Συντάξεις: Αυξήσεις έως 10% για τους δικαστικούς
Πότε αναμένεται να ληφθεί η οριστική απόφαση από τα αρμόδια υπουργεία
Αυξήσεις έως 10% σε δικαστικούς προωθεί η κυβέρνηση με ταχύτατους ρυθμούς αλλά όχι νωρίτερα από τη μεθεπόμενη εβδομάδα, με την ολοκλήρωση και του δεύτερου γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών, θα έχουν οριστικοποιήσει τα υπουργεία Οικονομικών και Εργασίας το ακριβές ύψος των νέων αυξημένων συντάξεων των δικαστικών και συγχρόνως το δημοσιονομικό κόστος που θα επιφέρουν αυτές.
Διότι μετά τη σαφή, σε υψηλούς τόνους, άρνηση των Χατζηδάκη – Γεωργιάδη την προηγούμενη εβδομάδα για επιστροφή των συντάξεων στα επίπεδα του 2012, όπως όρισε το Ελεγκτικό Συνέδριο εκδικάζοντας την προσφυγή των τριών δικαστών, η κυβερνητική απόφαση που ελήφθη είναι εν τέλει να αναπροσαρμοστούν προς τα πάνω οι συντάξεις των περίπου 2.500 λειτουργών της Δικαιοσύνης.
Συντάξεις δικαστικών: Ρύθμιση για την αποφυγή νέων προσφυγών
Η ρύθμιση που σχεδιάζει η κυβέρνηση επιχειρείται να συνδυάζει τα εξής: πρώτον, να αποφευχθεί το ενδεχόμενο τώρα και διά παντός νέων προσφυγών, δεύτερον, να τηρηθεί το πνεύμα και το γράμμα των αποφάσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου που παραπέμπουν στο Σύνταγμα και, τρίτον, οι αυξήσεις να είναι σε ανεκτό δημοσιονομικό πλαίσιο.
Πάντως αξίζει να σημειωθεί ότι και η Ένωση Διοικητικών Δικαστών σε έκτακτη γενική συνέλευση πριν από τη γνωστοποίηση της απόφασης του Ελεγκτικού Συνεδρίου αξίωσε «την αναβάθμιση του συνταγματικού μισθολογίου των δικαστικών λειτουργών» και ζήτησε την αναπροσαρμογή του βασικού μισθού και των επιδομάτων κατά 20%, την επαναφορά των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα και του επιδόματος αδείας.
Επίσης επισήμανε πως «δεν είναι ανεκτό οι πρόσφατες φυσικές καταστροφές να αποτελέσουν το άλλοθι για τη στέρηση μισθολογικών και άλλων εργασιακών δικαιωμάτων στους εργαζόμενους και τους λειτουργούς του Δημοσίου». Αξιοσημείωτη είναι και η δήλωση του προέδρου της Ένωσης Συνταξιούχων Δικαστών, Γιάννη Παπανικολάου, ο οποίος είπε ότι Βάσει συνταγματικής πρόβλεψης, το ειδικό μισθολογικό και συνταξιοδοτικό καθεστώς.
Από το ηχηρό «όχι» των υπουργών, στην αναζήτηση συμβιβαστικής ρύθμισης με ασαφές το δημοσιονομικό κόστος, «όταν δεν αρέσουν οι αποφάσεις των δικαστηρίων στην κυβέρνηση και ψάχνουμε τρόπους να τις καταργήσουμε δεν θα μιλάμε για “κυβερνώσα δικαιοσύνη” αλλά για “κυβερνώμενη δικαιοσύνη”».
Συντάξεις δικαστικών: Τι αναφέρουν υψηλόβαθμα στελέχη Κοινωνικής Ασφάλισης
Στελέχη Κοινωνικής Ασφάλισης εξηγούν γιατί είναι ακόμη ασαφές και το ύψος των αυξήσεων και το κόστος που θα κληθεί να εγγράψει και να καταβάλει ο κρατικός προϋπολογισμός. «Κατ’ αρχάς πρέπει να είμαστε σίγουροι για τον πληθυσμό. Πόσοι είναι οι συνταξιούχοι δικαστικοί και ποια είναι η μέση σύνταξη ανά κατηγορία δικαστών. Διότι άλλα συνταξιοδοτικά χαρακτηριστικά έχει ο ειρηνοδίκης και διαφορετικά ο πρόεδρος και ο εισαγγελέας. Επίσης πρέπει να αποσαφηνίσουμε με βάση ποια προϊσχύουσα διάταξη θα γίνει συνολικά και οριζόντια η νομοθετική παρέμβαση».
Αναφερόμενοι δε στους περιορισμούς που θέτει η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου και τους οποίους οφείλει να τηρήσει ο νομοθέτης, ο γενικός γραμματέας εξηγεί ότι η απαιτούμενη αύξηση των συντάξεων προκύπτει εκ του Συντάγματος, το οποίο για τους δικαστικούς λειτουργούς κατοχυρώνει τη σταθερή αναλογία μεταξύ σύνταξης και εν ενεργεία αποδοχών.
Αυτήν την αρχή της αναλογικότητας, η οποία είναι συνυφασμένη με την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης για τους λειτουργούς της οποίας ορίζει ειδικό μισθολόγιο που δεν ισχύει για τις άλλες κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων, επικαλείται ακριβώς το Ελεγκτικό Συνέδριο στις πρόσφατες αποφάσεις του.
Η υπαγωγή των δικαστικών λειτουργών στις διατάξεις του ν. 4387/16 (γνωστού και ως νόμου Κατρούγκαλου) «με τον οποίο καθιερώθηκε για τους δημόσιους λειτουργούς και υπαλλήλους ενιαίο με τους λοιπούς εργαζόμενους ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό καθεστώς, είναι αντισυνταγματική, καθόσον αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 26,87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος, με τις οποίες κατοχυρώνεται ειδικό μισθολογικό και συνταξιοδοτικό καθεστώς για τους δικαστικούς λειτουργούς» αναφέρει η απόφαση του Ε.Σ. (άρθρο 4) στην εκδίκαση της υπόθεσης ενός εκ των τριών δικαστικών λειτουργών, ο οποίος με βάση τις προ του 2016 διατάξεις θα έπρεπε να λάβει σύνταξη ύψους 5.848,70 ευρώ και η σύνταξη που ορίστηκε να λάβει ήταν στο ύψος των 2.824,70 ευρώ.
Συμπερασματικά η διόρθωση που ορίζει το Ελεγκτικό Συνέδριο επικαλούμενο τα άρθρα του Συντάγματος επαναφέρει σε ισχύ το ειδικό μισθολόγιο για το δικαστικό σώμα με αποτέλεσμα το ποσοστό αναπλήρωσης των συντάξεων που θα λάβουν οι δικαστικοί λειτουργοί να φτάνει και ενδεχομένως να υπερβαίνει το 60% του μισθού. Αυτή η αύξηση, που μπορεί να επιφέρει ένα 10% ή και 12% πάνω στις συντάξεις, μπορεί να θεωρηθεί παραδεκτή συνταγματικά σύμφωνα με τις αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Είναι η διαφορά που επιβάλλεται, όπως προαναφέρθηκε, από τη «σταθερή αναλογία μισθού – σύνταξης» για τους δικαστές. Διαφορά που δεν ισχύει για τους μισθωτούς του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, για τους οποίους η αναλογία για να εξασφαλιστεί ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης υποβιβάζεται σε «εύλογη» και το ποσοστό αναπλήρωσης πέφτει ως γνωστόν στο 51%ο του συντάξιμου μισθού.
Και αυτή η επικείμενη αύξηση των συντάξεων που προετοιμάζουν από κοινού τα δύο υπουργεία είναι η μία πτυχή της συνταγματικής αποκατάστασης του μισθολογίου των δικαστικών.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: