ΓΣΕΕ: Πρόταση για αύξηση κατώτατου μισθού «χθες»!
Ενδιάμεση Έκθεση για την ελληνική οικονομία
Να μεταφέρει την αύξηση των κατώτατων αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα τέσσερις μήνες νωρίτερα, ζητάει η ΓΣΕΕ από την Κυβέρνηση. Ο λόγος είναι ότι έτσι, ίσως αντιμετωπιστεί ένα μέρος από το κύμα ακρίβειας, που ήδη έχει χτυπήσει τα ελληνικά νοικοκυριά. Η ενδιάμεση έκθεση για την ελληνική οικονομία, δείχνει τη σημαντική μείωση της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού το τελευταίο δίμηνο, ως απόρροια των αλλεπάλληλων ανατιμήσεων στις τιμές βασικών αγαθών!
Γι’ αυτό η ΓΣΕΕ ζητάει η εφαρμογή του μέτρου της αύξησης του κατώτατου μισθού κατά 2%, να ξεκινήσει την 1η Σεπτεμβρίου του τρέχοντος έτους και όχι την 1η Ιανουαρίου του 2022, όπως έχει ήδη αποφασιστεί. Μάλιστα, προτείνεται επιπρόσθετα, να γίνει άμεσα η έναρξη του νέου κύκλου διαπραγματεύσεων, για μια καινούρια αύξηση των κατώτατων αποδοχών, η οποία θα τεθεί εν ισχύ, από την Πρωτοχρονιά του νέου έτους. Έτσι, θα προκύψουν δύο διαδοχικές αυξήσεις σε λίγους μήνες και θα περιοριστεί κάπως η επιβάρυνση για τα νοικοκυριά.
Ειδικά για την αγορά εργασίας, η ενδιάμεση έκθεση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, παρουσιάζει την ακόλουθη εικόνα:
*Σημάδια σταθεροποίησης δείχνουν τα στοιχεία του Σεπτεμβρίου. Ο αριθμός των απασχολούμενων ανήλθε σε 4.081,8 χιλ. άτομα (+140,9 χιλ έναντι του Σεπτεμβρίου του 2020) και το ποσοστό ανεργίας υποχώρησε στο 13%, που είναι το χαμηλότερο που έχει καταγραφεί από τον Αύγουστο του 2010.
*Το α’ τρίμηνο του 2021 το ποσοστό απασχόλησης ήταν μόλις 52,7% στις ηλικίες 15-64 ετών, 13,6 μονάδες μικρότερο από το αντίστοιχο της Ευρωζώνης. Στο β’ τρίμηνο έφτασε στο 57%, αλλά παρέμεινε 10,8 μονάδες κάτω από της Ευρωζώνης.
*Στις 17,8 μονάδες είναι η απόκλιση ανάμεσα στο ποσοστό απασχόλησης των ανδρών (66%) και των γυναικών (48,2%). Στην Ευρωζώνη η αντίστοιχη απόκλιση είναι 9,4 μονάδες.
*Σημαντική η επιβάρυνση από την πανδημία σε συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες ως προς την απασχόληση. Ειδικότερα, το β’ τρίμηνο του 2021, στις ηλικίες 35 – 39 καταγράφηκε μείωση κατά 68,4 χιλ. άτομα, σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019. Ανάλογη πορεία υπήρξε σε όλες τις ηλικιακές κατηγορίες των νέων, όπως 30 -34 ετών (-61,7 χιλ), 20-24 ετών (-21 χιλ), 25-29 ετών (-17,5 χιλ) και 40 – 44 ετών (-11,2 χιλ). Αντίθετα, αύξηση της απασχόλησης διαπιστώθηκε στις ηλικίες 50 – 54 ετών (+50,9 χιλ άτομα), 55-59 ετών (+44,6 χιλ) και 60-64 ετών (+31,5 χιλ).
*Το β’ τρίμηνο του 2021, σε σχέση με το αντίστοιχο του 2019, σε 13 από τους 21 κλάδους οικονομικής δραστηριότητας, είχαμε μείωση της απασχόλησης. Μεγαλύτερη ήταν στις υπηρεσίες και στην εστίαση (-85,8 χιλ. άτομα), στον κλάδο παροχής νερού (-16,9 χιλ), στην γεωργία, τη δασοκομία και την αλιεία (-14,2 χιλ), στις διοικητικές και υποστηρικτικές δραστηριότητες (-13,7 χιλ), στην εκπαίδευση (-13,5 χιλ), και στις κατασκευές (-13,1 χιλ).
*Το 2020, οι 9 από τις 13 περιφέρειες της χώρας κατέγραψαν μείωση της απασχόλησης στις ηλικίες 15-64 ετών, σε σχέση με το 2019. Τη μεγαλύτερη μείωση κατέγραψε η Κρήτη (-23,3 χιλ άτομα) και ακολουθούν το νότιο Αιγαίο (-15,6 χιλ. άτομα), η Ανατολική Μακεδονία – Θράκη (-10 χιλ), και τα νησιά του Ιονίου (-5,7 χιλ.) Ενίσχυση της απασχόλησης την ίδια περίοδο παρατηρήθηκε στις περιφέρειες της Αττικής (+23,6 χιλ άτομα), της Δυτικής Ελλάδας (+2,2 χιλ), της Πελοποννήσου (+1,9 χιλ) και της Θεσσαλίας (+0,4 χιλ).
*Η μείωση των απασχολούμενων, ηλικίες 15 – 64 ετών, το 2020, αφορούσε άτομα χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου. Η απασχόληση μεταξύ των αποφοίτων προσχολικής, πρωτοβάθμιας και κατώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης υποχώρησε στο σύνολο της χώρας το 2020, έναντι του 2019, κατά 67,9 χιλ άτομα. Αύξηση της απασχόλησης παρατηρήθηκε στους αποφοίτους της ανώτερης δευτεροβάθμιας και μεταδευτεροβάθμιας μη τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (+11,2 χιλ άτομα), καθώς και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (+12,4 χιλ. άτομα). Επίσης, καταγράφηκε μείωση απασχόλησης σε όλα τα επίπεδα εκπαίδευσης, σε έξι περιφέρειες (Κρήτη, νότιο Αιγαίο, Ανατολική Μακεδονία-Θράκη, Νησιά Ιονίου, Στερεά Ελλάδα, Ήπειρος).
*Οι νέοι, ηλικίας 15-29 ετών, που βρίσκονται εκτός εργασίας, ανήλθαν το 2020 στο 18,7%, από 17,7% που ήταν το 2019. Το ποσοστό αυτό κινείται αυξητικά σε όλες τις περιφέρειες της χώρας, εκτός της Δυτικής Μακεδονίας και της Αττικής.
Το Ινστιτούτο Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ προτείνει:
- Να δοθεί αναδρομική ισχύ, από την 1η Σεπτεμβρίου 2021, στην αύξηση κατά 2% του κατώτατου μισθού.
- Να αρχίσουν αμέσως οι διαπραγματεύσεις για νέα αύξηση του κατώτατου μισθού, που θα ισχύσει από 1.1.2022. Η σημερινή αύξηση υπολείπεται της μείωσης της αγοραστικής δύναμης.
- Το ποσοστό αύξησης του κατώτατου μισθού πρέπει να περάσει στους ονομαστικούς μισθούς των ήδη συμφωνημένων αλλά και των νέων κλαδικών συμβάσεων.
- Να μειωθούν οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης στην ενέργεια. Επιπρόσθετα, να μειωθεί και ο ΦΠΑ στην ενέργεια για τα νοικοκυριά.
Τα βασικά ευρήματα της έρευνας, που διεξήγαγε το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, έχουν ως εξής:
- Ισχυρή ανάκαμψη για την ελληνική οικονομία φέτος (+7,1% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής), που δεν αρκεί όμως για να επανέλθει στα επίπεδα του 2019. Θα υπολείπεται κατά 3 δισ. ευρώ.
- Υπήρξε αύξηση της αποταμίευσης στα ελληνικά νοικοκυριά κατά το α’ τρίμηνο του τρέχοντος έτους. Όμως το 63% των νοικοκυριών δεν μπορεί να αποταμιεύσει, ή βρίσκεται σε ανάγκη δανεισμού.
- Το α’ τρίμ. του 2021 τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αυξήθηκαν (πάνω από 1 στα 5).
- Το 2020 η Ελλάδα ήταν δεύτερη στην ΕΕ στο έλλειμμα. Επίσης, η χώρα μας κατέγραψε τη μεγαλύτερη αύξηση στο ποσοστό δημόσιου χρέους (+25,6 μονάδες έναντι του 2019).
- Χρειάζεται άμεση αναπροσαρμογή βασικών όρων των συλλογικών διαπραγματεύσεων, που ρυθμίζουν το εισόδημα των εργαζομένων, ειδικά σε κλάδους που εμφανίζουν αύξηση αποταμίευσης, ή πρόκειται να αποκομίσουν οφέλη από την αύξηση της τιμής των αγαθών τους.
- Η Ελλάδα διατηρεί μια από τις υψηλότερες θέσεις της ΕΕ όσον αφορά την τιμή ανά λίτρο της αμόλυβδης και του πετρελαίου θέρμανσης, λόγω μεγάλης φορολογικής επιβάρυνσης που φτάνει στο 60%.
- Πριν από την αύξηση των τιμών, ένα στα τρία νοικοκυριά δυσκολευόταν να καλύψει τις βασικές του ανάγκες. Βρισκόμαστε στη χειρότερη θέση μεταξύ των χωρών της ΕΕ.
- Η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού, μειώθηκε τον Οκτώβριο κατά 7,4%, λόγω της αύξησης στην τιμή των εξόδων στέγασης, μεταφοράς, τροφίμων και μη αλκοολούχων ποτών.
- Λόγω αύξησης στις τιμές της ενέργειας τον Νοέμβριο η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού υποχώρησε κατά περίπου 10%.