Εορτολόγιο: Ποιοι γιορτάζουν σήμερα Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2024
Σύμφωνα με το Εορτολόγιο, γιορτάζουν τα ονόματα: Κυπριανός, Κυπριανή, Ιουστίνη, Ιουστίνα
Δείτε ποιοι γιορτάζουν σήμερα, Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2024.
Σύμφωνα με το Εορτολόγιο, Τετάρτη 2 Οκτωβρίου, είναι των Αγίων Κυπριανού επισκόπου Καρθαγένης και Ιουστίνης της παρθένου.
Γιορτάζουν τα ονόματα: Κυπριανός, Κυπριανή, Ιουστίνη, Ιούστα, Γιούστα, Ιουστίνα, Γιουστίνα, Γιουστίνη.
Οι Άγιοι:
Άγιος Κυπριανός και η Αγία Ιουστίνη
Ἀλγεῖ Σατανᾶς, τὸν πάλαι φίλον βλέπων, Ξίφει φιλοῦντα συνθανεῖν Ἰουστίνῃ.
Τμήθη δευτερίῃ σὺν Ἰουστίνῃ Κυπριανός.
Ο Άγιος Κυπριανός ήταν πλούσιος, ευγενής, φιλόσοφος από την Καρχηδόνα της Λιβύης. Έζησε στα χρόνια του Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.) και εξασκούσε τη μαγική τέχνη στην Αντιόχεια. Κάποτε ένας ειδωλολάτρης ονόματι Αγλαΐδας ερωτεύτηκε μια Χριστιανή παρθένο που ονομαζόταν Ιούστα. Η κοπέλα δεν ανταποκρινόταν στον έρωτά του κι εκείνος κατέφυγε στο διάσημο μάγο Κυπριανό. Όλα όμως τα μαγικά τεχνάσματα του Κυπριανού αποδείχθηκαν ανώφελα μπροστά στην σταθερή άρνηση της Χριστιανής κόρης. Παραδεχόμενος την χρεωκοπία της τέχνης του, έκαψε τα μαγικά του βιβλία ενώπιον του Επισκόπου Ανθίμου, ζητώντας να βαπτισθεί και να γίνει ιερεύς. Πράγματι, ανήλθε όλες τις ιερατικές βαθμίδες και τέλος εξελέγη Επίσκοπος Καρχηδόνος. Μαζί του παρέλαβε και την Ιούστα, την οποία χειροτόνησε διακόνισσα μετονομάζοντάς την Ιουστίνα. Έδειξε αποστολικό ζήλο και γι αυτό το διέβαλαν στον Δέκιο. Εξορίσθηκε στην Αντιόχεια, όπου και φυλακίσθηκε και αργότερα στη Νικομηδεία, όπου ο Κλαύδιος τον αποκεφάλισε μαζί με την Ιουστίνη. Τα λείψανά τους τα παρέλαβαν ευλαβείς Χριστιανοί και τα μετέφεραν στην Ρώμη, όπου και τα έθαψαν στον επισημότερο λόφο της πόλεως.
Να σημειωθεί ότι ο Μιχαήλ Ι. Γαλανός, στο έργο του «Οι Βίοι των Αγίων» έχει διαφοροποιημένο τον βίο του Άγιου Κυπριανού και θεωρεί ιστορικές ανακρίβειες όλα τα αναφερόμενα περί μαγείας, που αφορούν στο πρόσωπο του συγκεκριμένου Άγιου.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’
Θείας πίστεως, τὴ φωταυγεία, σκότος ἔλιπες, τῆς ἀσεβείας, καὶ φωστὴρ τῆς ἀληθείας γεγένησαι ποιμαντικῶς γὰρ φαιδρύνας τὸν βίον σου, Κυπριανὲ τὴ ἀθλήσει δεδόξασαι. Πάτερ Ὅσιε, τὸν Κτίστην ἠμὶν ἰλέωσαι, ὁμοὺ σὺν Ἰουστίνη τὴ Θεόφρονι.
Όσιος Θεόφιλος ο Ομολογητής
«Ἐναντίον μου σὴ τελευτὴ τιμία», Λέγει Θεὸς σοὶ τῷ φίλῳ Θεοφίλῳ.
Ο Όσιος Θεόφιλος έζησε στα χρόνια που αυτοκράτορας ήταν ο Λέων ο Ίσαυρος, ο εικονομάχος. Ο όσιος, περιερχόμενος την Κωνσταντινούπολη, θέρμαινε την καρτεροψυχία των ορθοδόξων, και ήλεγχε την πλάνη των διωκτών των εικόνων. Η αρετή και η δύναμη του λόγου του, ανέδειξαν τον Θεόφιλο ένα από τους ισχυρότερους προμάχους της ευσέβειας. Κατόπιν τον φυλάκισαν και στη συνέχεια τον εξόρισαν. Έτσι, εκεί στην εξορία τελείωσε τη ζωή του, χωρίς να δεχτεί την πρόσκαιρη ελευθερία αντί προδοσίας της αλήθειας και απωλείας της αιωνίου ζωής.
Άγιος Γεώργιος ο Νεομάρτυρας που μαρτύρησε στο Καρατζασού
Kτείνεις τον εχθρόν, ώπερ εκτάνθης ξίφει, Γεώργιε συ και συνάπτη Aγγέλοις.
Ο Άγιος Γεώργιος ο Νεομάρτυρας ή Χατζή – Γεώργιος ήταν γιος χριστιανών γονέων από τη Φιλαδέλφεια. Έφυγε από την πατρίδα του και πήγε στην πόλη Καρατζασού της Ηλιούπολης, όπου εξασκούσε την τέχνη του αμπατζή (σαγματοποιού). Σε κάποια διασκέδαση, που έτυχε να είναι παρών και ο Γεώργιος, κάποιος, που βρισκόταν σε κατάσταση μέθης, έπεσε και σκοτώθηκε. Τότε, σύμφωνα με τη συνήθεια, ο κριτής ζήτησε απ’ τους κατοίκους, να πληρώσουν το ανάλογο πρόστιμο. Ο Γεώργιος αρνήθηκε να καταβάλει αυτό το πρόστιμο και επάνω στο θυμό του είπε, ότι δεν το πληρώνει γιατί είναι Τούρκος. Αμέσως τότε οι Τούρκοι τον συνέλαβαν και του έκαναν περιτομή. Αργότερα ο Γεώργιος, μετανοημένος, πήγε στο Άγιο Όρος, όπου έμεινε για αρκετό χρονικό διάστημα. Επανήλθε όμως στην πόλη Καρατζασού, και μπροστά στον κριτή ομολόγησε με θάρρος την πίστη του στον Χριστό. Παρά τις κολακείες του κριτή, έμεινε αμετάθετος στην απόφασή του. Άρχισε τότε μία σειρά φρικτών βασανιστηρίων, που ο Γεώργιος τα υπέμεινε με μεγάλη γενναιότητα. Έλεγε μάλιστα: «ότι και αν μου κάνετε εγώ δεν αρνούμαι πλέον την πίστη μου. Χριστιανός γεννήθηκα, Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θέλω να πεθάνω». Τελικά, στις 2 Οκτωβρίου 1794 μ.Χ (ή κατά τον Otto Meinardus στις 2 Οκτωβρίου 1752 μ.Χ.) τον αποκεφάλισαν.
Όσιος Κασσιανός ο Έλληνας και Θαυματουργός
Ο Όσιος Κασσιανός του Ούγκλιχ, κατά κόσμον Κωνσταντίνος, ήταν Ελληνικής καταγωγής και μάλιστα απόγονος της πριγκιπικής οικογένειας των Μανκουτίων. Συμμετείχε στην Βυζαντινή αντιπροσωπεία, η οποία μετέβη στην Μόσχα, στον μεγάλο πρίγκιπα Ιβάν Γ’ Βασίλεβιτς (1438 – 1505 μ.Χ.), ο οποίος κάνοντας τον γάμο του με την Σοφία Παλαιολογίνα το 1472 μ.Χ., συγγένεψε με την τελευταία Βυζαντινή δυναστεία και έλαβε ως έμβλημά του τον δικέφαλο αετό.
Αποφασίζοντας ο Κωνσταντίνος να αφιερώσει την ζωή του στον Θεό, παρέμεινε στην δικαστική υπηρεσία του τσάρου της Μόσχας ζώντας κοντά στον Επίσκοπο της πόλεως Ροστώβ, Ιωάσαφ.
Όταν ο Επίσκοπος Ιωάσαφ αποσύρθηκε στη μονή του Αγίου Θεράποντος, ο Κωνσταντίνος εγκατέλειψε τα εγκόσμια και τον ακολούθησε. Έγινε μοναχός μετά από ένα θαυμαστό όραμα, στο οποίο είδε τον Όσιο Μαρτινιανό (κοιμήθηκε το 1483 μ.Χ.) να τον καλεί στο μοναχικό βίο και έλαβε το όνομα Κασσιανός. Μετά από μία χρονική περίοδο άφησε τη μονή και εγκαταστάθηκε κοντά στην πόλη Ούγκλιχ, στη συμβολή των ποταμών Βόλγα και Ούχμα, όπου ίδρυσε μοναστήρι προς τιμήν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Η φήμη της αγιότητας του βίου του διαδόθηκε ευρέως και πολλοί τον επισκέπτονταν, για να λάβουν την ευλογία του αλλά και να ακούσουν τις πνευματικές νουθεσίες του. Ο Όσιος δεχόταν τον καθένα με περισσή αγάπη και με διάκριση τον οδηγούσε προς τον λιμένα της σωτηρίας. Ο Όσιος Κασσιανός κοιμήθηκε ειρηνικά σε βαθύ γήρας, στις 2 Οκτωβρίου του 1504 μ.Χ., ημέρα της μνήμης του. Η μνήμη του κατά την 21η Μαΐου εορτάζεται, επειδή στο κοσμικό του όνομα ονομαζόταν Κωνσταντίνος, προς τιμήν του Κωνσταντίνου του Μεγάλου.
Η μνήμη της μετακομιδής των ιερών λειψάνων του Οσίου Κασσιανού εορτάζεται στις 23 Αυγούστου.
Άγιος Θεόδωρος ο Μεγαλομάρτυρας ο Γαβράς
Θεοδώρων ὕστατος Γαβρᾶς μαρτύρων, Σπεύσας στεφάνων, ἠξιώθη τῶν ἴσων,
Δευτερίῃ Θεόδωρος ἔτλῃ πῦρ, γηθόσυνος κήρ.
Σύμφωνα με την Ακολουθία του, o Άγιος Θεόδωρος ο Μεγαλομάρτυρας ο Γαβράς, γεννήθηκε τον 10ο αιώνα μ.Χ. στην κωμόπολη της Χαλδίας, που λεγόταν Άρτα (ή Άτρα), από γονείς ευσεβείς και ένδοξους (Η Χαλδία ήταν ένα από τα 3 θέματα του Πόντου με πρωτεύουσα την Τραπεζούντα). Χρημάτισε στρατιωτικός αρχηγός και κυβερνήτης της Τραπεζούντος και ανεδείχθη υπερασπιστής της Ορθοδόξου πίστεως και προστάτης των πτωχών και των αδυνάτων. Σε μία συμπλοκή με τους Σελτζούκους Τούρκους συνελήφθη αιχμάλωτος και προκειμένου να μην αρνηθεί το Χριστό και την πίστη του, μαρτύρησε μετά από φρικτά και μεγάλα βασανιστήρια, στις 2 Οκτωβρίου 1098 μ.Χ. στη Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ).
Ιστορικό του Ναού του Αγίου Θεόδωρου Γαβρά
Σύμφωνα με το συναξάρι του, για να τιμηθεί η μνήμη του κατασκευάστηκε ναός στην Τραπεζούντα. Ο ναός υπήρξε δωρεά του ανιψιού του Θεοδώρου, Κωνσταντίνου Γαβρά, ο οποίος διετέλεσε, όπως και ο θείος του, στρατηγός του θέματος Χαλδίας με πρωτεύουσα την Τραπεζούντα το διάστημα 1118-1143 μ.Χ. Χτίστηκε ανατολικά της πόλης στη συνοικία του Αγίου Βασιλείου και κοντά στο ναό της Αγίας Άννας. Μετά την ανέγερσή του ο Κωνσταντίνος Γαβράς μετέφερε εκεί με τιμητική πομπή την κάρα του μάρτυρα. Ο ναός του Αγίου Θεοδώρου καταστράφηκε από άγνωστη αιτία λίγο πριν ή κατά τη διάρκεια των χρόνων της Αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών της Τραπεζούντας (β΄ μισό 12ου – α΄ μισό 14ου αιώνα μ.Χ.). Από το αρχικό κτίσμα του Κωνσταντίνου Γαβρά φαίνεται πως διατηρήθηκε περίπου έως τις αρχές του 20ού αιώνα μόνο ο γυναικωνίτης, δηλαδή το βόρειο τμήμα του ναού. Για το κτίσμα του 12ου αιώνα μ.Χ. τίποτα άλλο δεν είναι γνωστό.
Σε χρυσόβουλο που εξέδωσε ο Αλέξιος Γ΄ Μέγας Κομνηνός της Τραπεζούντας (1349 – 1390 μ.Χ.) το 1364 μ.Χ. και αφορούσε την παραχώρηση προνομίων στους Βενετούς εμπόρους της πόλης γίνεται λόγος για μοναστήρι αφιερωμένο στον Άγιο Θεόδωρο Γαβρά, πληροφορία που δεν πιστοποιείται από το συναξάρι του, το οποίο αναφέρει μόνο τον αρχικό ναό που είχε χτιστεί από τον Κωνσταντίνο Γαβρά. Στο χρυσόβουλο του Αλεξίου επικυρωνόταν μεταξύ άλλων η παραχώρηση εδαφών στους Βενετούς σε περιοχή που εκτεινόταν από το μοναστήρι του Αγίου Θεόδωρου Γαβρά και προς τη θάλασσα, στις ανατολικές υπώρειες της πόλης. Επομένως, είναι πιθανό ο αρχικός ναός του 12ου αιώνα μ.Χ. να αποτέλεσε τον πυρήνα για τη δημιουργία μοναστικού συγκροτήματος αφιερωμένου στον Γαβρά, σε μεταγενέστερη χρονική περίοδο και έως τα μέσα του 14ου αιώνα μ.Χ., όταν εκδόθηκε το χρυσόβουλο. Ασφαλώς η δημιουργία μοναστικής κοινότητας γύρω από τον αρχικό ναό δείχνει τη διάδοση της λατρείας αυτού του τοπικού αγίου προοδευτικά μέσα στον 13ο και τον 14ο αιώνα μ.Χ., καθώς και τη σημαντική θέση που κατείχε στην τοπική θρησκευτική παράδοση σε συνάρτηση και με την κοινωνική θέση της οικογένειας των Γαβράδων. Φαίνεται πως, κατά τα τελευταία χρόνια της Αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών, κατασκευάστηκε άλλος μικρός δίκογχος ναός που ενσωμάτωσε το σωζόμενο βόρειο τμήμα του αρχικού ναού του 12ου αιώνα μ.Χ. (γυναικωνίτης). Το κτίσμα αυτό ασφαλώς ανήκε στο μοναστικό συγκρότημα του Αγίου Θεόδωρου Γαβρά, όμως η ταύτισή του με το καθολικό της μονής δεν είναι ασφαλής, δεδομένων των μικρών διαστάσεών του, αλλά και επειδή στα έγγραφα της εποχής δε γίνεται καθόλου λόγος για την τυπολογία του καθολικού. Στο δίκογχο αυτό κτίσμα η αριστερή κόγχη του Ιερού Βήματος ήταν αφιερωμένη στο Θεόδωρο Γαβρά, ενώ η δεξιά στον Άγιο Δημήτριο. Η αφιέρωσή της στον Άγιο Δημήτριο ίσως ερμηνεύεται από το γεγονός ότι κατά την Ακολουθία του Αγίου Θεόδωρου διαβάζονται τα ίδια σχεδόν τυπικά, καθώς και ο ίδιος Απόστολος και το Ευαγγέλιο, όπως και στην Ακολουθία του Αγίου Δημητρίου. Το μοναστήρι του Αγίου Θεόδωρου Γαβρά μετά την κατάληψη της περιοχής από τους Οθωμανούς παρέμεινε ορθόδοξο αλλά ερειπώθηκε με την πάροδο του χρόνου. Ο παλιός γυναικωνίτης, μόνος από το υπόλοιπο συγκρότημα, διατηρήθηκε σε σχετικά καλύτερη κατάσταση έως τις αρχές περίπου του 20ού αιώνα μ.Χ., οπότε ο χώρος μετατράπηκε σε κοιμητήριο. Οι πληροφορίες που έχουμε σήμερα για τη μορφολογία και τη διακόσμηση του χώρου του γυναικωνίτη προέρχονται από τον Ι. Μηλιόπουλο, ο οποίος μελέτησε τα ερείπια του μοναστικού συγκροτήματος, όπως σώζονταν έως τις αρχές του 20ού αιώνα (1930 μ.Χ.), και προχώρησε σε δημοσίευση των στοιχείων. Έκτοτε φαίνεται πως το συγκρότημα ερειπώθηκε τελείως, καθώς στο χώρο δεν σώζονται πλέον ίχνη των μεσαιωνικών κτισμάτων. Με βάση τις πληροφορίες, οι εσωτερικές διαστάσεις του χώρου του γυναικωνίτη πρέπει να ήταν 3,48 μ. μήκος και 3,37 μ. πλάτος. Στη δυτική πλευρά αυτού του χώρου, ο οποίος φαίνεται πως ήταν ολόκληρος διακοσμημένος με τοιχογραφίες, σωζόταν έως τις αρχές του 20ού αιώνα μ.Χ. σπάραγμα παράστασης της Δευτέρας Παρουσίας. Η παράσταση αυτή καταλάμβανε ολόκληρο το δυτικό τοίχο του χώρου καθώς και το μέρος πάνω από τη θύρα του νότιου τοίχου, μέσω της οποίας επικοινωνούσε ο γυναικωνίτης με τον υπόλοιπο ναό. Σημειώνεται ότι η παράσταση περιλάμβανε στο κέντρο το Χριστό καθισμένο σε θρόνο μέσα σε πολύχρωμη κυκλική δόξα και πλαισιωμένο δεξιά και αριστερά αντίστοιχα από τις ολόσωμες μορφές της Θεοτόκου και του Ιωάννη του Προδρόμου σε στάση ικεσίας. Πρόκειται για τον γνωστό εικονογραφικό τύπο της Δέησης. Κάτω από το πλαίσιο με το Χριστό εικονίζονταν φλόγες. Δεξιά και αριστερά της Δέησης και σε λίγο χαμηλότερο επίπεδο παριστάνονταν ανά έξι οι δώδεκα Απόστολοι να κάθονται σε θρόνους, κρατώντας στα χέρια τους κώδικες. Οι θρόνοι των Αποστόλων ήταν ζωγραφισμένοι κλιμακωτά, τοποθετημένοι μέσα σε αψίδες και πίσω από αυτούς στέκονταν ομάδες αγίων, προφητών, μαρτύρων. Αριστερά του Χριστού θα πρέπει να υποθέσουμε ότι εικονίζονταν σκηνές κολαζομένων, από τις οποίες σωζόταν, έως τις αρχές του 20ού αιώνα μ.Χ., μόνο η παράσταση του πλούσιου από την Παραβολή του Λαζάρου. Η υπόθεση αυτή βασίζεται στην τυπική εικονογραφική απόδοση της Δευτέρας Παρουσίας, που είχε παγιωθεί στη βυζαντινή τέχνη ήδη από τον 11ο αιώνα μ.Χ.
Αναφέρεται επίσης ότι σε κάποιον από τους τοίχους του γυναικωνίτη είχε απεικονιστεί το λάβαρο του Κωνσταντίνου Γαβρά. Η παράσταση του λαβάρου αποτελούνταν από τρεις χρωματικές ζώνες (καστανή, λευκή και κυανή), που στο μέσο έφεραν ένα στέμμα και στα κάτω άκρα, αριστερά και δεξιά αντίστοιχα, ένα μονοκέφαλο αετό (το έμβλημα των ηγεμόνων της Τραπεζούντας) και τον Άγιο Ευγένιο ολόσωμο, μετωπικό, με επισκοπικό ένδυμα. Ο γυναικωνίτης διέθετε επιπλέον τρεις θύρες στα ανατολικά, δυτικά και νότια. Πάνω από τη δυτική θύρα εικονιζόταν παράσταση του Χριστού με δεμένα χέρια και γερμένο κεφάλι, ενώ στο πίσω μέρος της σύνθεσης διαγραφόταν ο σταυρός. Πρόκειται για τον εικονογραφικό τύπο της Άκρας Ταπείνωσης. Οι τοιχογραφίες αυτές, μολονότι δεν αποκλείεται να χρονολογούνται από την αρχική φάση κατασκευής του γυναικωνίτη, το 12ο αιώνα μ.Χ., είναι πιθανότερο να υποθέσουμε πως κατασκευάστηκαν τα τελευταία χρόνια της Aυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών, όταν ο γυναικωνίτης ενσωματώθηκε στο νεότερο δίκογχο ναό και πιθανότατα ανακαινίστηκε. Έξω από την Τραπεζούντα, στην περιοχή Κουνακαλίν, στην Άνω Ματζούκα, έχει εντοπιστεί κοντά στο χωριό Κουνάκα (σημ. Küçükkonak) ένα μικρό εξωκλήσι με παλιές τοιχoγραφίες, το οποίο είναι επίσης αφιερωμένο στον Άγιο Θεόδωρο Γαβρά (Αγε-Γάβρας). Το κτίσμα βρίσκεται στην Κουρανόη (Kourance), τοποθεσία στα βορειοδυτικά του χωριού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Μελά και σε υψόμετρο 1.200 μ. Ο Bryer, χωρίς να προβεί σε ειδικότερη χρονολόγησή του, επισημαίνει πως η αφιέρωσή του στον Θεόδωρο Γαβρά μπορεί να υποδηλώνει ότι ήταν μεσαιωνικό. Η αφιέρωση του ξωκλησιού στον Γαβρά είναι ενδεικτική για τη θέση που κατείχε ο άγιος στη θρησκευτική παράδοση της ευρύτερης περιοχής και συνακόλουθα για τη διάδοση της λατρείας του.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α´
Τῆς Χαλδείας ἡγεμῶν καὶ προστάτης ὑπάρχων, Σὺ ὁ βλαστὸς τῶν Γαβράδων, ὑπὲρ Χριστοῦ τὸ σὸν αἷμα ἐξέχεας· μὴ πτοηθῇς τὰς ἀπειλὰς τῶν δυσμενῶν, ἐν οὐρανοῖς νῦν ἀγάλλῃ τῷ θρόνῳ τῆς τρισηλίου θεότητος παριστάμενος. Δόξα τῷ σὲ ἰσχύσαντι Θεῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι θείῳ Πνεύματι, Θεόδωρε πάνσοφε.
Όσιος Θεόδωρος Ουσακώφ
Ο Όσιος Θεόδωρος Ουσακώφ (Fyodor Ushakov) γεννήθηκε στις 24 Φεβρουαρίου 1743 μ.Χ. και ήταν ναύαρχος του Ρώσικου ναυτικού. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ιστορία της σύγχρονης Κέρκυρας, αλλά και γενικότερα της Ελληνικής Ιστορίας, αφού είναι ο ελευθερωτής της Επτανήσου από τους Γάλλους κατακτητές και θεμελιωτής του πρώτου Ελληνικού κράτους – της Επτανήσου Πολιτείας (1800 – 1807 μ.Χ.) – 347 χρόνια μετά την άλωση του 1453 μ.Χ. της Πόλης. Ξεκινώντας από την Μαύρη θάλασσα ως στόλαρχος της Μεσογείου με τα πλοία του στόλου (που δημιούργησε ο πρίγκιπας Ποτέμκιν), διαπλέει το Αιγαίο και στις 13 Σεπτεμβρίου 1788 μ.Χ. ελευθερώνει τα Κύθηρα, στις 14 Οκτωβρίου την Ζάκυνθο, στις 23 Οκτωβρίου την Κεφαλονιά, στις 1 Ιανουαρίου 1799 μ.Χ. την Λευκάδα. Τέλος στις 21 Φεβρουαρίου 1799 μ.Χ. έρχεται η σειρά της απελευθέρωσης της Κέρκυρας, κάτω από τις έντονες εκδηλώσεις ενθουσιασμού των Επτανησίων. Μετά από ένα χρόνο, το 1800 μ.Χ. ιδρύεται η Επτάνησος Πολιτεία, με την βοήθεια και καθοδήγηση του Ναυάρχου συμφιλιώνεται ο λαός και γνωρίζει νέες και όμορφες στιγμές με ελπίδα για το μέλλον του. Επίσης σημαντική είναι και η κίνηση να επανεγκατασταθεί ο Ορθόδοξος Επίσκοπος στην Κέρκυρα, που είχε εκδιωχθεί από τους Λατίνους και τους Γάλλους. Η παρουσία του Ναυάρχου Θεοδώρου Ουσακώφ και του Ρωσικού στόλου είναι εγγύηση για την διατήρηση της ανεξαρτησίας του πρώτου Ελληνικού Κράτους, καθώς οι περιπολίες του Ρωσικού Ναυτικού στην Μεσόγειο κρατούν μακριά τους επίδοξους κατακτητές από την δύση, όπως κρατούν επίσης μακριά και τους τουρκαλβανούς του Αλή πασά. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Όσιος μονάσε στην Ιερή Μονή Σαναξάρ, μοιράζοντας τα υπάρχοντά του σε απόρους ναυτικούς της Σεβαστουπόλεως. Ο Όσιος Θεόδωρος Ουσακώφ κοιμήθηκε στις 14 Οκτωβρίου 1817 μ.Χ. Στην Ιερά Μονή Αγίας Παρασκευής Σγουράδων φυλάσσονται μικρά τεμάχια των Ιερών του Λειψάνων.