρεστώτα καὶ τὰ ἴχνη αὐτῆς ἀναλείχοντα», δηλαδή είδε ένα λιοντάρι να στέκεται δίπλα στο λείψανο της Οσίας και να γλείφει τα ίχνη της. Ο Αββάς τρόμαξε, αλλά το ίδιο το λιοντάρι «οὐχὶ τοῦτον τοὶς κινήμασι μόνον ἀσπαζόμενον, ἀλλὰ καὶ προθέσει», δηλαδή το ίδιο το λιοντάρι καλόπιανε
τον Αββά και τον παρακινούσε και με τις κινήσεις του και με τις προθέσεις του, να προχωρήσει στον ενταφιασμό της. Λαμβάνοντας ο Αββάς θάρρος από το ήμερο του λιονταριού, το παρακάλεσε να σκάψει αυτό το ίδιο τον λάκκο, για να ενταφιασθεί το ιερό λείψανο της Οσίας Μαρίας, επειδή εκείνος αδυνατούσε. Το λιοντάρι υπάκουσε. «Εὐθὺς δὲ ἅμα τῷ σώματι θαπτόμενο», δηλαδή με τα μπροστινά του πόδια έσκαψε το λάκκο, όσο έπρεπε, για να ενταφιασθεί το σκήνωμα της Οσίας Μαρίας. Ο ενταφιασμός της Οσίας έγινε προσευχομένου του Αββά Ζωσιμά και του λιονταριού «παρεστῶτος». Μετά τον ενταφιασμό έφυγαν και οι δύο, «ὁ μὲν λέων ἐπὶ τὰ ἔνδον τῆς ἐρήμου ὡς πρόβατον ὑπεχώρησε. Ζωσιμᾶς δὲ ὑπέστρεψεν, εὐλογῶν καὶ αἰνῶν τὸν Θεὸν ἠμῶν». Και ο Άγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ιεροσολύμων, καταλήγει ότι έγραψε αυτό το βίο «κατὰ δύναμιν» και «τῆς ἀληθείας μηδὲν προτιμῆσαι θέλων». Ο βίος της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, δείχνει πως μία πόρνη μπορεί να γίνει κατά Χάριν θεός, πως ο άνθρωπος μπορεί να γίνει άγγελος εν σώματι και πως η κατά Χριστόν ελπίδα μπορεί να αντικαταστήσει την υπό του διαβόλου προερχόμενη απόγνωση. Στο πρόσωπο της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας βλέπουμε τον άνθρωπο που αναζητά την ηδονή και κυνηγά τους ανθρώπους για την ικανοποίησή τους, αλλά όμως με τη Χάρη του Θεού μπορεί να εξαγιασθεί τόσο πολύ, ώστε να φθάσει στο σημείο να την κυνηγούν οι Άγιοι για να λάβουν την ευλογία της και να ασπασθούν το τετιμημένο της σώμα, καθώς επίσης να τη σέβονται και τα άγρια ζώα. Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία με την μετάνοιά της, την βαθιά της ταπείνωση, την υπέρβαση εν Χάριτι του θνητού και παθητού σώματός της, αφ’ ενός μεν προσφέρει μια παρηγοριά σε όλους τους ανθρώπους, αφ’ ετέρου δε ταπεινώνει εκείνους που υπερηφανεύονται για τα ασκητικά τους κατορθώματα. Δεν ημέρωσε μόνο τα άγρια θηρία που υπήρχαν μέσα της, δηλαδή τα άλογα πάθη, αλλά υπερέβη όλα τα όρια της ανθρώπινη φύσεως και ημέρωσε ακόμη και τα άγρια θηρία της κτίσεως. Αυτός είναι ο σκοπός και ο πλούτος της ενανθρωπίσεως του Χριστού, που φυλάσσεται μέσα στην Εκκλησία. Με την αποκαλυπτική θεολογία και την εν Χριστώ ζωή ο άνθρωπος μπορεί να μεταμορφωθεί ολοκληρωτικά. Η Εκκλησία τιμά την μνήμη της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας και την Ε’ Κυριακή των Νηστειών.