Εορτολόγιο: Ποιοι γιορτάζουν σήμερα Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2024
Σύμφωνα με το Εορτολόγιο, γιορτάζουν τα ονόματα: Σεβαστιανή, Σεβαστή, Σέβη, Αρέθας, Σενώχ, Σωτήριχος, Νέρδων
Δείτε ποιοι γιορτάζουν σήμερα, Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2024.
Σύμφωνα με το Εορτολόγιο, Πέμπτη 24 Οκτωβρίου, είναι της Αγίας Σεβαστιανής.
Γιορτάζουν τα ονόματα: Σεβαστιανή, Σεβαστίνα, Σεβαστιάνα, Σεβαστή, Σέβη, Σεβούλα, Σεβαστούλα, Αρέθας, Σενώχ, Σωτήριχος, Νέρδων.
Οι Άγιοι:
Αγία Σεβαστιανή
Σεβαστιανὴ τῇ τομῇ βλύζει γάλα, Οὐχ αἷμα καὶ σάρξ ὥς περ οὖσα πρὸς ξίφος.
Η Αγία Σεβαστιανή καταγόταν από την πόλη Σεβαστή της Φρυγίας και διδάχτηκε την χριστιανική πίστη από τον απόστολο Παύλο, και πήρε την θερμότητα και την ανδρεία του διδασκάλου της. Η Αγία Σεβαστιανή έζησε τον 1ο αιώνα μ.Χ. και χρησιμοποιούσε την ζωή της κάθε μέρα για την αλήθεια του Ευαγγελίου (στην Μαρκιανούπολη της Θράκης). Πήγαινε σε σπίτια ειδωλολατρών και είλκυε πολλές γυναίκες απ’ εκείνους στους κόλπους της Εκκλησίας. Συνελήφθη γι’ αυτό επί αυτοκράτορα Δομετιανού και ηγεμόνος Σεργίου, κακοποιήθηκε και εξεδιώχθη από τον τόπο της. Έφθασε στην Ηράκλεια της Θράκης όπου πάλι συνελήφθη, από τον ηγεμόνα Πομπηιανό και φυλακίστηκε. Αλλά η γυναικεία της φύση, ντρόπιασε τους βασανιστές της. Όμως οι υποσχέσεις δεν την δελέασαν, οι απειλές δεν την έκαμψαν και κάτω από βαριά μαρτύρια στάθηκε όρθια με όλη της την γενναιοψυχία. Οι σάρκες της αγίας Σεβαστιανής σχίζονταν, αλλά τα χείλη, όπως και η καρδιά της, εξακολουθούσαν να υμνούν τον Χριστό. Τελικά, η μεγάλη αυτή αθλήτρια της Εκκλησίας μας, παρέδωσε την ζωή της με τον δια αποκεφαλισμού θάνατο και ετάφη στη Ραιδεστό.
Άγιος Αρέθας ο Μεγαλομάρτυρας και οι «σὺν αὐτῶ»
Τμηθείς, Θεῷ προσῆξε Μάρτυς Ἀρέθας, Πολλοὺς ὁμοίως Μάρτυρας τετμημένους. Ἀρέθα εἰκάδι σὺν γνωστοῖσι τετάρτῃ τμήθης.
Ήταν ένας από τους προύχοντες της πόλεως Νεγράς στην Αιθιοπία επί εποχής Ιουστίνου (518 – 527 μ.Χ.), Ελεσβάαν του Χριστιανού βασιλιά της Αιθιοπίας και Δουναάν του Εβραίου βασιλιά της Ομηρίτιδος. Όταν ο βασιλιάς της Αιθιοπίας Ελεσβάαν καθυπέταξε τον Εβραίο βασιλιά Δουναάν, εγκατέστησε φρουρά στην πόλη. Τότε ο Εβραίος βασιλιάς επαναστάτησε, φόνευσε τους φύλακες και εκστράτευσε εναντίον της Νεγράς, την οποία και κατέλαβε σφάζοντας πολλούς Χριστιανούς. Μεταξύ αυτών και τον Αρέθα, ο οποίος, παρά τα γεράματα του, στήριζε τους Χριστιανούς και τους προέτρεπε στο μαρτύριο.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’ Εὐσεβεῖα ἐμπρέπων τὴ ἀθλήσει δεδόξασαι, τὴν τῶν Χριστοκτόνων κακίαν καθελῶν τὴ ἐνστάσει σου, διὸ καὶ προσενήνοχας Χριστῷ, Μαρτύρων ἀρραγῆ συνασπισμῶν, ὥσπερ θεῖος παιδοτρίβης καὶ ὁδηγός, Ἀρέθα παμμακάριστε. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πάσιν Ἰάματα.
Άγιος Σενώχ της Τουρώνης ο Ιαματικός
Ματαιότης ματαιοτήτων, λέγει ο Εκκλησιαστής, τα πάντα ματαιότης (Εκκλ. α’ 2). Είναι αλήθεια λοιπόν πως όλα όσα γίνονται στον κόσμο είναι ματαιότης. Γι’ αυτό συμβαίνει καμιά φορά ώστε και άγιοι του Θεού, που δεν τους φλογίζει κανένα πάθος και καμία σαρκική επιθυμία και δεν τους προσβάλλει κανένας μολυσμός φιληδονίας, αλλά αποκρούουν τα τεχνάσματα του πονηρού ακόμη και από τον νου τους, να θεωρήσουν πως είναι απόλυτα δίκαιοι και να πέσουν γεμάτοι από την υπερηφάνεια της αλαζονικής αυτής πεποιθήσεως. Αυτούς που δεν κατάφερε να τους πλήξη η μάχαιρα των μεγάλων αμαρτημάτων, τους έπνιξε εύκολα ο λίγος καπνός της κενοδοξίας! Κάτι τέτοιο συνέβη και σ’ εκείνον, στον οποίο θα αναφερθούμε. Αυτός, μολονότι είχε λαμπρυνθεί με πολλές αρετές, θα είχε πέσει οπωσδήποτε στο βάραθρο της επάρσεως, αν δεν είχαν σπεύσει να τον νουθετήσουν πιστοί αδελφοί. Ο όσιος Σενώχ (†24 Οκτωβρίου 576 μ.Χ.) ήταν Θεϊφαλός στην καταγωγή. Γεννήθηκε στην περιοχή του Πικταβίου που λεγόταν Θεϊφαλία. Πίστεψε στον Χριστό, έγινε κληρικός και ίδρυσε ένα μοναστήρι. Στην περιοχή της Τουρώνης βρήκε κάποια αρχαία ερείπια και έκτισε επάνω τους νέα οικοδομήματα. Εκεί βρήκε επίσης και έναν ναό, όπου λέγεται πως προσευχήθηκε ο επιφανής άγιός μας Μαρτίνος (βλέπε 12 Νοεμβρίου). Το επισκεύασε με μεγάλη φροντίδα, και αφού έστησε σ’ αυτό μία αγία Τράπεζα με ειδικό χώρο για να τοποθετηθούν λείψανα αγίων, κάλεσε τον επίσκοπο για να το εγκαινιάσει. Πήγε λοιπόν ο μακάριος επίσκοπος Ευφρόνιος και μετά τον εγκαινιασμό της Αγίας Τραπέζης τον χειροτόνησε διάκονο. Όταν τελείωσε η Λειτουργία και θέλησαν να τοποθετήσουν την λειψανοθήκη στον καθορισμένο χώρο, διαπίστωσαν ότι ήταν μακρύτερη απ’ ό,τι έπρεπε και ήταν αδύνατο να χωρέσει. Τότε ο διάκονος γονάτισε και προσευχήθηκε μαζί με τον αρχιερέα και με δάκρυα και ικεσίες έλαβε αυτό που ζήτησε: Ω του θαύματος! Προς γενική κατάπληξι, ο χώρος διευρύνθηκε με θεία δύναμη, η λειψανοθήκη μίκρυνε, ώστε να χωρέσει εκεί άνετα. Στον τόπο αυτό, μαζί με τρεις μοναχούς, ο όσιος υπηρετούσε με προθυμία τον Θεό και στην αρχή ζούσε με μεγάλη εγκράτεια στην τροφή και στο νερό. Τις ημέρες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ο κόπος της εγκρατείας του αυξανόταν περισσότερο: έτρωγε μόνο ψωμί από κριθάρι κι έπινε μόνο νερό και μάλιστα όχι περισσότερο από τετρακόσια γραμμάρια από το καθένα την ημέρα. Ακόμη, υπέμενε το κρύο του χειμώνα ανυπόδητος και φορούσε σιδερένιες αλυσίδες στα χέρια, τα πόδια και τον λαιμό του. Αργότερα, για να ζήση αυστηρή ερημιτική ζωή, έφυγε από την θέα των αδελφών και κλείστηκε σ’ ένα μικρό κελί, όπου προσευχόταν με προθυμία ημέρα και νύκτα, με αγρυπνίες και δεήσεις, χωρίς να επιτρέπει στον εαυτό του κανένα περισπασμό. Συχνά οι πιστοί, από ευλάβεια, του έδιναν χρήματα, αλλά αυτός προτιμούσε να γεμίζει τα βαλάντια των φτωχών αντί να τα βάζει σε κρυψώνες, ενθυμούμενος τον λόγο του Κυρίου: Μη θησαυρίζετε υμίν θησαυρούς επί της γης. όπου γαρ εστιν ο θησαυρός υμών, εκεί έσται και η καρδία υμών (Ματθ. ς’ 19 και 21). Ό,τι του έδιναν λοιπόν, το μοίραζε για τις ποικίλες ανάγκες των φτωχών, έχοντας τον νου του μόνο στον Θεό. Έτσι, κατά την διάρκεια της ζωής του ελευθέρωσε από τον ζυγό της δουλείας και το βάρος των χρεών περισσότερους από διακόσιους δυστυχείς. Ήταν, όπως είπαμε, πολύ ασκητικός και είχε επίσης το χάρισμα να θεραπεύει τους αρρώστους. Καθώς όμως με την άσκηση προόδευε στην αγιότητα, άρχισε σιγά-σιγά να υπεισέρχεται η κενοδοξία. Όταν λοιπόν βγήκε έξω από το κελί του, πήγε με πολλή υπεροψία να επισκεφθεί τους γονείς του στην περιοχή του Πικταβίου, που αναφέραμε πιο πάνω. Κατόπιν τούτων επέστρεψε φουσκωμένος από υπερηφάνεια και κοιτούσε να ικανοποιεί μόνο τον εαυτό του. Όταν όμως τον επιπλήξανε οι άλλοι μοναχοί και άκουσε όσα του είπανε για τους κενοδόξους, ότι εκδιώκονται από την βασιλεία του Θεού, καθαρίστηκε τελείως από την κενοδοξία και τόσο ταπείνωσε τον εαυτό του, ώστε δεν έμεινε μέσα του η παραμικρή ρίζα υπερηφάνειας, πράγμα που το ομολόγησε λέγοντας: «Τώρα νοιώθω την αλήθεια των λόγων του Αποστόλου ο καυχώμενος, εν Κυρίω καυχάσθω» (Α’ Κορ. Α’ 31). Ο Κύριος επιτελούσε μέσω αυτού πολλά θαύματα στους αρρώστους, αλλά εκείνος έλεγε πως ήθελε να μείνει στο εξής έγκλειστος, ώστε να μην τον βλέπει άνθρωπος. Οι μοναχοί τον συμβουλεύσανε να μην υποβληθεί μονίμως σε τέτοιο εγκλεισμό, αλλά μόνο κατά το διάστημα από την κοίμηση του Αγίου Μαρτίνου μέχρι την εορτή των Χριστουγέννων και κατά την Τεσσαρακοστή προ του Πάσχα – οπότε και οι Πατέρες ορίζουν να ασκούνε μεγαλύτερη εγκράτεια – ενώ τον υπόλοιπο καιρό να θέτει τον εαυτό του στην διάθεση των αρρώστων. Άκουσε την συμβουλή τους και έκανε πρόθυμα υπακοή στα λόγια τους χωρίς αντιλογία. Αφού λοιπόν αναφερθήκαμε σε κάποια γεγονότα της ζωής του, ερχόμαστε τώρα στα θαύματα, τα οποία μέσω αυτού ευδόκησε να επιτελέσει η θεία χάρις προς θεραπεία πολλών ασθενών. Κάποιος τυφλός, λεγόμενος Ποπούσιτος, προσέφυγε στον όσιο Σενώχ τον καιρό που ήταν ήδη πρεσβύτερος, και ζήτησε κάτι να φάει. Μόλις όμως το χέρι του αγίου ιερέως άγγισε τα μάτια του σχηματίζοντας το σημείο του σταυρού, ο τυφλός ξαναβρήκε αμέσως το φως του. Ένας άλλος νέος από το Πικτάβιο, που υπέφερε από την ίδια πάθηση, έμαθε για τα θαύματά του και τον παρεκάλεσε να του ξαναδώσει το χαμένο φως του. Εκείνος χωρίς καθυστέρηση επικαλέστηκε το όνομα του Χριστού και έκανε το σημείο του σταυρού στα μάτια του τυφλού. Αμέσως έτρεξε από αυτά λίγο αίμα και φάνηκε το φως. Μετά από είκοσι χρόνια, το φως της ημέρας έλαμψε στα σβησμένα μάτια του δύστυχου ανθρώπου. Κάποια άλλη φορά έφεραν μπροστά του δύο νέους που υπέφεραν φοβερά σ’ όλα τα μέλη τους και ήταν κουβαριασμένοι σαν μπάλες. Μόλις τους άγγισε με το χέρι του, τα μέλη τους ίσιωσαν και μέσα σε μία ώρα θεράπευσε και τους δύο, ευεργετώντας τους με αυτό το διπλό θαύμα. Οδήγησαν πάλι μπροστά του ένα αγόρι και ένα κορίτσι που τα χέρια τους ήταν γυρισμένα ανάποδα. Ήταν η εορτή της Μεσοπεντηκοστής και είχε συρρεύσει πολύς κόσμος στην εκκλησία. Γι’ αυτό, όταν ικέτευσαν τον δούλο του Θεού να θεραπεύσει τα χέρια τους, εκείνος απέφευγε να το κάνη, λέγοντας ότι δεν είναι άξιος, ώστε μέσω αυτού ο Θεός να επιτελέσει τέτοια θαύματα στους ασθενείς. Τελικώς ενέδωσε στις παρακλήσεις όλων και πήρε τα χέρια των δύο ασθενών στα δικά του. Αμέσως τα δάχτυλά τους ίσιωσαν και τα δύο παιδιά έφυγαν θεραπευμένα. Ομοίως, κάποια γυναίκα, λεγομένη Μπεναΐα, ήρθε με τα μάτια κλειστά και έφυγε με τα ίδια αυτά μάτια φωτισμένα, αφού εκείνος τα άγγιξε με το ιαματικό του χέρι. Νομίζω πως δεν πρέπει να αποκρύψουμε το ότι συχνά το δηλητήριο των ερπετών έχανε τη δραστικότητά του μόνο με τον λόγο του. Πράγματι, δύο νέοι άνθρωποι πρησμένοι από δάγκωμα κάποιου ερπετού, ήρθαν και έπεσαν στα πόδια του και τον παρακαλούσαν να βγάλει με την αρετή του το θανατηφόρο δηλητήριο, που έχυσε στα μέλη τους το φαρμακερό ερπετό. Εκείνος προσευχήθηκε στον Κύριο, λέγοντας: «Κύριε Ιησού Χριστέ, συ που δημιούργησες στην αρχή όλα τα στοιχεία του κόσμου και που ώρισες ώστε ο όφις, που εφθόνησε την τιμή του ανθρώπου, να είναι επικατάρατος (Γεν. γ’ 14), αφαίρεσε από το σώμα τούτων των δούλων σου το δηλητήριό του, για να θριαμβεύσουν αυτοί επάνω του και όχι εκείνος επάνω σ’ αυτούς». Λέγοντας αυτά, άγγισε όλα τα μέλη τους και αμέσως το πρήξιμο υποχώρησε και το δηλητήριο έχασε την θανατηφόρο δράσι του. Την ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου κάποιος, καθώς πήγαινε στην εκκλησία, είδε ένα πλήθος αγρίων ζώων να καταστρέφει το κτήμα του. Άρχισε τότε να θρηνεί και να λέγει: «Αλλοίμονο μου! Οι κόποι μου όλης της χρονιάς πάνε χαμένοι. Τίποτε δεν θα απομείνει!» Και παίρνοντας ένα τσεκούρι, άρχισε να κόβει κλαδιά για να κλείσει μ’ αυτά το άνοιγμα του φράχτη. Ξαφνικά το χέρι του γύρισε άθελά του και σφηνώθηκε σ’ ένα κλαδί που κρατούσε απρόσεχτα. Μέσα στους πόνους και σέρνοντας πίσω του το κλαδί στο οποίο σφηνώθηκε το χέρι του, ο άνθρωπος αυτός πήγε λυπημένος στον όσιο και διηγήθηκε όσα του συνέβησαν. Εκείνος τότε αφού άλειψε το χέρι του με αγιασμένο λάδι, απομάκρυνε το κλαδί και τον θεράπευσε. Ακόμη θεράπευσε πολλούς που υπέφεραν από δάγκωμα φιδιού και από το δηλητήριο των μολυσμένων πληγών τους, κάνοντας επάνω τους το σημείο του σταυρού. Σε άλλους επίσης, που βασανίζονταν από κάποιους αδυσώπητους δαίμονες, μόλις ακουμπούσε τα χέρια του επάνω τους φυγαδεύονταν οι δαίμονες και ανακτούσαν την διανοητική τους υγεία. Όλους αυτούς που θεράπευε με το χέρι του Θεού από διάφορες αρρώστιες, αν ήταν φτωχοί, τους έδινε με χαρά τροφή και ρούχα. Τόσο μεγάλη φροντίδα είχε για τους φτωχούς, ώστε ανέλαβε να τους κτίση γέφυρες στα ποτάμια, για να μη θρηνεί κανείς εξ αιτίας των πνιγμών που συνέβαιναν όταν αυτά ήταν πλημμυρισμένα. Όταν ήταν πλέον περιβόητος στον λαό για τα θαύματά του, σε ηλικία σαράντα περίπου ετών, προσβλήθηκε από ελαφρό πυρετό που τον κράτησε στο κρεβάτι τρία χρόνια για να παραδώσει τελικά το πνεύμα του στο Θεό. Στην κηδεία συνέρρευσε πλήθος ανθρώπων που είχαν ευεργετηθεί από αυτόν, όπως αναφέραμε πιο πάνω -άλλοι είχαν λυτρωθεί από τον ζυγό της δουλείας, άλλοι είχαν απαλλαγεί από χρέη, άλλοι είχαν δεχθεί τροφή ή ενδύματα. Θρηνώντας τον, έλεγαν: «Σε ποιον μας αφήνεις, άγιε πάτερ;» Αργότερα, όταν βρισκόταν στον τάφο, επιτελούσε συχνά μεγάλα θαύματα. Τριάντα ημέρες μετά την κοίμησή του και ενώ ετελείτο Θεία Λειτουργία στον τάφο του, ένας άρρωστος λεγόμενος Καϊδούλφος πλησίασε για να ζητήσεί ελεημοσύνη. Μόλις προσκύνησε το κάλυμμα που απλωνόταν στον τάφο, ανέκτησε την υγεία των ποδιών του. Έγιναν βέβαια και πολλά άλλα θαύματα εκεί, από τα οποία αναφέραμε τα πιο αξιομνημόνευτα.
Αγία Γυναίκα και το Άγιο Βρέφος της
Τῇ μητρὶ πρὸς πῦρ ἡσύχως τεφρουμένη, Φωναῖς ὑποψελλίζον εἵπετο βρέφος.
Οι Άγιοι αυτοί, μαρτύρησαν μαζί με τον Άγιο Αρέθα. Την Άγια αυτή γυναίκα, την έριξαν στη φωτιά και βλέποντας το αυτό το Άγιο Βρέφος, έπεσε και το ίδιο στη φωτιά παρά τις κολακείες των βασανιστών του. Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης γράφει σχετικά στον Συναξαριστή του: «Δεν δύναμαι εδώ να σιωπήσω το περί του βρέφους τούτου και νηπίου διήγημα. Όπερ συνεγράφη μεν ελληνιστί, υπό του Aγίου Συμεών του Mεταφραστού, ευρίσκεται δε μεταφρασμένον εις τον Nέον Παράδεισον. Eπειδή και τη αληθεία είναι χαριέστατον, κατανυκτικώτατον και τριπόθητον εις τας των Xριστιανών ακοάς. Έστι δε τοιούτον. Mία γυναίκα ευλαβής και ενάρετος είχε παιδίον αρσενικόν, έως πέντε χρόνων. Όταν δε απεκεφαλίσθη ο ανωτέρω Άγιος Mάρτυς Aρέθας, επήγε κοντά εις το λείψανον, και πέρνουσα από το αίμα του Mάρτυρος, άλειψε τον εαυτόν της ομού και το τέκνον της. Έπειτα κατανυχθείσα και θερμανθείσα από τον θείον έρωτα, εκαταράτο και ύβριζε τον τύραννον Eβραίον. Oι δε στρατιώται τας ύβρεις ακούσαντες, άρπασαν αυτήν και την επήγαν εις τον βασιλέα, λέγοντες, όσα κατ’ αυτού ελάλησεν. Όστις παρευθύς έδωκεν απόφασιν να την καύσουν. Άψαντες λοιπόν οι στρατιώται πυρκαϊάν, έδεσαν την Aγίαν αγαλλομένην και χαίρουσαν. Tο δε παιδίον εθλίβετο και ανεστέναζε, μη υποφέρον την στέρησιν της μητρός του, καθώς και το μικρόν πωλάρι φωνάζει και θλίβεται, όταν χωρισθή από την μητέρα του. Όθεν το μακάριον εκείνο παιδίον, στρέφον τα ομμάτιά του εις ένα και άλλο μέρος, άλλο τι δεν επικαλείτο, πάρεξ το όνομα της ηγαπημένης μητρός του. Έπειτα βλέπον τον βασιλέα επί θρόνου καθήμενον, τρέχει προς αυτόν και πίπτει εις τους πόδας του, κλαίον και παρακαλών αυτόν ως εδύνετο, με την άναρθρον και ψελλίζουσάν του φωνήν, διά την μητέρα του. O δε βασιλεύς ωρέχθη το παιδίον, τούτο μεν, διατί ήτον ωραίον εις την όψιν και χαριέστατον, τούτο δε, και διατί η λαλιά του, αγκαλά και άναρθρος, ήτον όμως γλυκυτάτη και νόστιμη. Πέρνωντας λοιπόν το παιδίον ο βασιλεύς, το εκάθισεν επάνω εις τα γόνατά του και λέγει αυτώ. Ποίον αγαπάς, παιδί μου, από όλα τα πράγματα του κόσμου καλλίτερα; Tο παιδίον απεκρίθη, την μητέρα μου αγαπώ. Kαι δι’ αυτήν ήλθον να σε παρακαλέσω, διά να προστάξης να την λύσουν. Ίνα πάρη μαζί της και εμένα εις το μαρτύριον. Ότι πολλαίς φοραίς με εδίδασκε, παρακινούσά με εις το μαρτύριον. O δε βασιλεύς, και τι είναι, του είπεν, αυτό το μαρτύριον; Tότε το βρέφος (ω των θαυμασίων σου Δέσποτα, όστις με την χάριν σου σοφίζεις τα νήπια!), τότε λέγω, το θεοφώτιστον νήπιον απεκρίθη. Mαρτύριον είναι, το να αποθάνω διά τον Xριστόν, και πάλιν να ζήσω με αυτόν. O τύραννος του λέγει. Kαι ποίος είναι αυτός ο Xριστός; Tο παιδίον απεκρίθη. Eλθέ να υπάγωμεν εις την Eκκλησίαν διά να σου τον δείξω. Tότε βλέπον το βρέφος, πως ετράβιζαν οι στρατιώται την μητέρα του, διά να την ρίψουν εις την πυρκαϊάν, έκλαυσε, λέγον προς τον τύραννον. Άφες με να τρέξω διά να φθάσω την μητέρα μου. O τύραννος του λέγει. Άφες την μητέρα σου, και έλα με εμένα. Kαι εγώ να σου δίδω πωρικά εύμορφα. Tότε το χαριτωμένον και θεόσοφον βρέφος απεκρίθη και λέγει του. Eγώ ελογίαζα πως είσαι Xριστιανός. Kαι διά τούτο ήλθον και σε επαρακάλουν διά την μητέρα μου. Tώρα δε οπού εκατάλαβα, πως είσαι Eβραίος, λέγω σοι, ότι με Eβραίον δεν θέλω να συγκατοικήσω ποτέ. Aλλ’ ούτε όλως καταδέχομαι να λάβω από λόγου σου τίποτε. Mόνον άφες με να υπάγω εις την μητέρα μου. Θαυμάζοντος δε του βασιλέως την του παιδίου φρονιμάδα και σύνεσιν, συνεβούλευσάν τινες αυτόν να το στείλη εις την βασίλισσαν, μήπως εκείνη με κολακείας, δυνηθή να πείση αυτό ίνα μείνη εις το παλάτιον. Aλλ’ όμως η γνώσις του θεοσόφου παιδίου ενίκησε τας πανουργίας εκείνων και μηχανήματα. Tο γαρ θεοφώτιστον νήπιον, ουδέ απόκρισιν έδωκεν εις τας συμβουλάς του βασιλέως και λόγια, αλλά όλως διόλου προς μόνην την μητέρα του έβλεπεν. Όταν δε είδε, πως έρριψαν αυτήν εις την φωτίαν, εσυμπόνεσεν η καρδία του. Kαι καθώς ήτον καθήμενον εις τα γόνατα του βασιλέως, έσκυψε και εδάγκασε δυνατά το μηρί του. O δε βασιλεύς πονέσας, το έρριψεν από τα γόνατά του προστάσσωντας ένα άρχοντα διά να το πάρη, και να το κάμη να αρνηθή τον Xριστόν. Aλλά το παιδίον φεύγον επιτηδείως, από εκείνον οπού το έσυρνεν, έτρεξε δρομαίως εις την κάμινον, και πασίχαρον επήδησεν (ω της ανδρίας!) εις το μέσον της καμίνου, εναγκαλισθέν δε γλυκερώς την ποθουμένην μητέρα του, μαζί με αυτήν κληρονομεί του μαρτυρίου τον στέφανον. Ας λάβουν παράδειγμα από το διήγημα τούτο αι τωριναί μητέρες των Xριστιανών, και ας διδάσκουν τα τέκνα των έτι νήπια όντα, να στέκωνται στερεά εις την πίστιν και ευσέβειαν. Kαι να αγαπούν ολοκαρδίως τον Iησούν Xριστόν τον ποιητήν και πλάστην τους. Kαι αν το καλέση ο καιρός και η χρεία, να προτιμούν θάνατον και μαρτύριον, πάρεξ να αρνηθούν το του Xριστού γλυκύτατον όνομα».
Άγιοι Μάρκος, Σωτήριχος και Ουαλεντίνος
Tην γην συνάθλων η τριάς στήλην έχει, Bοώσαν αυτών τους αοιδίμους πόνους.
Οι Άγιοι αυτοί ήταν από την Ασία. Συνελήφθησαν από τους ειδωλολάτρες, επειδή ήταν Χριστιανοί και τους έσυραν πάνω σε αιχμηρές πέτρες μέχρι θανάτου. Τα δε άγια λείψανα τους, μετακομίστηκαν από την Ασία στη Θάσο, όπου μέχρι σήμερα βρίσκονται.
Άγιος Ακάκιος ο Πρεσβύτερος
Ακάκιος προθείς σε και ψυχής Λόγε, Ψυχήν προέσθαι, σου χάριν σπεύδει ξίφει.
Ο Άγιος Ακάκιος ο Πρεσβύτερος, μαρτύρησε δια ξίφους.
Άγιος Νέρδων
Πυρός κρατήρι καμίνω βεβλημένος, Kρατήρα Nέρδων εκροφά θείου τέλους.
Ο Άγιος Νέρδων μαρτύρησε δια πυρός.
Άγιος Maglorious του Sark
Ο Άγιος Maglorious καταγόταν από την Ιρλανδία και κοιμήθηκε το 575 μ.Χ. Δεν έχουμε λεπτομέρειες για τον βίο του Αγίου.