Εορτολόγιο: Ποιοι γιορτάζουν σήμερα Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2023
Δείτε ποιοι γιορτάζουν σήμερα, Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2023.
Σύμφωνα με το Εορτολόγιο, είναι των είναι των Πρωτομάρτυρος Θέκλης, Οσίου Κόπριος, Ανάμνηση θαύματος της Θεοτόκου της Μυρτιδιώτισσας, Αγίας Πέρσης.
Γιορτάζουν τα ονόματα: Θέκλα, Κόπρος, Κόπρις, Μυρσίνη, Μυρτώ, Μυρτιά, Μυρτιδιώτισσα, Μύρτα, Μυρσώ, Αμέρισσα, Μέρσα, Αμερισούδα, Αμερσούδα, Αμέρσσα, Αμέρσα, Πέρσης, Περσεφόνη, Πέρσα, Πέρση.
Οι Άγοι:
Αγία Θέκλα η Ισαπόστολος
Αυτός σε σώζει Θέκλα ρήξας την πέτραν, Ου τω πάθει πριν ερράγησαν αι πέτραι. Πέτρη αμφί, τετάρτην εικάδα δέξατο Θέκλην.
Αύτη ήτον από την πόλιν του Ικονίου, θυγάτηρ μεν Θεοκλείας, ευγενούς τινος και επιφανούς γυναικός Ελληνίδος, αρραβωνισμένη δε με άνδρα Θάμυριν ονομαζόμενον, όταν ήτον χρόνων δεκαοκτώ. Όταν δε ο Απόστολος Παύλος επήγεν από την Αντιόχειαν εις το Ικόνιον, εξενοδοχείτο εις τον οίκον του Ονησιφόρου, και εκεί εδίδασκε την εις Χριστόν πίστιν όλους εκείνους, οπού προς αυτόν εσύντρεχον.
Τότε και η μακαρία αύτη Θέκλα εν τη γειτωνεία εκείνη καθημένη, ήκουεν από την θυρίδα τα γλυκύτατα λόγια του μακαρίου Παύλου, με τόσην ηδονήν και επιθυμίαν, ώστε οπού αλησμόνει και φαγητόν, και πιοτόν, και όλα της τα προς το ζην αναγκαία.
Αλησμόνει δε και αυτήν ακόμη την μητέρα, και τον αρραβωνιστικόν της. Και μόλον οπού η μήτηρ και ο αρραβωνιστικός της εσπούδαζον να εμποδίσουν αυτήν από την ακρόασιν των γλυκυτάτων λογίων του Παύλου.
Όθεν όταν ο Παύλος εφυλακώθη, τότε η αοίδιμος αύτη πηγαίνουσα την νύκτα εις την φυλακήν, ενετρύφα εις την ουράνιον διδασκαλίαν του Αποστόλου, και από τότε ηκολούθει αυτώ.
Επειδή δε και οι δύω παρεστάθησαν εις τον ανθύπατον, ο μεν Παύλος δαρθείς, εδιώχθη έξω από την χώραν του Ικονίου. Η δε Θέκλα, εβάλθη εις την φωτίαν. Και δια της θείας χάριτος μείνασα αβλαβής, ευγήκε δια να υπάγη εις αναζήτησιν του Αποστόλου. Όθεν ευρούσα αυτόν κρυπτόμενον μέσα εις ένα τάφον, ομού με τον Ονησιφόρον τον ξενοδόχον του, επήγε μαζί με αυτόν εις την Αντιόχειαν.
Ευθύς δε οπού εμβήκαν εις την πόλιν, ένας πρώτος άρχων της Αντιοχείας, Αλέξανδρος ονομαζόμενος, βλέπωντας την Θέκλαν, αιχμαλωτίσθη από τον αυτής έρωτα. Όθεν επειδή παρεκάλεσε τον Παύλον δια να πάρη αυτήν εις γυναίκα του, και δεν επέτυχε του ποθουμένου, δια τούτο επίασεν αυτήν αδιάντροπα εις το μέσον του δρόμου, και κατεφίλησεν αυτήν.
Η δε Αγία φωνάζουσα, έσχισε το επανωφόρι του άρχοντος, και ρίπτουσα από την κεφαλήν του τον στέφανον οπού εφόρει, εζήτει μόνον τον πνευματικόν νυμφίον της Παύλον. Ο δε Αλέξανδρος μη υπομείνας την εντροπήν ταύτην και ατιμίαν, εγκαλεί την Θέκλαν εις τον ηγεμόνα. Και λοιπόν δίδεται η Μάρτυς τροφή εις μίαν λέαιναν, και έπειτα δίδεται εις λέοντας και αρκούδας. Διαφυλαχθείσα δε από τα θηρία αβλαβής, βλέπει ένα λάκκον γεμάτον από νερόν. Και επειδή προ πολλού επεθύμει να βαπτισθή, δια τούτο εμβαίνει μέσα εις το νερόν. Η δε φώκαις οπού ήτον μέσα εις το νερόν, ευθύς από θείαν δύναμιν έμειναν νεκραίς. Έπειτα δίδεται πάλιν η Παρθένος εις τα θηρία.
Οι δε γυναίκες οπού ήτον εκεί τριγύρω, εφώναζον μεν, κατηγορούσαι τον ηγεμόνα, διατί τιμωρεί μίαν γυναίκα αθώαν. Προς δε την Αγίαν έδειχναν μεγάλην αγάπην και φιλοφροσύνην.
Και μάλιστα η συγγενής του Καίσαρος Τρύφαινα, η οποία εμπιστεύθη εξαρχής δια να φυλάττη την Αγίαν· και αντί δια την αποθανούσαν θυγατέρα της Φαλκονίλλαν είχε την Αγίαν Θέκλαν. Μετά ταύτα εδέθη η Αγία κοντά εις δύω φοβερούς ταύρους του Αλεξάνδρου. Αλλά και από αυτούς έμεινεν αβλαβής. Όθεν επειδή, τόσον ο ηγεμών, όσον και ο άρχων Αλέξανδρος εστοχάσθησαν, ότι επιχειρούσιν αδύνατα πράγματα, μάλιστα δε, επειδή και έβλεπον την ευγενεστάτην Τρύφαιναν να λειποθυμή από την υπερβολικήν λύπην οπού εδοκίμαζε δια τα βάσανα της Θέκλης, τούτου χάριν φοβηθέντες, αφήκαν την Αγίαν ελευθέραν, δια να ζη όπως θέλει. Και λοιπόν ελευθερίαν λαβούσα η Αγία, μετά παρέλευσιν καιρού, επήγεν εις τα Μύρα και αντάμωσε τον μακάριον Παύλον. Και από εκεί πάλιν εγύρισεν εις το Ικόνιον με την γνώμην του Αποστόλου, διδάσκουσα εις τους απίστους το Ευαγγέλιον του Χριστού. Επειδή δε έβλεπε την κατά σάρκα μητέρα της πως ήτον κωφή εις τα λόγια του Ευαγγελίου, και δεν ήθελε να πιστεύση, δια τούτο την άφησε, και ευγαίνουσα από το Ικόνιον, επήγεν εις τον τάφον, όπου εύρε πρότερον κεκρυμμένον τον Απόστολον Παύλον μαζί με τον Ονησιφόρον. Και τούτον προσκυνήσασα και καταφιλήσασα, επήγεν εις την Σελεύκειαν. Είτα ευγαίνουσα έξω από αυτήν έως ένα μίλιον, ανέβη εις το βουνόν το καλούμενον Καλαμών, και κατοικεί μέσα εις ένα σπήλαιον. Εκεί δε πολλάς ενοχλήσεις εδοκίμασεν η μακαρία από τους δαίμονας. Γενομένη δε γνώριμος εις όλους, τόσον δια τας αρετάς της, όσον και δια τα θαύματα, ετράβιξε πολλάς γυναίκας ευγενείς και αρχοντίσσας εις τον όμοιον ζήλον και μίμησιν της ασκήσεως.
Επειδή δε η Αγία εφαίνετο εις όλους άμισθος ιατρός της ψυχής και του σώματος, και εδίωκεν από τους ανθρώπους τους δαίμονας, τούτου χάριν εφθονήθη από τους ιατρούς της Σελευκείας. Όθεν έστειλαν οι μιαροί εκείνοι μερικούς νέους ασελγείς δια να ατιμάσουν αυτήν. Αλλ’ η τιμία γραυς βλέπουσα αυτούς ορμήσαντας κατ’ επάνω της αδιάντροπα, επικαλέσθη τον Θεόν εις βοήθειαν. Και, ω του θαύματος! ακούει θείαν φωνήν οπού έλεγεν άνωθεν να έμβη μέσα εις την πέτραν, η οποία έχει να σχισθή δι’ αυτήν, και εκεί να αναπαυθή. Όθεν εισελθούσα εις την σχισθείσαν πέτραν, εγλύτωσε μεν από τα χέρια των ακολάστων εκείνων νέων, ανέβη δε η μακαρία εις τον νυμφίον της Χριστόν, ούσα χρόνων εννενήκοντα. (Ο κατά πλάτος Βίος αυτής συνεγράφη από Συμεών τον Μεταφραστήν, ου η αρχή· «Άρτι του μεγάλου της αληθείας», και ευρίσκεται απλούς εις τον Παράδεισον.)
Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’ Τοῦ Παύλου συνέκδημος, ὡς καθαρα τὴν ψυχήν, καὶ πρώταθλος πέφηνας, ἐν γυναιξὶν εὐκλεῶς, Χριστὸν ἀγαπήσασα, σὺ γὰρ τῆς εὐσέβειας, πτερωθεῖσα τῷ πόθῳ, ἤθλησας ὑπὲρ φύσιν, Ἰσαπόστελε Θέκλα διὸ σὲ ὁ Πανοικτίρμων νύμφην ἠγάγετο.
Όσιος Κόπρις
Ουκ ην ο Κόπρις κόπρις, αλλ’ άλλος βότρυς, Καλών κυπρισμόν προσφέρων τω Κυρίω.
Ούτος εγεννήθη εις μίαν κοπρίαν, ευρισκομένην έξωθεν του μοναστηρίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου. Διωκομένη γαρ η μήτηρ αυτού από τους Αγαρηνούς, ομού με άλλους πολλούς πλησιοχώρους, και καταφεύγουσα προς τον Άγιον Θεοδόσιον δια να γλυτώση από τας χείρας των ασεβών, εκρατήθη από τα κοιλοπονήματα. Και ευρίσκουσα την εκεί κοπρίαν, εγέννησε επάνω εις αυτήν. Αφ’ ου δε απέρασαν οι Αγαρηνοί, ευρίσκοντες οι Μοναχοί το βρέφος εν τη κοπρία, κατά προσταγήν του Αγίου Θεοδοσίου έλαβον αυτό, και Κόπριν επωνόμασαν. Έτρεφον δε αυτό με γάλα μιας αιγός. Η οποία έβοσκε μεν ομού με τας άλλας αίγας, όταν δε ήρχετο ο καιρός δια να βυζάνη το παιδίον, τότε εχώριζεν από τας άλλας, και μόνη εκατέβαινεν από το βουνόν. Και αφ’ ου εβύζανε το παιδίον, πάλιν εγύριζεν εις την συνήθη της βοσκήν. Και τούτο έκαμνεν, έως οπού το παιδίον αύξησε, και έτρωγε στερεωτέραν τροφήν. Ούτος λοιπόν, όταν έφθασεν εις ηλικίαν τελειοτέραν, έγινεν αγαπητός κοντά εις τον Μέγαν Θεοδόσιον. Και επειδή εφύλαξεν αμόλυντον το κατ’ εικόνα, δια τούτο ηξιώθη και της του Πνεύματος χάριτος και τα θηρία υπέτασσε. Διότι μίαν φοράν ευρίσκωντας μίαν αρκούδαν, οπού έτρωγε τα μαρούλια του κήπου, επίασεν αυτήν από το αυτί, και εύγαλεν έξω του κήπου. Και επιτιμήσας αυτήν με την ευχήν του μεγάλου Θεοδοσίου, την έκαμε να μην έμβη πλέον εις τον κήπον. Αλλά και μίαν φοράν αναβαίνωντας εις το βουνόν ομού με τον γαΐδαρον του μοναστηρίου δια να κόψη ξύλα, επειδή μία αρκούδα επλήγωσε τον γαΐδαρον εις το μηρί, επίασεν ο Όσιος την αρκούδαν, και εφόρτωσεν εις αυτήν τα ξύλα, ειπών· δεν θέλω σε αφήσω, αλλ’ εσύ θέλεις κάμνεις την υπηρεσίαν του γαϊδάρου οπού επλήγωσες, έως οπού να υγιάνη εκείνος. Και λοιπόν δια
της ευχής του Αγίου Θεοδοσίου υπετάσσετο εις αυτόν η αρκούδα, και έφερνε τα ξύλα. Ούτος μίαν φοράν υπηρετών εις το μαγειρείον, και βλέπωντας οπού το καζάνι έβραζε, και εχύνετο έξω το μαγειρευόμενον όσπριον, επειδή δεν εύρε την συνειθισμένην χουλιάραν, έβαλε γυμνόν το χέρι του μέσα εις το καζάνι εκείνο, και ω του θαύματος! ευθύς έπαυσε το υπερβολικόν βράσιμον, χωρίς να λάβη παραμικράν βλάβην το χέρι του. Επειδή δε ήτον στολισμένος με κάθε είδος αρετής, και μέχρι του γηρατείου του δεν αμέλησε την άσκησιν (διότι και με όλον οπού ήτον χρόνων εννενήκοντα, όμως ο τρισμακάριστος, πάντοτε εστέκετο εις τόπον απόκρυφον και επροσηύχετο). Δια ταύτα λέγω τα ένθεα αυτού κατορθώματα, ηξιώθη να βλέπη τον Μέγαν Θεοδόσιον, μετά τον εκείνου θάνατον, ο οποίος εφαίνετο εις αυτόν και συνέψαλλε με αυτόν. Εις όλον δε το ύστερον ήκουσε και μίαν φωνήν αυτού του ιδίου Θεοδοσίου οπού έλεγεν αυτώ ταύτα. Αδελφέ Κόπρι, ιδού οπού έφθασεν ο καιρός του θανάτου σου. Όθεν ελθέ προς εμέ, δια να αναπαυθής εις τον ετοιμασθέντα τόπον της αναπαύσεως. Λάμψας λοιπόν ο Όσιος ούτος ανάμεσα εις τους αγίους Πατέρας εκείνους, ωσάν ήλιος, στολισμένος μάλιστα ώντας και με το λαμπρόν της ιερωσύνης αξίωμα, μετά ολίγας ημέρας αφ’ ου ήκουσε την άνωθεν φωνήν, ασθένησεν ολίγον. Και αποχαιρετίσας όλους τους Πατέρας, και αδελφούς, απήλθε προς Κύριον.
Σύναξη της Παναγιάς της Μυρτιδιώτισσας στα Κύθηρα και ανάμνηση της ιάσεως του παραλύτου
Τέρας νεουργόν εὐλογῶ τῆς Παρθένου. Ἔσφιγξε καί γάρ νῦν μέλη παρειμένα.
Εἰκάδι ἀμφί τετάρτῃ ἔῤῥωται παράλυτος.
Σύμφωνα με την παράδοση η αυθεντική εικόνα της Θεοτόκου με το Χριστό βρέθηκε από ένα βοσκό σε μια κοιλάδα νοτιοδυτικά του νησιού γεμάτη από μυρτιές, που ονομάζονται «Μυρτίδια», τον 13ο αιώνα μ.Χ. Στην εικόνα αυτή αρχικά «διεκρίνοντο καθαρά τα χαρακτηριστικά μέχρι στέρνων» της Θεομήτορος και του Χριστού, «με την πάροδο του χρόνου όμως απέκτησε σταδιακά το σκούρο χρώμα». Το πιθανότερο είναι η ιστόρηση της εικόνας αυτής να έγινε από τον Ευαγγελιστή Λουκά (1ος αιώνας μ.Χ.). Στη θέση της «εύρεσης» ο πτωχός βοσκός έκανε ένα μικρό εκκλησάκι και στην περιποίηση του αφιέρωσε τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του. Μετά το θάνατο του ευσεβούς βοσκού, την περιποίηση του μικρού Ναού της Μυρτιδιώτισσας ανέλαβε ο Μοναχός Λεόντιος, ο οποίος με χρηματική βοήθεια Κυθηρίων μεγάλωσε λίγο το αρχικό εκκλησάκι και έκτισε γύρω του μερικά κελιά για τη φιλοξενία των προσκυνητών. Όμως το πλήθος των προσκυνητών που κατέφθαναν από διάφορα μέρη δημιούργησε την ανάγκη ενός μεγάλου Ναού. Το δύσκολο αυτό έργο της ανέγερσης ξεκίνησε με πολύ ζήλο, προσπάθειες και εράνους ο δραστήριος Ιερομόναχος Αγαθάγγελος Καλλίγερος το 1841 μ.Χ. και σε δεκαέξι χρόνια έγινε ένα υπέροχο συγκρότημα που αποτελείται από μεγαλοπρεπή Ναό, ένα αριστουργηματικό πανύψηλο καμπαναριό και πολλά κελιά φιλοξενίας. Ο μικρός Ναός της «εύρεσης», το Καθολικό, όπως λέγεται, παρέμεινε κάτω από το μεγάλο Ναό, διατηρείται σε άριστη κατάσταση και εκεί φυλάσσεται κατά τους χειμέριους μήνες η εικόνα της Παναγίας που η αγάπη των Κυθηρίων τη φύλαξε μέσα σε μια ολόχρυση επένδυση, αληθινό αριστούργημα φτιαγμένο από τον Κρητικό καλλιτέχνη Νικόλαο Σπιθάκη το 1827 μ.Χ. Στο κάτω μέρος της χρυσής επένδυσης απεικονίζονται τρία θαύματα: το θαύμα της εύρεσης της εικόνας από το βοσκό, το θαύμα της θεραπείας του παραλύτου στις 24 Σεπτεμβρίου (αρχές του 17ου αιώνα) και το θαύμα της διάσωσης του φρουρίου των Κυθήρων από τους κεραυνούς (22 Ιανουαρίου 1829) κατά τη διάρκεια της φύλαξης της εικόνας της Παναγίας εντός του φρουρίου για το φόβο των πειρατών που μάστιζαν τη Μεσόγειο. Ο Ιερός Ναός εορτάζει στις 24 Σεπτεμβρίου, ημέρα εορτασμού του θαύματος της θεραπείας του παραλύτου. Στον Ιερό Ναό υπάρχουν δύο παρεκκλήσια, το ένα αριστερά του Τέμπλου, αφιερωμένο στην Οσιοπαρθενομάρτυρα Ελέσα (βλέπε 1 Αυγούστου) και το άλλο δεξιά στον Όσιο Θεόδωρο (βλέπε 12 Μαΐου).
Αξίζει να επισημάνουμε ότι στο στέμμα της Πανσέπτου Εικόνας της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας, υπάρχει προσαρμοσμένο «Πολυτιμότατον αδαμαντοκόλλητον εν σχήματι ημισελήνου χρυσούν κόσμημα». Ας θυμηθούμε την ιστορία του:
Σύμφωνα με όσα ο αείμνηστος Σοφοκλής Καλόυτσης, ο υμνογράφος της Μυρτιδιώτισσας διέσωσε (ακολουθία Μυρτιδιωτίσσης, έκδοσις 5η, σελ. 149), βρισκόταν κάποτε στα Κύθηρα, κάποιος Τούρκος πλούσιος και επιφανής, εγκατεστημένος στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη, ο οποίος ήταν Μωαμεθανός. Κάποια ημέρα παρατήρησε ασυνήθη συγκέντρωση κόσμου, στην πλατεία του Μητροπολιτικού Ναού του Εστευρωμένου στη Χώρα. Ρώτησε τι συμβαίνει και του είπαν ότι το Νησί μαστίζεται από πολύμηνη ανομβρία και για αυτό θα πραγματοποιηθεί Λιτανεία της Αγίας Εικόνας της Μυρτιδιώτισσας, η οποία είχε ήδη κατέβει από το κάστρο που φυλασσόταν τότε και βρισκότανε μέσα στον Εσταυρωμένο. Όμως ο ουρανός ήταν καταγάλανος και δεν φαινόταν ούτε ίχνος νέφους στον ορίζοντα. Ο Τούρκος εχλεύασε αυτή την ενέργεια γιατί η λογική έλεγε ότι δεν θα φέρει αποτελέσματα. Και ήταν τόσο σίγουρος για αυτό, που δήλωσε ότι εάν μετά την Λιτανεία επακολουθήσει βροχή, θα αφιέρωνε το χρυσό κόσμημα της ημισελήνου που είχε μαζί του, στην Ιερή Εικόνα. Η Λιτανεία έγινε με κατάνυξη και οι Κυθήριοι γονυκλινείς παρακάλεσαν για την λύση της ανομβρίας. Και το θαύμα έγινε. Μόλις η Ιερά Πομπή επέστρεψε στον Ναό, άρχισε να πέφτει ραγδαία βροχή. Ο αλλόθρησκος τήρησε την υπόσχεση του και αφιέρωσε το κόσμημα στην Παναγία. Πότε έγινε αυτό δεν αναφέρεται. Ίσως έγινε πριν το 1837 μ.Χ. Τότε έγινε η χρυσή επένδυση της Εικόνας από τον Καλλίτέχνη Νικόλαο Σπιθάκη και μάλλον αυτός έκανε την προσαρμογή της ημισελήνου στο στέμα της Παναγίας «Εις αιωνίαν ανάμνησιν του τελεσθέντος θαύματος της λύσεως της ανομβρίας». Πιθανόν λοιπόν η αφιέρωση να είχε προηγηθεί του 1837 μ.Χ. Αυτό το θαύμα της Παναγίας μας, ενέπνευσε τον Υμνογράφο αείμνηστο Σοφοκλή Καλούτση και αφιέρωσε ολόκληρον οικον στους χαιρετισμούς της Μυρτιδιώτισσας, για να εξυμνήσει.
«Χαίρε η λήξις της ανομβρίας Χαίρε η παύσις της λειψυδρίας Χαίρε υετόν δαψιλή καταπέμπουσα Χαίρε ουρανόθεν την γην η δροσίζουσα…»
Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’.
Λαοί νῦν κροτήσωμεν, δεῦτε τάς χεῖρας πιστῶς καί ἄσωμεν ἄσμασι τῇ Θεομήτορι ἐν πόθῳ κραυγάζοντες˙ Χαῖρε ἡ προστασία πάντων τῶν δεομένων Χαῖρε ἡ σωτηρία τῶν τιμώντων σε πόθῳ, Χαῖρε ἡ τῷ παραλύτῳ τήν ἴασιν βραβεύσασα.
Αγία Πέρση
Η Αγία Πέρση (ή Περσίδα) αναφέρεται στον Συναξαριστή Delehaye κατά την 23η και 24η Σεπτεμβρίου και στον Παρισινό Κώδικα 3041 την 24η Σεπτεμβρίου με το δίστιχο:
«Μικρὸν θαλαττεύουσα Πέρσα, πρὸς χρόνον, μέγαν πρὸς ὅρμον οὐρανοῦ προσωρμήσω».