«Πάγωμα» ή μικρή αύξηση στον κατώτατο μισθό
Υπουργικό Συμβούλιο: Τι προτείνουν οι επιστημονικοί φορείς
Η κρίσιμη μέρα για την «τύχη» του κατώτατου μισθού, έφτασε. Στο σημερινό Υπουργικό Συμβούλιο πρόκειται να κατατεθεί η εισήγηση του υπουργού Εργασίας για τις κατώτατες αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα. Ο Κωστής Χατζηδάκης, αφού έχει λάβει υπόψη του, τη διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους που διήρκεσε ένα τετράμηνο, αφού μελέτησε τα υπομνήματα μιας σειράς επιστημονικών φορέων, καλείται να λάβει την κρίσιμη απόφαση.
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, ο αρμόδιος υπουργός θα κινηθεί ανάμεσα στο «πάγωμα» ή στην πολύ μικρή αύξηση, όχι πάνω από το 2% στην καλύτερη των περιπτώσεων. Σε κάθε περίπτωση, στις προθέσεις της κυβέρνησης δεν είναι να αιφνιδιάσει. Άρα, η όποια τελική απόφαση, θα τεθεί σε ισχύ, πιθανότατα από την 1 η Ιανουαρίου 2022 και όχι νωρίτερα.
Για την απόφαση αυτή, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, αλλά και η πανδημία, που συνεχίζει να ταλαιπωρεί μεγάλα τμήματα του πληθυσμού.
Στο πλαίσιο αυτό, από τα υπομνήματα των Φορέων που κλήθηκαν να εκφράσουν γνώμη, φαίνεται ότι οι περισσότεροι κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση. Δηλαδή, «πάγωμα» των κατώτατων αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα, για το επόμενο χρονικό διάστημα ή πολύ μικρή αύξηση, ώστε να μην βρεθούν προ δυσάρεστων εκπλήξεων οι επιχειρήσεις και υπάρξει κίνδυνος «λουκέτων» ή αύξησης της ανεργίας.
Ας δούμε τι πρότειναν οι επιστημονικοί φορείς στο υπουργείο Εργασίας.
- Η Τράπεζα της Ελλάδος, στο πολυσέλιδο σημείωμά της διαπιστώνει μεταξύ άλλων ότι το 55% των θέσεων εργασίας που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό εντοπίζονται σε τέσσερις κλάδους: Στην εστίαση (27%), στο λιανικό εμπόριο (15%), στο χονδρικό εμπόριο (7%) και στη βιομηχανία τροφίμων (5%). Η ΤτΕ εκτιμά ότι μια αύξηση του κατώτατου μισθού θα αύξανε την πίεση στους κλάδους που ήδη πλήττονται από την πανδημία, με πιθανές σημαντικές επιπτώσεις στην απασχόληση.
- Η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) κατέγραψε ότι ο δείκτης του μισθολογικού κόστους, κατά το Δ’ τρίμηνο του 2020, αυξήθηκε κατά 5% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2019.
- Ο ΟΑΕΔ αναφέρει τα επιδόματα που σχετίζονται με τις κατώτατες αμοιβές στον ιδιωτικό τομέα. Ο Οργανισμός τονίζει ότι αν υπάρξει αύξηση 1%, τότε οι δαπάνες θα αυξηθούν αντίστοιχα κατά 14.179.198 ευρώ.
- Ο Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ) επισήμανε ότι την τελευταία τριετία (2018 – 2020), υποβλήθηκαν 129 αιτήσεις για παροχή υπηρεσιών Μεσολάβησης, Διαιτησίας, δημόσιου διαλόγου και προσωπικού ασφαλείας.
- Το Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού (ΕΙΕΑΔ), αποδεχόμενο σχετική πρόταση του ΟΜΕΔ για συμμετοχή στη διαδικασία, προτείνει με τη σειρά του δύο σενάρια: Στο πρώτο από αυτά, προτείνει ο κατώτατος μισθός να παραμείνει αμετάβλητος στα 650 ευρώ, αλλά να υπάρξουν συνοδευτικά μέτρα στήριξης των χαμηλόμισθων. Ως τέτοια θα μπορούσαν να είναι η αναψηλάφηση του ζητήματος των προσαυξήσεων των τριετιών προϋπηρεσίας στον κατώτατο μισθό ή μια μικρή αύξηση του αφορολόγητου. Στο δεύτερο σενάριο, προτείνει να υπάρξει αύξηση στον κατώτατο μισθό κατά μόλις 1,53% στα 660 ευρώ, που αντιστοιχεί στο ήμισυ της πιθανής αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας τον επόμενο χρόνο.
- Το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), θεωρεί ότι την τρέχουσα περίοδο και με την έντονη αβεβαιότητα που υπάρχει, ενώ η οικονομία έχει ακόμα περιορισμούς στη λειτουργία της και τα μέτρα στήριξης συνεχίζουν να υφίστανται, δεν είναι σκόπιμο να υπάρξει κάποια επιπλέον διαταραχή στην αγορά εργασίας. Ορισμένα μέλη της Επιτροπής προτείνουν ο κατώτατος μισθός να παραμείνει αμετάβλητος και άλλα, να αυξηθεί κατά 4% το πολύ.
- Το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ από την πλευρά του θεωρεί ότι ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα, βρίσκεται κάτω από το όριο της απόλυτης και της σχετικής φτώχειας. Θεωρείται υπερβολικά χαμηλός και γι’ αυτό ζητείται να αυξηθεί κατά 159 ευρώ σε 14 μήνες. Αρχικά στα 751 ευρώ και στη συνέχεια στα 809 ευρώ το μήνα για να φτάσει στο 60% του ορίου φτώχειας.
- Το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ θέτει ως προτεραιότητα όχι την αύξηση του κατώτατου μισθού, αλλά τη λήψη μέτρων για την στήριξη των επιχειρήσεων κατά το διάστημα της σταδιακής επανεκκίνησης της ελληνικής οικονομίας ώστε να διασφαλιστεί η βιωσιμότητά τους και η διατήρηση των θέσεων εργασίας.
- Το Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών της ΕΣΕΕ, διαπιστώνει ότι το 23,7% των μισθωτών της χώρας λαμβάνουν έως 600 ευρώ το μήνα. Σε αυτούς περιλαμβάνονται και οι ωρομίσθιοι και οι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης. Εκτιμά δε ότι οι αναταράξεις που ήδη αντιμετωπίζει η επιχειρηματικότητα και θα συνεχίσει να υφίσταται το επόμενο διάστημα, είναι εξαιρετικές ισχυρές. Άρα θα πρέπει να αποφευχθούν αποφάσεις που θα μπορούσαν να διογκώσουν το κόστος εργασίας κατά την τρέχουσα περίοδο κατά την οποία οι επιχειρήσεις και ιδιαίτερα του εμπορίου, είναι σε τόσο ευάλωτη κατάσταση.
- Το Ινστιτούτο του ΣΕΤΕ, εκτιμά ότι από την τρέχουσα συγκυρία και από τις συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί λόγω της πανδημίας, δεν ενδείκνυται μια αύξηση του μισθού κατά το 2021.
- Το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), συμπεραίνει ότι το τρέχον επίπεδο του κατώτατου μισθού στη χώρα δεν είναι ούτε ιδιαίτερα χαμηλό ούτε ιδιαίτερα υψηλό. Για όσο διαρκούν οι άμεσες αρνητικές συνέπειες της πανδημίας, το 2021 δεν κρίνεται σκόπιμο να γίνουν αλλαγές στο επίπεδο του κατώτατου μισθού, ειδικά μεγάλης κλίμακας. Προτείνεται να δοθεί προτεραιότητα αξιοποίησης ενδεχόμενου δημοσιονομικού χώρου στη μείωση του μη μισθολογικού κόστους, ειδικά σε σχέση με τη φορολογία της εργασίας και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, με μέτρα μόνιμης διάρκειας.