Το ΣτΕ θα κρίνει την εγκύκλιο για τις συντάξεις χηρείας
Με προσφυγή απαντούν οργανώσεις ασφαλισμένων και συνταξιούχων
Αντικείμενο δικαστικής κρίσης, αναμένεται να γίνει η «επίμαχη» εγκύκλιος που εξέδωσε το υπουργείο Εργασίας παραμονές Πρωτοχρονιάς και προκαλεί δυσμενείς επιπτώσεις στις συντάξεις χηρείας και αναπηρίας. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) πρόκειται να προσφύγουν αρκετές οργανώσεις ασφαλισμένων και συνταξιούχων, για να ακυρωθεί η εγκύκλιος, ως αντισυνταγματική.
Ο γνωστός εργατολόγος, Λουκάς Αποστολίδης, γνωστοποίησε ότι έχει ήδη λάβει εντολή για να προσφύγει στο ΣτΕ.
Υπενθυμίζεται ότι με τη συγκεκριμένη εγκύκλιο, από 1/1/2022, αφαιρείται στις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες (ανάπηροι, συντάξεις χηρείας) η σώρευση εθνικής σύνταξης από διαφορετική αιτία (δύο συντάξεις – σύνταξη γήρατος και θανάτου – σύνταξη αναπηρίας και θανάτου). Άρα θα χορηγείται μόνο μία εθνική σύνταξη. Οι ρυθμίσεις αυτές θα ισχύσουν από 1/1/2022 και δεν έχουν αναδρομική ισχύ. Οι δικαιούχοι που είχαν σώρευση δύο εθνικών συντάξεων, από την ισχύ του ν. 4387/2016, θα συνεχίσουν να τους χορηγούνται, αλλά το ποσοστό πάνω από τα 384 ευρώ θα διατηρηθεί ως προσωπική διαφορά.
Σημειώνεται ότι ο αρμόδιος υφυπουργός Κοινωνικών Υποθέσεων, Πάνος Τσακλόγλου, έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν θα προκύψουν περικοπές σε συντάξεις χηρείας και αναπηρίας που είχαν χορηγηθεί την τελευταία πενταετία, περίοδο λειτουργίας του «νόμου Κατρούγκαλου». Μάλιστα, στο υπουργείο Εργασίας, προσανατολίζονται σε ένα άτυπο «πάγωμα» της εγκυκλίου, ώστε να δοθεί ο απαραίτητος χρόνος να γίνουν οι όποιες διορθωτικές κινήσεις, ενδεχομένως με κάποιο εσωτερικό έγγραφο, αν κριθεί απαραίτητο.
Την ίδια στιγμή, το Ενιαίο Δίκτυο Συνταξιούχων παρεμβαίνει εκ νέου στο άλλο μεγάλο θέμα που απασχολεί 1,1 εκατ. δικαιούχους και αφορά τη φορολόγηση των αναδρομικών που έλαβαν το 2020. Το ΕΝΔΙΣΥ κάνει λόγο για την ανάγκη να υποβληθεί τροπολογία στη Βουλή, που θα ακυρώνει τη σημερινή διαδικασία, έτσι ώστε να μην αναγκαστούν οι συνταξιούχοι από το 1,3 δισ. ευρώ που έλαβαν ως αναδρομικά, να επιστρέψουν πίσω 431 εκατ. ευρώ, μέσω πρόσθετης φορολόγησης των εισοδημάτων τους.