Έρευνα Upskilling Hopes and Fears από την PwC
Φόβος της αυτοματοποίησης συνδέεται με λιγότερες ευκαιρίες για αναβάθμιση δεξιοτήτων
Η ανισότητα σε σχέση με την αναβάθμιση των δεξιοτήτων (upskilling) συνδέεται με τον φόβο της αυτοματοποίησης σύμφωνα με την έρευνα «Upskilling Hopes and Fears», της PwC. Το γεγονός αυτό καθιστά επιτακτική την ανάγκη για ανάληψη δράσης από κυβερνήσεις, ΜΚΟ και επιχειρήσεις.
Σήμερα, 34% των ενηλίκων χωρίς ή επιπέδου δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, δεν εκπαιδεύονται σε κάποια νέα ψηφιακή δεξιότητα, σε αντίθεση με μόλις το 17% των πτυχιούχων.
Επίσης, 53% των εργαζομένων θεωρούν ότι η αυτοματοποίηση θα αλλάξει σημαντικά ή θα καταστήσει παρωχημένη την εργασία τους εντός της επόμενης δεκαετίας με μόλις 28% να το θεωρεί απίθανο να συμβεί. Τέλος, το 77% των ενηλίκων θα μάθαιναν νέες δεξιότητες ή θα επανεκπαιδεύονταν πλήρως ώστε να βελτιώσουν τις μελλοντικές προοπτικές απασχόλησης.
Η έρευνα στην οποία συμμετείχαν 22,000 ενήλικες από 11 χώρες σε όλο τον κόσμο, έχει ως στόχο την οικονομική ανάλυση της επίδρασης της αυτοματοποίησης στις θέσεις εργασίας.
Όπως προκύπτει απο την έρευνα της PwC, η στάση και οι ευκαιρίες περαιτέρω εκπαίδευσης διαφοροποιούνται ανάλογα με το επίπεδο εκπαίδευσης, την ηλικία, το φύλο και τον τόπο διαμονής. Για παράδειγμα, οι κάτοχοι πτυχίου είναι πιο αισιόδοξοι σχετικά με την τεχνολογία και τις προοπτικές για τη μελλοντική τους απασχόληση, αν και πιστεύουν ότι το πλαίσιο της υφιστάμενης εργασία τους είναι πιθανό να αλλάξει σημαντικά ή να αντικατασταθεί.
Αντιθέτως, το 34% των ενηλίκων χωρίς ή με μόνο δευτεροβάθμια εκπαίδευση αναφέρουν ότι δεν έχουν εκπαιδευτεί σε καμία νέα ψηφιακή δεξιότητα, σε σύγκριση με το 17% των αποφοίτων πανεπιστημίου. Σε αυτή τη κατηγορία των εργαζομένων, είναι λιγότερες οι πιθανότητες να τους δοθούν ευκαιρίες κατάρτισης από τους εργοδότες τους (σε ποσοστό 38% δεν τους δίνονται καθόλου ευκαιρίες σε σύγκριση με το 20% των πτυχιούχων εργαζομένων). Επιπλέον, προβληματίζονται περισσότερο για την επίδραση της τεχνολογίας στην εργασία τους, με το 17% να δηλώνουν ανήσυχοι ή φοβισμένοι.
«Η αναντιστοιχία μεταξύ των διαθέσιμων δεξιοτήτων και εκείνων που χρειάζεται ο ψηφιακός κόσμος αναδεικνύεται ταχύτατα σε ένα από σημαντικότερα προβλήματα στον κόσμο “ αναφέρει ο Richard Oldfield, επικεφαλής παγκόσμιων αγορών στην PwC. “Παρόλο που η τεχνολογία πιθανότατα θα δημιουργήσει παρόμοιο αριθμό θέσεων εργασίας με εκείνες που θα αντικαταστήσει, οι εργαζόμενοι θα χρειαστούν τις κατάλληλες δεξιότητες και ανάλογο τρόπο σκέψης για να προσαρμοστούν. Υπάρχει μεγάλη διάθεση μάθησης από τους εργαζομένους, αλλά οι σχετικές ευκαιρίες δεν κατανέμονται ομοιόμορφα. Οι ανισότητες αυτές θα συνεχίσουν να γίνονται πιο ακραίες εάν οι κυβερνήσεις, οι ΜΚΟ και οι επιχειρήσεις δεν δώσουν τη δέουσα προσοχή».
Συγκριτικά με τις γυναίκες, οι άνδρες είναι περισσότερο θετικοί απέναντι στην τεχνολογία βλέποντας με αισιοδοξία την μελλοντική επίδρασή της στην εργασία τους. Είναι πιο πιθανό να προχωρήσουν στην εκμάθηση νέων δεξιοτήτων, ενώ με ποσοστό 80% έναντι 74% των γυναικών ήδη εκπαιδεύονται σε νέες δεξιότητες.
Επίσης, οι νεότεροι εργαζόμενοι ιδιαίτερα, τα άτομα ηλικίας 18-34 εμφανίζονται πιο αισιόδοξα για το ψηφιακό μέλλον από οποιαδήποτε άλλη ηλικιακή ομάδα ενώ τους παρέχονται και περισσότερες ευκαιρίες κατάρτισης. Συγκεκριμένα, το 69% των συμμετεχόντων ηλικίας 18-34 ετών αντιμετωπίζουν θετικά την επίδραση της τεχνολογίας στην εργασία τους, σε σύγκριση με το 59% ηλικίας 35-54 ετών και το 50% ηλικίας 55+.
Επιπλέον, μόλις το 18% των συμμετεχόντων ηλικίας 18-34 αναφέρουν ότι οι εργοδότες τους δεν τους παρέχουν καμία ευκαιρία να μάθουν νέες δεξιότητες. Για τα άτομα ηλικίας 35-54 και 55+, τα ποσοστά διαμορφώνονται σε 29% και 38% αντίστοιχα.
«Δεν είναι απαραίτητο να γνωρίζουν όλοι να γράφουν κώδικα, αλλά πρέπει να είναι σε θέση να κατανοήσουν τον τρόπο με τον οποίο η τεχνολογία θα αλλάξει τον κόσμο της εργασίας και πώς αυτό θα τους ωφελήσει” σημειώνει η Carol Stubbings, Partner, Leader People and Organization PwC στη Μεγάλη Βρετανία. “Η αναβάθμιση των δεξιοτήτων αφορά τη δημιουργία μιας κουλτούρας διαρκούς μάθησης που χαρακτηρίζεται από διερευνητική ματιά και διάθεση για περαιτέρω έρευνα, και είναι κάτι το οποίο καλούνται να διαχειριστούν πολλές επιχειρήσεις. Πολύ συχνά, επιλέγονται συγκεκριμένες κατηγορίες εργαζομένων για την αναβάθμιση των δεξιοτήτων τους οδηγώντας έτσι σε ένα φαύλο κύκλο αποκλείοντάς κάποια άτομα από τις εξελίξεις. Η αντιμετώπιση της πρόκλησης της αναβάθμισης δεξιοτήτων θα μπορούσε να βοηθήσει στην αύξηση της παραγωγικότητας, η οποία παραμένει χαμηλή παρά τα τρισεκατομμύρια δολάρια που επενδύονται στην τεχνολογία κάθε χρόνο».
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εργαζόμενοι στην Κίνα και την Ινδία είναι μακράν οι πιο αισιόδοξοι σχετικά με την επίδραση της τεχνολογίας, παρά το γεγονός ότι είναι πιθανότερο η εργασία τους να αλλάξει σημαντικά. Στους εργαζόμενους από αυτές τις περιοχές, δίνονται και οι περισσότερες ευκαιρίες, από τους εργοδότες τους, για αναβάθμιση των δεξιοτήτων τους, με ποσοστό 97% και 95% αντίστοιχα.
Αντιθέτως, οι εργαζόμενοι στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Αυστραλία αναφέρουν ότι τους δίνονται οι λιγότερες ευκαιρίες για να μάθουν νέες δεξιότητες. Τείνουν επίσης να είναι λιγότερο θετικοί σχετικά με την επίδραση της τεχνολογίας. Ο τόπος διαμονής, το εάν δηλαδή ζουν σε αγροτικές ή αστικές περιοχές, παίζει επίσης σημαντικό ρόλο στη στάση τους απέναντι στην τεχνολογία. Για παράδειγμα, το 67% των κατοίκων πόλεων θεωρούν ότι οι εργασιακές προοπτικές θα βελτιωθούν μέσω της τεχνολογίας (σε σύγκριση με το 48% σε αγροτικές περιοχές), ενώ στο 80% δίνονται ευκαιρίες αναβάθμισης των δεξιοτήτων τους από τους εργοδότες τους, σε σύγκριση με το 60% των εργαζομένων που διαμένουν σε αγροτικές κοινότητες.
Η συγκεκριμένη έρευνα βασίζεται σε αντίστοιχη έρευνα της PwC «Οι επιπτώσεις της αυτοματοποίησης στην εργασία» που αποκαλύπτει ότι το 30% των θέσεων εργασίας απειλούνται από την αυτοματοποίηση ως τα μέσα της δεκαετίας του 2030 με βάση την ανάλυση που έγινε σε 29 χώρες. Επιπροσθέτως, η ετήσια έρευνα των CEO της PwC για το 2019 φανερώνει ότι η διαθεσιμότητα των δεξιοτήτων αποτελεί βασικό προβληματισμό για το 79% των CEO.
Η έρευνα διενεργήθηκε τον Ιούλιο του 2019 από την Opinium για λογαριασμό της PwC. Συνολικά συμμετείχαν 22.098 ενήλικες από 11 χώρες: Νότια Αφρική, Γερμανία, Ολλανδία, Ινδία, Αυστραλία, Γαλλία, Σιγκαπούρη, Κίνα, Νότια Αφρική, Πολωνία Συμμετείχαν τουλάχιστον 2.000 ενήλικες (18 ετών και άνω) από κάθε αγορά.