Εορτολόγιο: Ποιοι γιορτάζουν σήμερα Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2023
Σύμφωνα με το Εορτολόγιο, γιορτάζουν τα ονόματα: Ανύσιος, Ανυσία, Γεδεών, Φιλέταιρος, Φιλεταίριος, Φιλεταίρης, Φιλεταίρη
Δείτε ποιοι γιορτάζουν σήμερα, Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2023.
Σύμφωνα με το Εορτολόγιο, Σάββατο 30 Δεκεμβρίου, είναι των Αγίων Ανυσίου επισκόπου και Οσιομάρτυρος Ανυσίας εν Θεσσαλονίκη, του Αγίου Γεδεών Καρακαλλινού του νέου εν Τυρνάβω, του Αγίου Φιλεταίρου μάρτυρος.
Γιορτάζουν τα ονόματα: Ανύσιος, Ανυσία, Γεδεών, Φιλέταιρος, Φιλεταίριος, Φιλεταίρης, Φιλεταίρη, Φιλεταιρία, Φιλεταίρα.
Οι Άγιοι:
Άγιος Ανύσιος Επίσκοπος Θεσσαλονίκης
Ο άγιος Ανύσιος υπήρξε μαθητής, συνεργάτης και διάδοχος του επισκόπου Θεσσαλονίκης Αγίου Αχολίου ή Ασχολίου στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Θεσσαλονίκης το 383/4 μ.Χ.
Με επιστολή του προς τον Ανύσιο, στις 11 Δεκεμβρίου 384 μ.Χ., ο πάπας Δάμασος τον εγκαθιστούσε βικάριο του στο Ιλλυρικό.
Ο τίτλος του παπικού βικαρίου του αποδίδεται και από τον πάπα Σιρίκιο (384 – 398 μ.Χ.), σε επιστολή του – την παλαιότερη της «Συλλογής Θεσσαλονίκης», στην οποία υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να τελούνται επισκοπικές χειροτονίες στην επαρχία του Ιλλυρικοῦ χωρίς τη συγκατάθεση του Ανυσίου.
Τον θεσμό του Βικαριάτου επικυρώνουν με επιστολές τους προς τον Ανύσιο και οι πάπες Αναστάσιος (398 – 401 μ.Χ.) και Ιννοκέντιος Α’ (402 – 417 μ.Χ.).
Ο δεύτερος, με επιστολή του το έτος 402 μ.Χ. παρέχει στον επίσκοπο Θεσσαλονίκης Ανύσιο το δικαίωμα να ελέγχει όλες τις εκκλησιαστικές υποθέσεις του Ιλλυρικού και όχι μόνο τις επισκοπικές χειροτονίες. Η σύνοδος της Καπούης ανέθεσε το Δεκέμβριο του 391 μ.Χ. σε σύνοδο επισκόπων του Ιλλυρικού υπό την προεδρία του Ανυσίου και την εξέταση της αιρέσεως του επισκόπου Σαρδικής Βονόσου, ο οποίος αρνούνταν το αειπάρθενο της Θεοτόκου. Ο Ανύσιος διατηρούσε επίσης αλληλογραφία και με τον Άγιο Αμβρόσιο, επίσκοπο Μεδιολάνων, απ’ όπου αντλούμε και αρκετές πληροφορίες για τον διδάσκαλο του Ανυσίου, επίσκοπο Αχόλιο.
Ο Ανύσιος υπερασπίσθηκε σθεναρά την αθωότητα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, όπως μαρτυρείται και σε αρκετούς Βίους του (Παλλάδιος, Γεώργιος Αλεξανδρείας, Βίος σύντομος).
Μετά την καθαίρεση του Χρυσοστόμου, ο Ανύσιος απέστειλε επιστολή στον πάπα Ιννοκέντιο Α’, την οποία προσκόμισε στη Ρώμη ο επίσκοπος Απαμείας Ευλύσιος: «Εὐλύσιος δὲ ᾿Απαμείας τῆς Βιθυνίας ἐπίσκοπος παραγέγονε καὶ αὐτὸς ἐν ῾Ρώμῃ ἐπιδιδοὺς γράμματα δεκαπέντε ἐπισκόπων τῆς συνόδου ᾿Ιωάννου καὶ τοῦ καλογήρου ᾿Ανυσίου τοῦ τῆς Θεσσαλονίκης ἐπισκόπου γραφέντα πρὸς τὸν αὐτὸν πάπαν» (Γεωργίου Αλεξανδρείας, Βίος Χρυσοστόμου 65).
Στο ίδιο ζήτημα αναφερόταν επιστολή του πάπα Ιννοκεντίου, την οποία ωστόσο δεν κατέστη δυνατό να λάβει ο Ανύσιος, διότι οι κομιστές της επίσκοποι εμποδίσθηκαν σκόπιμα από κάποιο χιλίαρχο να καταπλεύσουν στη Θεσσαλονίκη για να την παραδώσουν στον Ανύσιο («ὃς ἐξαυτῆς συζεύξας αὐτοῖς ἑκατοντάρχην ἕνα οὐ συνεχώρησεν αὐτοὺς παραβαλεῖν τῇ Θεσσαλονίκῃ· ἐκεῖ γὰρ ἦν αὐτῶν ὁ σκοπός, πρῶτον ἀποδοῦναι τὰ γράμματα ᾿Ανυσίῳ τῷ ἐπισκόπῳ»). Εξαιρετικά σημαντικές είναι δύο επιστολές του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, η πρώτη απευθυνόμενη προσωπικά στον επίσκοπο Ανύσιο, ενώ η δεύτερη στον Ανύσιο και σε δέκα ακόμη επισκόπους της Μακεδονίας. Στην πρώτη επιστολή, που χρονολογείται περί το 406 μ.Χ. και γράφηκε στην εξορία, ο ιερός πατήρ ευχαριστεί τον Ανύσιο για το σημαντικό ρόλο που διεδραμάτισε υπέρ της δικαιώσεώς του («χάριτας πολλὰς ὁμολογοῦντές σου τῇ εὐλαβείᾳ ὑπὲρ τῆς ἐνστάσεως, καὶ τῆς ἀνδρείας τῆς ὑπὲρ τῶν ᾿Εκκλησιῶν») και τον προτρέπει να συνεχίσει άοκνα τις προσπάθειές του για την αποκατάσταση των εκκλησιαστικών πραγμάτων: «μὴ ἀποκάμῃς τὰ συντελοῦντα τῇ κοινῇ διορθώσει τῶν ᾿Εκκλησιῶν ποιῶν καὶ πραγματευόμενος». Στη δεύτερη επιστολή, που γράφηκε το ίδιο έτος, ο Χρυσόστομος ευχαριστεί από την εξορία τον Ανύσιο και όλους τους ορθοδόξους επισκόπους της Μακεδονίας για τις αδιάκοπες ενέργειές τους για τη δικαίωσή του και την αμέριστη συμπαράστασή τους. Η αρχιερατεία του Ανυσίου έληξε με το θάνατό του περί τα τέλη του έτους 406 μ.Χ. ή τις αρχές του 407 μ.Χ. Η μνήμη του επισκόπου Θεσσαλονίκης Ανυσίου αναγράφεται στο Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο στις 30 Δεκεμβρίου, ημέρα κατά την οποία τιμάται και η μνήμη της μάρτυρος Ανυσίας.
Αγία Ανυσία η Οσιομάρτυς από τη Θεσσαλονίκη
Eις δεξιάν νύττουσι πλευράν καιρίως, Πλευράς Aδάμ κύημα την Aνυσίαν. Πλευρήν Aνυσίης τριακοστή έγχος ένυξεν.
Η Αγία Ανυσία, έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (298 μ.Χ.). Καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη και ήταν θυγατέρα γονέων ευσεβών και πολύ πλουσίων.
Όταν πέθαναν οι γονείς της, η Ανυσία στάθηκε κυρία του εαυτού της. Ούτε τα πλούτη που κληρονόμησε τη μέθυσαν, ούτε η ορφάνια της την παρέσυρε. Αλλά με φρόνηση και εγκράτεια, προσπαθούσε πάντα να μαθαίνει «τι εστίν ευάρεστον τω Κυρίω». Τι δηλαδή, είναι ευχάριστο και ευπρόσδεκτο στον Κύριο.
Η ευσέβειά της αυτή, την έκανε γνωστή στους ειδωλολάτρες. Μια φορά λοιπόν, ενώ πήγαινε στην εκκλησία, τη συνάντησε κάποιος ειδωλολάτρης στρατιώτης. Αφού την έπιασε βίαια, την έσυρε στους βωμούς των ειδώλων και την πίεζε να θυσιάσει στους Θεούς. Η Ανυσία ομολόγησε ότι πιστεύει στον Ένα και αληθινό Θεό, τον Ιησού Χριστό, και Αυτόν αγωνίζεται να ευχαριστεί κάθε μέρα.
Ο στρατιώτης εξαγριωμένος, άρχισε να βλασφημεί το Θεό και τότε η Ανυσία τον έφτυσε στο πρόσωπο. Ντροπιασμένος αυτός, έσυρε το σπαθί του και διαπέρασε τα πλευρά της.
Έτσι η Ανυσία, πήρε το αμαράντινο στεφάνι του μαρτυρίου.
Ο Άγιος Οσιομάρτυς Γεδεών (Καρακαληνός) ο Νέος ο εν Τυρνάβω
Ο Νικόλαος, όπως αρχικά ονομαζόταν ο Άγιος, ήταν το πρώτο από τα οκτώ παιδιά του Αυγερινού και της Κυράτζας, γονέων ευσεβών που κατάγονταν από τα Κάπουρνα (Γλαφυρές Βόλου).
Γεννήθηκε το 1766. Λόγω της φτώχειας της οικογένειας, ο Νικόλαος, δεκαετής, στάλθηκε σε ένα συγγενικό πρόσωπο στο Βελεστίνο που διατηρούσε παντοπωλείο, ενώ η υπόλοιπη οικογένεια εγκαταστάθηκε στο γειτονικό Γερμί (Ξερολίθι Βελεστίνου). Ένας Οθωμανός του Βελεστίνου τον άρπαξε βίαια απ΄ το παντοπωλείο και τον έβαλε, δωδεκαετή όντα, να υπηρετεί το χαρέμι του.
Όταν ο πατέρας του Οσίου αναζήτησε το γιο του στο σπίτι του Οθωμανού, διώχτηκε με τη δικαιολογία πως ο Νικόλαος επρόκειτο να περιτμηθεί. Σε σύντομο χρονικό διάστημα ο Νικόλαος πράγματι περιετμήθη και μετονομάστηκε Ιμπραήμ. Όμως, μόλις δυο μήνες αργότερα, ο μικρός αρνησίθρησκος
κατάλαβε το λάθος του και κατέφυγε στον πατέρα του μετανιωμένος πικρά. Ο πατέρας του τον φυγάδευσε στο Κεραμίδι όπου ο Νικόλαος έμαθε την τέχνη του κτίστη, ενώ λίγο αργότερα αναχώρησε με κάποιους συναδέλφους του για την Κρήτη. Επειδή εκεί οι κτίστες του φέρονταν άσχημα, ο Νικόλαος κατέφυγε σ΄ έναν ιερέα, ο οποίος όχι απλά τον δέχτηκε στοργικά αλλά τον υιοθέτησε.
Όταν ο ιερέας αυτός πέθανε, ο Νικόλαος αναχώρησε για το Άγιο Όρος, όπου στην Ι. Μ. Καρακάλλου ενεδύθη το μοναχικό σχήμα μετονομαζόμενος Γεδεών. Η ζωή του εκεί ήταν άκρως ασκητική, (νηστείες, αγρυπνίες γονυκλισίες), τιμωρώντας τον εαυτό του για το μεγάλο του ολίσθημα.
Στη Μονή έμεινε τριάντα πέντε χρόνια και έπειτα, έχοντας διαβάσει πολλούς βίους αγίων, κυρίως δε μαρτύρων προτρεπτικούς προς τη δική του ομολογία που σχεδίαζε, αναχώρησε για τη Ζαγορά.
Από εκεί έφτασε στο Βελεστίνο και προσποιούμενος τον σαλό1, πείραζε και ενοχλούσε τους Οθωμανούς. Οι Τούρκοι τον άφησαν ελεύθερο αφού πρώτα τον ξυλοκόπησαν άγρια. Δεν τον φόνευσαν γιατί τον θεωρούσαν ως “μη έχοντα φρένας”. Κάποιοι Χριστιανοί του Βελεστίνου τον
παρέδωσαν μισοπεθαμένο απ΄ τα χτυπήματα στην αδελφή του Δάφνη που ήταν παντρεμένη στο γειτονικό χωριό Ταμπιγλή (διαλυμένος βελεστινιώτικος οικισμός).
Όταν στο χωριό αυτό μετά από λίγο καιρό εμφανίστηκαν οι στρατιώτες του Βελή πασά, ο Άγιος άρπαξε την ευκαιρία παρουσιαζόμενος μπροστά τους ομολογώντας το Χριστό. Παρ΄ όλες όμως τις προσπάθειες που έκανε εκεί, αλλά και στα Κανάλια, δεν αξιώθηκε του μαρτυρίου που επιζητούσε.
Έτσι επέστρεψε στο Άγιο Όρος, όπου υπηρετούσε ως εκκλησιάρχης. Μια νύχτα, κι ενώ βρισκόταν στο ναό της διακονίας του, άκουσε μια φωνή από την εικόνα του Παντοκράτορα που του έλεγε: “Όποιον με αρνηθεί ενώπιον των ανθρώπων, αυτόν κι εγώ θα τον αρνηθώ μπροστά στον πατέρα μου στους ουρανούς (Ματθ. ι΄33” Μετά απ’ αυτό ο Άγιος αναχώρησε, μέσω θαλάσσης, προς τη Ζαγορά κι από εκεί στο Βελεστίνο.
Εκεί όμως το μόνο που πέτυχε με την πρώτη του ομολογία ήταν ραβδισμοί και εκδίωξη.
Τότε ο Γεδεών μετέβη στην Αγριά (κατ’ άλλους στην Αγιά) και αφού ζήτησε ακρόαση από τον εκεί διοικητή άρχισε να βρίζει τη θρησκεία του Μωάμεθ.
Τότε ο αγάς της κωμόπολης έστειλε γράμμα στο Βελή εκθέτοντας όσα κατά της θρησκείας τους εξαπέλυε ο Άγιος. Ο Βελής διέταξε να τον φέρουν δεμένο στην έδρα του, τον Τύρναβο.
Στον Τύρναβο ο γιος του Αλή διέταξε τον Γεδεών ν’ απολογηθεί. Εκείνος του εξιστόρησε πώς εξαπατήθηκε αρνούμενος το Χριστό, και ότι πλέον είχε μετανιώσει για την πράξη αυτή.
Ο Βελής διέταξε να τον φυλακίσουν και την επομένη κάλεσε από τη Λάρισα επίσημους Οθωμανούς και τον μουλά απαιτώντας από τον Άγιο να απολογηθεί ξανά. Οι Τούρκοι προσπάθησαν με κολακείες και απειλές να τον επαναφέρουν στο Μωαμεθανισμό. Βλέποντας όμως ο Βελής το ανδρείο της θέλησής του, διέταξε να του ξυρίσουν το κεφάλι κι έπειτα να τοποθετήσουν στην θέση των μαλλιών του την κοιλιά ενός προβάτου. Στη συνέχεια, έτσι όπως τον είχαν μεταμορφώσει, τον ανέβασαν ανάποδα πάνω σε γάιδαρο και τον διαπόμπευσαν στους κεντρικούς τυρναβίτικους δρόμους.
Ο Βελής, βλέποντας ότι ο Άγιος χαιρόταν γι΄αυτό, φρένιασε και διέταξε να του κόψουν τα τέσσερα άκρα.
Έτσι κολοβωμένο και αδύναμο το σώμα του Αγίου αφέθηκε να ποτίζει με το αίμα του την παγωμένη αυλή του πασά, μπροστά στα αποχωρητήρια. Τότε ένας εξ Εβραίων νεοφώτιστος Χριστιανός πήγε κοντά του ζητώντας την ευχή του. Ο Μάρτυρας του έδωσε την ευχή του και προφήτευσε ότι, πριν περάσει χρόνος, οι ηγεμόνες των Οθωμανών Τουρκαλβανοί (Αλής, Βελής), θα πάθαιναν παντελή καταστροφή.
Ο Άγιος Γεδεών, βασανιζόμενος για λίγες ακόμα ώρες, παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο την 30η Δεκεμβρίου 1818. Το σώμα του Αγίου κηδεύτηκε με τιμές πίσω από το Ιερό Βήμα του Ναού των Δώδεκα Αποστόλων του Τυρνάβου. Όσο για την προφητεία του Αγίου γνωρίζουμε ότι πραγματοποιήθηκε την 14η Μαρτίου του 1819. Ο σουλτάνος σκότωσε τον Βελή και τον πατέρα του Αλή. Η τίμια κάρα του μάρτυρα αποθησαυρίστηκε στην αγία Τράπεζα του Μητροπολιτικού Ναού Τυρνάβου, Παναγίας Φανερωμένης.
“Χαίροις των Οσίων ο μιμητής. Χαίροις των Μαρτύρων, θιασώτης και μιμητής. Εν γαρ αμφοτέροις, νομίμως διαπρέψας, Οσιομάρτυς ώφθης, Γεδεών ένθεος.”
Άγιος Φιλέταιρος
Φιλεταίρος πέπονθεν αθλητών νόμω, Kαν ουκ απήλθεν ως αθλητής εκ βίου.
Ο Άγιος Φιλέταιρος ήταν από τη Νικομήδεια. Διακρινόταν για την βαθιά πίστη του αλλά και απέραντο εξωτερικό κάλλος, κάτι που δεν υπολόγισε ποτέ, γνωρίζοντας ότι μετράει η ψυχική ομορφιά και όχι η εξωτερική. Ποτέ δεν βασίστηκε σε αυτή, παρ’ όλο που αυτή θα του εξασφάλιζε μία άνετη ζωή. Οι ειδωλολάτρες θέλοντας να εκμεταλλευτούν το φυσικό του κάλλος, προσπαθούσαν να τον προσελκύσουν στον ειδωλολατρισμό. Όταν μία φορά μετέβη στη Νικομήδεια ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός, άκουσε για τον Φιλέταιρο και ζήτησε να του γνωρίσουν το άτομο με την τόση ομορφιά. Μόλις τον είδε, μαγεύτηκε και του ζήτησε να μπει στην ακολουθία του, με την προϋπόθεση ότι θα αρνηθεί το χριστιανισμό. Ο Άγιος αποκρίθηκε ότι θα υπηρετήσει τον αυτοκράτορα, αλλά δεν θα έπαυε να υμνεί και να λατρεύει τον Ιησού Χριστό. Γι’ αυτή την ομολογία του, φυλακίστηκε, αφέθηκε όμως ελεύθερος μετά από λίγο καιρό. Όταν όμως ανέβηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο ο Μαξιμιανός, ο Φιλέταιρος καταδιώκτηκε και βασανίστηκε. Διεσώθη όμως και μετέβη σε όρος προς τα μέρη της Σιγριανής. Στα μέρη εκείνα ο Άγιος Φιλέταιρος, συνάντησε τον Άγιο Ευβιότο (βλέπε 18 Δεκεμβρίου) και έζησε μαζί του με αδελφική αγάπη, συμμελέτη και συμπροσευχή.