Εορτολόγιο: Ποιοι γιορτάζουν σήμερα Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2024
Σύμφωνα με το Εορτολόγιο, γιορτάζουν τα ονόματα: Πελαγία, Πελαγίτσα, Πελαγιώ, Πελαγής, Πελάγιος, Ταϊσία
Δείτε ποιοι γιορτάζουν σήμερα, Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2024.
Σύμφωνα με το Εορτολόγιο, Τρίτη 8 Οκτωβρίου, είναι της Οσίας Πελαγίας της από εταιρίδων.
Γιορτάζουν τα ονόματα: Πελαγία, Πελαγούλα, Πελαγίνα, Πελαγίτσα, Πελαγιώ, Πελαγής, Πελάγιος, Ταϊσία.
Οι Άγιοι:
Οσία Πελαγία
Αἴσχους πλυθεῖσα καὶ λιποῦσα τὸν σάλον, Πρὸς ὅρμον ἥκεις οὐρανοῦ Πελαγία.
Ὀγδοάτῃ ὑπάλυξε βίου πέλαγος Πελαγία.
Η Οσία Πελαγία ζούσε στην Αντιόχεια και ανήκε στην τάξη των αποκαλούμενων …ελαφρών γυναικών. Ήταν πόρνη. Η ζωή της δυστυχώς ήταν βουτηγμένη μέσα στον οίστρο των αμαρτωλών ηδονών. Η ακολασία είχε πωρώσει τόσο τη συνείδησή της, ώστε καμιά έννοια μετανοίας να μη μπορεί να εισχωρήσει στην ψυχή της. Επομένως, θα μπορούσε να πει κανείς, ήταν καταδικασμένη από την επίγεια ζωή της στο πυρ της κολάσεως. Όμως όχι! Ο πολυεύσπλαχνος Κύριός μας, διαβεβαίωσε ότι «αι τελώναι και αι πόρναι προάγουσιν υμάς εις την βασιλείαν του Θεού». Δηλαδή, οι τελώνες και οι πόρνες, που στην αρχή έδειξαν απείθεια στο Νόμο του Θεού, αλλά κατόπιν ειλικρινά μετάνιωσαν, προλαμβάνουν στη βασιλεία του Θεού εσάς, που μόνο με τα λόγια δείξατε υπακοή στον Θεό, στην πράξη όμως υπήρξατε απειθείς και άπιστοι. Πράγματι η Πελαγία τυχαία σε κάποια σύναξη χριστιανών άκουσε θερμό κήρυγμα περί αγνότητας, του επισκόπου Νόννου (βλέπε 10 Νοεμβρίου). Τα λόγια του ήλεγξαν και συγκλόνισαν την ψυχή της. Με τη χάρη του Θεού, απαρνήθηκε την άσωτη ζωή της, πούλησε τα διάφορα κοσμήματά της και τα χρήματα διαμοίρασε στους φτωχούς. Αφού κατηχήθηκε και βαπτίσθηκε, μετά οκτώ μέρες πήγε στην Ιερουσαλήμ, όπου με σκληρή άσκηση πέρασε την υπόλοιπη ζωή της.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’
Ἐξ ἀκανθῶν καθάπερ ρόδον εὐῶδες, τὴ Ἐκκλησία Πελαγία ἐδείχθης, ταὶς ἐναρέτοις πράξεσιν εὐφραίνουσα ἠμᾶς, ὅθεν καὶ προσήγαγες, ὡς ὀσμὴν εὐωδίας, τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, τὸν σὸν βίον Ὁσία. Ὂν ἐκδυσώπει σώζεσθαι ἠμᾶς, παθῶν παντοίων, ψυχῆς τὲ καὶ σώματος.
Αγία Πελαγία η Παρθένος
Κρημνῷ φυγοῦσα κρημνὸν αἰσχύνης μέγαν, Κρημνεῖς τὸν ἐχθρὸν εὐφυῶς Πελαγία.
Η Αγία Πελαγία η Παρθένος καταγόταν από την Αντιόχεια της Συρίας, από ένδοξο γένος (κάπου στα χρόνια του βασιλιά Νουμεριανού 282 – 284 μ.Χ.). Όταν έμαθε ο άρχοντας της Αντιόχειας ότι η Πελαγία ήταν χριστιανή, έστειλε στρατιώτες για να την συλλάβουν. Αυτοί περικύκλωσαν το σπίτι της και ετοιμάζονταν να την αρπάξουν. Όταν το έμαθε η Αγία, ζήτησε από τους στρατιώτες να περιμένουν λίγο. Όποτε, σήκωσε τα χέρια της και τα μάτια της στον ουρανό και προσευχήθηκε θερμά προς τον Θεό να μη επιτρέψει να την αρπάξουν οι στρατιώτες, αλλά να φύγει απ’ τη ζωή αυτή αγνή και παρθένος. Έπειτα άνοιξε το παράθυρο και έριξε τον εαυτό της στο κενό, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί θανάσιμα και έτσι παρέδωσε την αγνή ψυχή της στον Θεό, προκειμένου βέβαια να την προφυλάξει από τον μολυσμό των αγροίκων στρατιωτών.
Περίφημο εγκώμιο για την Αγία αυτή έγραψε ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
Αγία Ταϊσία
Ἐκ τοῦ ῥύπου σμηχθεῖσα τῆς ἀσωτίας, Φαιδρὰ πρόσεισι τῷ Θεῷ Ταϊσία.
Η ομορφιά της Αγία Ταϊσίας ήταν από τις σπάνιες. Πλεονέκτημα, που αποβαίνει ολέθριο, όταν δεν είμαστε σε θέση να το διατηρούμε αγνό με τον φόβο του Θεού, την φωτεινή διάκριση, την αδιάλειπτη προσευχή και την ταπεινοφροσύνη. Δυστυχώς για την Ταϊσία, αυτή που επιβουλεύτηκε την τιμή της ήταν η ίδια η μάνα της. Γυναίκα χυδαία, που ήθελε πολύ πλούτο και δεν δίστασε να εκμεταλλευτεί την κόρη της για να τον αποκτήσει. Έτσι η Ταϊσία, παρασύρθηκε στο δρόμο της ατιμίας μόλις 17 ετών. Έγινε και η ίδια πλούσια αλλά και πόρνη. Οι τίμιοι όμως άνθρωποι την απεχθάνονταν. Καμιά οικογενειακή πόρτα δεν ήταν ανοικτή γι’ αυτήν. Οι ίδιοι οι εκμεταλλευτές της σάρκας της, ποτέ δεν θα την έφερναν να γνωριστεί με τις μητέρες τους και τις αδελφές τους. Διότι είχε καταντήσει ένα αντικείμενο σαρκικής ικανοποίησης και τίποτα περισσότερο. Τότε η Ταϊσία έπεσε σε θλίψη μεγάλη, αλλά και η Εκκλησία μπορεί μεν να έχασε ένα πρόβατο, όμως δεν έπαψε να το αναζητεί. Όταν λοιπόν ο Παφνούτιος από τη Σιδώνα έμαθε την ψυχική της κατάσταση, προσευχήθηκε και αποφάσισε να εργαστεί για την ψυχή της. Και δεν αστόχησε. Την επισκέφθηκε και με τη χάρη του Θεού πέτυχε το θαύμα! Καυτά δάκρυα μετανοίας κύλησαν στα μάγουλα της Ταϊσίας. Πέταξε όλα της τα πλούτη στη θάλασσα, διότι το τίμημα της ατιμίας δεν άξιζε να χρησιμοποιηθεί στο Ιερό έργο της ελεημοσύνης. Από τότε έζησε φτωχά, αλλά πλούσια σε πίστη, σε μετάνοια, σε σωφροσύνη, σε προσευχή, σε υπακοή, σε ταπείνωση και σε καλοσύνη. Έγινε δεκτή σε ευσεβή όμιλο γυναικών και πέθανε φροντίζοντας αρρώστους και ανήμπορους ανθρώπους.
Άγιος Ιγνάτιος ο νέος Οσιομάρτυρας
Το χωριό Ζαγορά της επαρχίας Τυρνάβου, ήταν η πατρίδα του Αγίου Ιγνατίου. Οι γονείς του Γεώργιος και Μαρία, παρέλαβαν τον γιο τους Ιωάννη, αυτό ήταν το κατά κόσμον όνομα του, και μετακόμισαν στη Φιλιππούπολη. Ο Άγιος από μικρό παιδί, έδειχνε μεγάλο ζήλο στις αρετές και πήγε σ’ ένα αυστηρό γέροντα. Στο διάστημα όμως αυτό, οι Τούρκοι σκότωσαν τον πατέρα του και με τη βία τούρκεψαν τη μητέρα του και τις δύο αδελφές του. Όταν το έμαθε ο Ιωάννης, πήγε στο Βουκουρέστι και από εκεί στο Άγιον Όρος. Στον δρόμο όμως, σε μπλόκο, συνελήφθη από Οθωμανούς και για να γλιτώσει τον θάνατο τους υποσχέθηκε ότι θα γίνει Οθωμανός. Όταν έφτασε στο Άγιον Όρος, κατέληξε στη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου, όπου εκάρη μοναχός με το όνομα Ιγνάτιος. Εκεί ο ηγούμενος Νικηφόρος ο Γέροντας τον εμπιστεύθηκε στον Γέροντα Ακάκιο.
Αργότερα πήρε την ευχή να μαρτυρήσει και στις 29 Σεπτεμβρίου 1814 μ.Χ. έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, όπου μπροστά στον κριτή πέταξε το τούρκικο φέσι, που φόρεσε επίτηδες και ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό. Άγρια και φρικτά τα βασανιστήρια που ακολούθησαν. Αλλά ο Ιγνάτιος έμεινε σταθερός στην απόφασή του. Τελικά τον απαγχόνισαν στις 8 Οκτωβρίου 1814 μ.Χ. ώρα έκτη. Ο συνοδός του Γρηγόριος αγόρασε το λείψανό του και μαζί μ’ αυτό του νεομάρτυρα Ευθυμίου, τα μετέφερε στο Άγιον Όρος.
Ο Ιγνάτιος, μαζί με τους συνασκητές του μάρτυρες, Ευθύμιο και Ακάκιο, γιορτάζουν μαζί την 1η Μαΐου.
Άγιος Ιγνάτιος ο Οσιομάρτυρας
Ο Οσιομάρτυρας Ιγνάτιος, ο μέγας της Οικουμένης ο φωστήρας, ανέτειλεν ως άλλος ήλιος από την ανατολή, από την περιώνυμη πόλη Κίο, η οποία αυτή πόλη είναι παλαιά, ελληνική, των Ιώνων αποικία. Ο Οσιομάρτυρας Ιγνάτιος γεννήθηκε στην Κίο από γονείς ευσεβείς, ενάρετους και φιλόθεους. Ο Όσιος Ιγνάτιος διδάχθηκε από τους γονείς του την αρετή αλλά και από τους δασκάλους του, την Θεόπνευστη γραφή και το ιερό Ευαγγέλιο. Ο Όσιος ως φρόνιμος νέος στοχάσθηκε ν’ αρνηθεί τον κόσμο και να φορέσει το αγγελικό σχήμα, αλλά η σχέση και η αγάπη των γονέων του και η μεγάλη υπακοή όπου είχε προς αυτούς, τον τραβούσαν πίσω, έως ότου πέθαναν οι γονείς του. Αφού αναπαύθηκαν εν Κυρίω, τότε ο Άγιος βρίσκοντας ευκαιρία πωλεί όλα του τα υποστατικά και όσα χρήματα έλαβε, τα έδωσε όλα ελεημοσύνη στους φτωχούς, στις χήρες και στα ορφανά και μόνο για τρεις ημέρες κράτησε ζωοτροφίαν και ευθύς πήγε εις τον Όλυμπο της Βιθυνίας. Εκεί ο Άγιος Ιγνάτιος βρήκε το μοναστήρι του Αγίου Αυξεντίου και ο τότε ηγούμενος αμέσως, τον ένδυσε το μέγα και άγιον αγγελικό σχήμα γνωρίζοντας εκ Πνεύματος Αγίου, ότι θα γινόταν σκεύος εκλογής κατά τον μέγα Παύλο για να ομολογήσει το όνομα του Χριστού ενώπιον βασιλέων και τυράννων. Ποιος είναι σε θέση να καταγράψει τις αρετές του και τα μεγάλα του κατορθώματα, την άκρα του ταπείνωση, τις υπεράνθρωπες νηστείες, αγρυπνίες και αδιάλειπτες προσευχές του, τα από κατάνυξη εκχεόμενα (ποταμηδόν) δάκρυα και την μέχρι θανάτου υπακοήν, τους άπειρους πειρασμούς του διαβόλου, της σάρκας τα άτακτα σκιρτήματα και την ματαιότητα του κόσμου. Ο Άγιος Ιγνάτιος «αρματώθηκε» με την «μάχαιραν του Παναγίου Πνεύματος», δηλαδή τον ζωντανό λόγο για να νικήσει τις αρχές και εξουσίες, τους κοσμοκράτορες του σκότους, τα πνεύματα δηλαδή όλα της πονηρίας. Ο Άγιος επιθυμούσε να μαρτυρήσει υπέρ του ονόματος του Χριστού και πάντοτε προσευχόταν στο Θεό με θερμά δάκρυα να αξιωθεί μαρτυρικού τέλους και έλεγε «επιθυμώ αναλύσαι και συν Χριστώ είναι». Είχε τόσο μεγάλο Θείο έρωτα, ώστε έφθασε σ’ ένα ενθουσιασμό ώστε να εξομολογηθεί στον ηγούμενο και πνευματικό του πατέρα, ότι επιθυμεί το μαρτυρικό τέλος. Ο ηγούμενος τον εμπόδιζε λέγοντας, «ότι πολλές είναι οι παγίδες του διαβόλου και πρόσεχε παιδί μου καλώς, ότι το μεν πνεύμα πρόθυμο, η δε σάρκα ασθενής». Ο Άγιος ακόμη περισσότερο γινόταν ζηλωτής και αποφάσισε να γίνει μιμητής του πάθους του Χριστού, ο οποίος τον αξίωσε να έχει τέλος μαρτυρικό. Όταν άρχισε ο πόλεμος κατά τω Αγίων εικόνων και εξορίζονταν όσοι τιμούσαν τις ιερές εικόνες (επί Λέοντος Γ’ του Ισαύρου), του Αγίου σφάδαζε και καιγόταν η καρδιά του από τον θείο έρωτα και έλεγε «ιδού καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού η μέρα σωτηρίας, ιδού καιρός αρμόδιος να μαρτυρήσω υπέρ του ονόματος του Χριστού και Θεού μου, δια τας αγίας και πανσέπτους εικόνας, ας σφαγώ, ας πνιγώ, ας θυσιάσω την ζωή μου, εμπί το ζην Χριστός και το αποθανείν κέρδος». Έτσι αφήνει τον ησυχαστικό βίο και την ασκητική ζωή, έρχεται στην πατρίδα του την Κίο και ανταμώνεται με τον αγιώτατον και σοφώτατον επίσκοπον Κίου κύριον Ευστάθιον (βλέπε 29 Μαρτίου), άνθρωπο ενάρετο, σοφότατο και διδακτικότατο, πλήρη Πνεύματος Αγίου. Ο Άγιος συναναστράφηκε με τον Άγιο Ευστάθιο και διδάχθηκε απ’ αυτόν τα μεγάλα και υπερφυή μυστήρια της θεολογίας, και άλλα απόρρητα έμαθε από τον Ευστάθιον, ώστε αποφάσισαν και οι δύο να θανατωθούν για τις άγιες εικόνες και να φυλάξουν ακίβδηλη και απαραμείωτη την πατροπαράδοτη πίστη. Στη συνέχεια ο Άγιος Ευστάθιος έλεγξε τον τύραννο και έφερε αποδείξεις και μαρτυρίες από την θεόπνευστη γραφή, από το ιερόν Ευαγγέλιο και από τις παραδόσεις των Θεοκηρύκτων Αποστόλων ώστε τον έκανε αναπολόγητο. Ο Άγιος Ιγνάτιος έμεινε στην πατρίδα του την Κίο, νηστεύοντας, αγρυπνών και προσευχόμενος. Κάθε μέρα μεταλάμβανε τα άχραντα μυστήρια, την αθάνατη τροφή της ψυχής για να ενδυναμωθεί πνευματικώς. Αφού δυναμώθηκε πνευματικά πήγε στο Βυζάντιο και παρουσιάσθηκε στον τύραννο Λέοντα κηρύττοντας την αγγελική αλήθεια. Ο Άγιος Ιγνάτιος αφού είπε στον τύραννο όλη την διδασκαλία για τις εικόνες βγάζει παρευθύς μια εικόνα του Σωτήρος Χριστού όπου είχε εγκόλπιο και την ασπαζόταν λέγων «ει τις την εικόνα του Χριστού, και της Θεοτόκου, και των αγίων πάντων δεν προσκυνά σχετικώς είη της αιωνίω αναθέματι». Ο ασεβής Λέων έγινε παράφρονας από τον θυμό του, και προστάζει παρευθύς τους δημίους και τον δέρνουν τόσο σκληρά και απάνθρωπα, ώστε η γη κοκκίνησε από το αίμα του Αγίου. Ο Άγιος χαιρόταν αγαλλόμενος σαν να ήταν καμία πανήγυρις και έλεγε «Δόξα σοι Κύριε ο Θεός μου, ότι ηξίωσάς με ατιμασθήναι υπέρ του ονοματός σου και υπέρ των αγίων εικόνων σου». Έτσι όπως ήταν ο Άγιος ανεπιμέλητος τον έριξαν στην φυλακή και την νύκτα εμφανίζεται ο Δεσπότης Χριστός και του δίνει θάρρος λέγων «μετά σου ειμί, θάρσει, μη φοβού από των αποκτενόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων τι ποιήσαι» και βρέθηκε υγιής ο Άγιος. Έμεινε στη φυλακή άσιτος και άποτος σαράντα ημέρες, μόνος με τη θεία χάρη να τον δυναμώνει. Μετά απ’ όλα αυτά του λέγει ο τύραννος «άραγε, ω Ιγνάτιε, εσωφρονίσθης από τας τιμωρίας όπου έλαβες ή μένεις πάλιν εις την πρώτη ισχυρογνωμίαν, και άτεκτον γνώμην σου»; Ο Άγιος με Θαρραλέο φρόνημα και ανδρεία γνώμη είπε προς τον τύραννο «ω βασιλεύ, βέλη νηπίων ελογίσθησαν αι πληγαί σου, όποιον μεγαλύτερον κακόν, ή τιμωρίαν έχεις να κάμης εις εμένα κάμε την, εγώ παντελώς δεν σε φοβούμαι». Τότε ο Λέων βλέποντας το αμετάθετον της γνώμης του, τον εξόρισε σε ένα ερημονήσι πετρώδες αναμεταξύ Μυτιλήνης και Τενέδου, να μην έχει καμία ανθρώπινη βοήθεια, να αποθάνει από την μεγάλη κακοπάθεια και έλλειψη των αναγκαίων αλλά ο άγιος δοξάζων και ευλογών τον Θεόν, και περιφέρων τα στίγματα του Χριστού στο σώμα του έμεινε εκεί τρεφόμενος με τα άγρια χόρτα της γης, η δε θεία δίκη, δεν πέρασε πολύς καιρός, και τιμώρησε τον Λεόντα και τον έπιασε μια συστροφή εντέρων και τόση σφοδρότατη δυσεντερία, ώστε του σάπησαν όλα του τα έντερα. Έτσι βρήκε φρικτό θάνατο. Μετά από τον Λέοντα έγινε βασιλιάς ο υιός του Κωνσταντίνος ο Κοπρώνυμος. Ο Κωνσταντίνος ο Κοπρώνυμος πρόσταξε όσοι εξορίσθηκαν από τον πατέρα του Λέοντα να παραμείνουν στην εξορία. Έτσι ο Άγιος Ιγνάτιος έμεινε σ’ εκείνο το ερημονήσι χωρίς ανθρώπινη βοήθεια, μόνος με το Θεό. Ο Θεός φώτισε κάποιους ψαράδες όπου πήγαιναν εκεί να ψαρέψουν και γνώρισαν τον Άγιο και του έφερναν παξιμάδια και νερό, διότι ούτε νερό δεν υπήρχε εκεί. Ο Άγιος σ’ αυτό το ερημονήσι από την πολλή κακοπάθεια και από το γήρας ατόνησε και γνώρισε το τέλος της ζωής του και αφού κάλεσε τους ψαράδες τους είπε να φέρουν ένα ιερέα να τον μεταλάβει τα άχραντα μυστήρια, το τίμιο και πανάγιο σώμα του Δεσπότου Χριστού. Οι ψαράδες αμέσως έφεραν ιερέα και τον μετάλαβε τα άχραντα μυστήρια και μετά από λίγη ώρα είπε «Κύριε εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου», εκοιμήθη εν Κυρίω την 8η Οκτωβρίου. Τον Άγιο του λείψανο το ενταφίασαν ο ιερεύς και οι ψαράδες στον τόπο όπου ασκήτευε ο Άγιος. Κάθε νύχτα οι ψαράδες έβλεπαν ένα ουράνιο φως επάνω στον τάφο του Αγίου. Μετά από καιρό δύο Κιώτες συμπολίτες συγγενείς και φίλοι άκουσαν για την κοίμησή του και πήγαν να πάρουν κανένα μέρος των λειψάνων του δια αγιασμόν της πατρίδος τους. Όταν πήγαν βρήκαν και άλλους χριστιανούς να διαμερίζουν τα άγια λείψανα του Αγίου Ιγνατίου και πήραν και αυτοί τον δεξιό κάλαμο του χεριού με πολλή χαρά να το πάνε στην Κίο.
Κατά την διάρκεια του ταξιδιού έγινε φουρτούνα μεγάλη και αυτοί απελπισμένοι φώναζαν «Άγιε Ιγνάτιε βοήθησον ημίν» και φάνηκε ο Άγιος στην πρύμνη του καϊκιού βαστώντας την εικόνα του Χριστού και είπε προς αυτούς «θαρσείτε, μη φοβείσθε, εγώ ειμί μεθ’ ημών» και ευθύς έπαυσε η φουρτούνα και έγινε γαλήνη μεγάλη και έφθασαν στην Κίο χαρούμενοι. Αυτοί οι δύο έκρυψαν αυτόν τον θησαυρό σ’ ένα παραθαλάσσιο μαγαζί όπου τώρα είναι ο πάνσεπτος ναός του. Μόλις πέθανε ο Κοπρώνυμος έκτισαν αυτό το μαγαζί πάνσεπτο ναό και έβαλαν εκεί τον πολυτίμητο θησαυρό, ο οποίος πηγάζει ιάματα σ’ αυτούς που προστρέχουν με πίστη και πόθο θερμό, ιατρεύει διάφορα πάθη ανίατα και παύει λοιμικές νόσους.
Άγιος Φίλιππος επίσκοπος Γορτύνης
Ο Επίσκοπος Γορτύνης Φίλιππος, έζησε το δεύτερο μισό του 2ου μ.Χ. αιώνος στα χρόνια του Μάρκου Αυρήλιου (161 – 180 μ.Χ.) και του διαδόχου του Λούκιου Αυρήλιου Κομμόδου (180 – 182 μ.Χ.). Ήταν σύγχρονος του επιφανούς Επισκόπου Κορίνθου Αγίου Διονυσίου του Ιερομάρτυρος (βλέπε 29 Νοεμβρίου) και παραλήπτης επιστολής του στην οποία επαινείται αυτός και η Εκκλησία Γορτύνης για το θάρρος που είχαν επιδείξει στους διωγμούς και συμβουλεύει να φυλάσσονται από «τήν διαστροφήν τῶν αἱρετικῶν». Περίληψη αυτής της επιστολής διασώζει ο Ευσέβιος Καισαρείας. Για τον Γορτύνης Φίλιππο επίσης κάνει λόγο ο Άγιος Ιερώνυμος (βλέπε 15 Ιουνίου). Στα περίφημα ψηφιδωτά του 5ου μ.Χ. αιώνος του παλαιοχριστιανικού μνημείου Ροτόντας Θεσσαλονίκης, ιστορείται ο Φίλιππος μαζί με τον Κύριλλο Γορτύνης τον Ιερομάρτυρα, πράγμα που σημαίνει ότι πολύ νωρίς είχε ενταχθεί στο Αγιολόγιο της Εκκλησίας.