Εορτολόγιο: Ποιοι γιορτάζουν σήμερα Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2024
Σύμφωνα με το Εορτολόγιο, γιορτάζουν τα ονόματα: Αρσένης, Εραστός, Ηρωδίων, Ροδιά, Ροζίνα, Ηρωδιανός, Σωσίπατρος, Ορέστης, Ωρίων, Ολυμπάς, Θεοστήρικτος, Νίρος
Δείτε ποιοι γιορτάζουν σήμερα, Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2024.
Σύμφωνα με το Εορτολόγιο, Κυριακή 10 Νοεμβρίου, είναι του Οσίου Αρσενίου Καππαδόκου, των Αποστόλων εκ των Εβδομήκοντα, του Ιερομάρτυρος Μίλου του θαυματουργού, του Αγίου Ορέστου του Τυανέως, του Αγίου Ωρίωνος.
Γιορτάζουν τα ονόματα: Αρσένιος, Αρσένης, Αρσενία, Αρσίνα, Αρσινόη, Εραστός, Εράστη, Εραστή, Ηρωδίων, Ροδίων, Ηρωδιάς, Ηρωδιάδα, Ροδιά, Ροδούλα, Ροδίτα, Ρόζα, Ροζαλία, Ροζίτα, Ροζίνα, Ροζάνα, Ροδίων, Ρόδιος, Ροδής, Ρόδος, Ηρωδίων, Ηρωδιανός, Σωσίπατρος, Σώπατρος, Σωπάτρα, Σωπατρία, Πάτρα, Πατρούλα, Πατρίτσα, Μίλος, Μίλης, Μίλων, Ορέστης, Ορεστιάς, Ορεστία, Ορεστιάδα, Ωρίων, Ωρίωνας, Ωριώνης, Ωριώνη, Ολυμπάς, Ηρωδίων, Έραστος, Σωσίπατρος, Κουάρτος, Θεοστήρικτος, Νόννος, Νίρος.
Οι Άγιοι:
Όσιος Αρσένιος ο Καππαδόκης
Ο Οσιότατος Αρσένιος ο Καππαδόκης γεννήθηκε γύρω στα 1840 μ.Χ. στα Φάρασα ή Βαρασιό, στο Κεφαλοχώρι των έξι Χριστιανικών χωριών της περιφερείας Φαράσων της Καππαδοκίας. Οι γονείς του ήταν πλούσιοι σε αρετές και μέτριοι σε αγαθά. Είχαν αποκτήσει δύο αγόρια, τον Βλάσιο και τον Θεόδωρο (τον Άγιο Αρσένιο). Από μικρή ηλικία έμειναν ορφανά και τα προστάτεψε η θεία τους, αδελφή της μητέρας τους. Ένα θαυμαστό γεγονός που συνέβηκε στα παιδιά και την θαυματουργική διάσωση του μικρού τότε Θεόδωρου από τον Άγιο Γεώργιο που τον έσωσε από βέβαιο πνιγμό, είχε ως αποτέλεσμα, για τον μεν Βλάσιο να δοθεί με τον δικό του τρόπο στον Θεό, να τον δοξολογεί ως δάσκαλος της Βυζαντινής Μουσικής και κατέληξε αργότερα στην Κωνσταντινούπολη, για τον Θεόδωρο δε να θέλει να γίνει καλόγερος. Στη συνέχεια μεγαλώνοντας, στάλθηκε στη Νίγδη και μετά στη Σμύρνη όπου τέλειωσε τις σπουδές του. Στα είκοσι έξι του περίπου χρόνια πήγε στην Ιερά Μονή Φλαβιανών του Τιμίου Προδρόμου (Ζιντζί-Ντερέ) όπου αργότερα εκάρη Μοναχός και πήρε το όνομα Αρσένιος. Δυστυχώς όμως δε χάρηκε πολύ την ησυχία του, διότι εκείνη την εποχή είχαν ανάγκη μεγάλη από δασκάλους και ο Μητροπολίτης Παΐσιος ο Β’, τον χειροτόνησε Διάκο και τον έστειλε στα Φάρασα για να μάθει γράμματα στα εγκαταλειμμένα παιδιά. Αυτό φυσικά γινόταν στα κρυφά, με χίλιες δυο προφυλάξεις, για να μη μάθουν τίποτε οι Τούρκοι. Στο τριακοστό έτος της ηλικίας του χειροτονήθηκε στην Καισαρεία πρεσβύτερος με τον τίτλο του Αρχιμανδρίτου και την ευλογία ως Πνευματικός. Άρχισε πια η πνευματική του δράση να γίνεται μεγαλύτερη και να απλώνεται. Με την άφθονη Θεία Χάρη που τον προίκισε ο Θεός θεράπευε τις ψυχές και τα σώματα των πονεμένων ανθρώπων. Είχε πολλή αγάπη στον Θεό και προς την εικόνα Του, τον άνθρωπο και όχι στον εαυτό του, διότι, όταν έβλεπε πολύ πόνο και καταπίεση Τουρκική, η αγάπη τον έβγαζε έξω από τον εαυτό του και έξω από το χωριό του και αγκάλιαζε και τα γύρω χωριά. Θεράπευε αδιάκριτα τον ανθρώπινο πόνο όπου τον συναντούσε σε Χριστιανούς ή Τούρκους. Για τον Άγιο δεν είχε καμιά σημασία, διότι έβλεπε στο πρόσωπό τους, την με πολλή αγάπη πλασθείσα εικόνα του Θεού. Αναρίθμητα είναι τα θαύματα που επετέλεσε ο Άγιος με τη Χάρη του Θεού. Στείρες γυναίκες τεκνοποιούσαν, αφού τις διάβαζε ευχή ή έδιδε «φυλακτό» που ήταν ένα κομμάτι χαρτί γραμμένο με κάποιες ευχές που τις έγραψε ο ίδιος. Διάβαζε το Άγιο Ευαγγέλιο σε σοβαρές περιπτώσεις, όπως στους τυφλούς, βουβούς, χωλούς παραλυτικούς, δαιμονιζομένους και γινόντουσαν καλά, μόλις τελείωνε την ανάγνωση. Πολλοί Χριστιανοί και Τούρκοι είχαν θεραπευθεί, αφού πήραν χώμα από το κατώφλι του κελιού του και αναμιγνύοντάς το με λίγο νερό το έπιναν, πιστεύοντας ότι θα εθεραπεύοντο και η πίστη τους που είχαν στον Άγιο, έκανε το θαύμα. Χρήματα φυσικά δε δεχόταν ποτέ ούτε κι έπιανε στα χέρια του.
Συνήθιζε να λέγει «η πίστη μας δεν πουλιέται». Βίωνε ολοκληρωτικά και «έπασχε τα Θεία». Ζούσε με αυταπάρνηση, διότι αγαπούσε πολύ πρώτα τον Θεό και μετά την εικόνα Του, τον πλησίον. Αιματηρούς αγώνες και προσπάθειες κατέβαλε για να διατηρήσει τους συγχωριανούς και τους συμπατριώτες του στην πίστη, για να μην κλονιστούν και αλλαξοπιστήσουν στις χαλεπές εκείνες ημέρες και εποχές, από τις πολλές και διάφορες πιέσεις που δεχόντουσαν από τους Τούρκους, αλλά και από διάφορους προβατόσχημους λύκους, τους προτεστάντες, που προσπαθούσαν να ποιμάνουν την ποίμνη του Χριστού. Το κελί του, μικρό, απέριττο, ευρισκόταν μέσα στον κόσμο. Ζούσε μέσα στον κόσμο, αλλά συγχρόνως κατόρθωνε να ζει και εκτός του κόσμου. Σε αυτό, καθώς και για τα θεία του κατορθώματα, πολύ τον βοηθούσαν οι δύο ημέρες (η Τετάρτη και η Παρασκευή) που έμενε έγκλειστος στο κελί του, προσευχόμενος. Οι οποίες καρποφορούσαν περισσότερο πνευματικά τότε, διότι αγίαζαν και την εργασία των άλλων ημερών. Ώρες έμενε γονατιστός προσευχόμενος στον Θεό για τον λαό Του, που τον είχε εμπιστευθεί στα ασκητικά χέρια του δούλου Του Αρσενίου. Η μεγάλη ευαισθησία του Αγίου Πατρός δεν άντεχε να κάνει κανένα κακό στην πλάση. Ιδιαίτερα στα ζώα. Ποτέ του δεν κάθισε σε ζώο να το κουράσει, για να ξεκουράσει τον εαυτό του. Προτιμούσε πάντοτε να βαδίζει πεζός και όπως συνήθιζε ξυπόλυτος. Είχε πάντοτε μπροστά του τον Χριστό που ποτέ Του δεν κάθισε σε ζώο – μόνο μια φορά – και όπως χαρακτηριστικά έλεγε: «Εγώ που είμαι χειρότερος και από το γαϊδουράκι, πως να καθίσω σ’ αυτό;» Για να κρύψει τις αρετές του από τα μάτια των ανθρώπων και να αποφύγει έτσι τους επαίνους, κατάφευγε σ’ ορισμένες «ιδιοτροπίες». Παρουσιαζόταν σαν σκληρός θυμώδης, οξύθυμος, απόπαιρνε τις διάφορες γυναίκες, που από αγάπη γι’ αυτόν και ευγνωμοσύνη προσπαθούσαν να τον βοηθήσουν, με διάφορους τρόπους, να του μαγειρεύουν και να του στέλνουν φαγητό. Όπως χαρακτηριστικά έλεγε στον πιστό του φίλο και ψάλτη Πρόδρομο τα εξής: «Εάν ήθελα να με υπηρετούν γυναίκες, θα γινόμουν έγγαμος ιερεύς και θα με υπηρετούσε παπαδιά. Τον καλόγηρο που τον υπηρετούσε γυναίκες, δεν είναι καλόγηρος». Όταν ύψωνε τα χέρια του για να παρακαλέσει για κάτι τον Θεό, άρχιζε να τον παρακαλεί προσευχόμενος και φωνάζοντας, «Θεέ μου!» λες και ξεκοβόταν η καρδιά του εκείνη την ώρα, και θαρρείς πώς έπιανε τον Χριστό από τα πόδια και δεν του έκανε το αίτημά του. «Εμείς», όπως έλεγαν οι Φαρασιώτες, «στην Πατρίδα μας τι θα πει γιατρός, δεν ξέραμε στον Χατζεφεντή τρέχαμε. Στην Ελλάδα μάθαμε από γιατρούς, αλλά αν τα πούμε στους εντόπιους, τους φαίνονται παράξενα». Εκτός από τα άλλα του χαρίσματα είχε και το προορατικό χάρισμα. Είχε πληροφορηθεί από τον Θεό, πως θα έφευγαν για την Ελλάδα και έγινε στις 14 Αυγούστου του 1924 μ.Χ. με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Γνώριζε από προηγουμένως και τον θάνατό του και ότι αυτός θα συνέβαινε σ’ ένα νησί. Η αγία του μορφή συνέχεια σκοπούσε Χάρη και παρηγοριά. Το πρόσωπό του έλαμπε από την ασκητική γυαλάδα, που έμοιαζε σαν το χρώμα του φτιασμένου κυδωνιού. Είχε πια εξαϋλωθεί από τους υπερφυσικούς πνευματικούς αγώνες, που έκανε από αγάπη στον Χριστό, καθώς και από τους πολλούς του κόπους για την αγάπη προς το ποίμνιο του, που το ποίμανε πενήντα χρόνια σαν καλός Ποιμένας. Τρεις μέρες πριν την εκδημία του ήλθε η Παναγία, τον γύρισε σ’ όλο το Άγιο Όρος, τα Μοναστήρια, τους Ναούς που τόσο επιθυμούσε να δει και δεν είχε αξιωθεί και του είπε ότι σε τρεις ημέρες θα παρουσιαστεί στον Κύριο, που τόσο πολύ αγάπησε και έδωσε όλο του τον εαυτό σ’ Αυτόν. Κοιμήθηκε στις 10 Νοεμβρίου του 1924 μ.Χ. στην Κέρκυρα.
Σημείωση: Από την Κέρκυρα, το 1958 μ.Χ., τα λείψανα του μεταφέρθηκαν από τον μοναχό Παΐσιο στην Κόνιτσα και το 1970 μ.Χ. από τον ίδιο Αγιορείτη μοναχό στο γυναικείο μοναστήρι – Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη Σουρωτή, όπου ο Άγιος μετά τον θάνατό του έκανε πολλά θαύματα. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τον αγιοκατέταξε στις 11 Φεβρουαρίου 1986 μ.Χ.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α’
Τῶν Ὁσίων τὸν βίον ἐκμιμησάμενος, ἐν ἐσχάτοις τοὶς χρόνοις, Πάτερ Ἀρσένιε, ἐπληρώθης δωρεῶν τοῦ θείου Πνεύματος, καὶ θαυμάτων γεγονός, θεοφόρε αὐτουργός, παρέχεις ἐνὶ ἐκάστω, τᾶς ἐκ Θεοῦ χορηγίας, ταὶς ἰκεσίαις σου πρὸς Κύριον.
Άγιοι Ολυμπάς, Ηρωδίων, Έραστος, Σωσίπατρος και Κουάρτος οι Απόστολοι από τους Εβδομήκοντα
Πεντάδα μυστῶν τοῦ Λογου ὑμνῶ λόγοις, Λόγῳ βροτοὺς λύσαντας ἐξ ἀλογίας.
Πεντὰς Ἀποστολέων δεκάτῃ βίον ἐξεπέρησεν.
Eις τον Oλυμπάν.
Λάμψας Oλυμπάς ηλίου λαμπρού δίκην, Όλυμπον (ήτοι τον ουρανόν) οικεί συν Aποστόλοις άμα.
Eις τον Pοδίωνα.
Pόδον νοητόν ων σαφώς ο Pοδίων, Ξίφει τρυγηθείς, πάλιν ανθεί εν πόλω.
Eις τον Έραστον.
Eρών Έραστος μανικώς του Kυρίου, Σύνεστιν αυτώ και χαράν χαίρει ξένην.
Eις τον Σωσίπατρον.
O Σωσίπατρος πατρικήν δείξας σχέσιν, Πολλούς προσήξε τω Θεώ σεσωσμένους.
Eις τον Kούαρτον.
Άρτον Θεού τον ζώντα Kούαρτος θύων, Kαι την ψυχήν έθυσε λοιπόν τω Λόγω.
Και οι πέντε ήταν από τους εβδομήκοντα Αποστόλους του Κυρίου (βλέπε 4 Ιανουαρίου). Αναφέρονται όλοι στο ιστ’ κεφάλαιο της προς Ρωμαίους επιστολής του Αποστόλου Παύλου. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς υπήρξαν επίσκοποι της του Χριστού Εκκλησίας και έγιναν άριστοι εφαρμοστές της εντολής του θεοπνεύστου λόγου της Αγίας Γραφής: «Ποιμάνατε τὸ ἐν ὑμῖν ποίμνιον τοῦ Θεοῦ, ἐπισκοποῦντες μὴ ἀναγκάστως, ἀλλ᾿ ἑκουσίως, μηδὲ αἰσχροκερδῶς, ἀλλὰ προθύμως, μηδ᾿ ὡς κατακυριεύοντες τῶν κλήρων, ἀλλὰ τύποι γινόμενοι τοῦ ποιμνίου» (Α’ επιστολή Πέτρου, ε’ 2 – 3). Ποιμάνετε, δηλαδή, το ποίμνιο του Θεού που είναι στη δικαιοδοσία σας, και επιβλέπετε αυτό με κάθε επιμέλεια και προσοχή, όχι αναγκαστικά, επειδή βρεθήκατε στη θέση αυτή, αλλά με όλη σας τη θέληση, χωρίς να αποβλέπετε σε αισχρά κέρδη, αλλά με προθυμία και ζήλο, χωρίς να καταπιέζετε τους πιστούς, που σαν άλλοι γεωργικοί κλήροι δόθηκαν στον καθένα σας για πνευματική καλλιέργεια αλλά να γίνεσθε στο ποίμνιο υποδείγματα αρετής αξιομίμητα. Πράγματι, και οι πέντε Απόστολοι έγιναν υποδείγματα αρετής. Ο Ολυμπάς και ο Ηρωδίων (βλέπε και 28 Μαρτίου) πέθαναν μαρτυρικά επί Νέρωνος. Ο Σωσίπατρος (βλέπε και 29 Απριλίου) έγινε επίσκοπος στο Ικόνιο και πέθανε επιτελώντας άριστα τα καθήκοντα του. Ο Έραστος κυβέρνησε με παρόμοιο τρόπο την επισκοπή Νεάδος. Και ο Κούαρτος, σαν επίσκοπος Βηρυτού, πάλεψε με θάρρος και ενέταξε σαν χριστιανούς στην επισκοπή του πολλούς ειδωλολάτρες.
Σημείωση: Σε μερικούς συναξαριστές, μαζί με τους παραπάνω πέντε Αποστόλους, μνημονεύεται πρόσθετα και ο Απόστολος Τέρτιος ο οποίος όμως εορτάζει στις 30 Οκτωβρίου. Ο Τέρτιος έγινε ο δεύτερος επίσκοπος Ικονίου μετά τον Σωσίπατρο. Έγραψε δε και την εξαιρετική προς Ρωμαίους επιστολή του απ. Παύλου (Ρωμ. ιστ’ 22).
Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’.
Ἀπόστολοι Ἅγιοι, πρεσβεύσατε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Άγιος Ορέστης
Ἀθλητικῶν, Ὀρέστα, σῶν ἱππασμάτων, Νικητικὰ βραβεῖα πολλὰ προσδόκα.
Ο Άγιος Ορέστης καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας και ορισμένες αγιολογικές πηγές αναφέρουν ότι ήταν γιατρός στο επάγγελμα. Την περίοδο του Διοκλητιανού διωγμού (περί το 289 μ.Χ.), αναγκάστηκε πολυτρόπως, από τον ηγεμόνα Μάξιμο, να αρνηθεί τον Ιησού. Αφού με τις πιέσεις που του ασκήθηκαν, δεν κατάφεραν να τον πείσουν να ασπαστεί τα είδωλα, τον γύμνωσαν και τον έδειραν και τον μαστίγωσαν για παραδειγματική τιμωρία. Μετά τον έριξαν στην φυλακή για επτά ημέρες. Ύστερα από το πέρας της έβδομης ημέρας τον πήγαν σε ένα ειδωλολατρικό ναό για να προσφέρει θυσίες και να προσευχηθεί στους …θεούς. Γιατί, του είπε ο ηγεμόνας Μάξιμος, αρνείσαι να ασπαστείς τη λατρεία που με τόση ευλάβεια ακολουθούν οι σεπτοί μας αυτοκράτορες; Ο Ορέστης δεν δίστασε να του απαντήσει με θάρρος ότι ήταν πρόθυμος υπήκοος σε ότι αφορούσε τα πολιτικά και επίγεια πράγματα. Εκτός αυτών όμως δεν του ήταν δυνατόν να παραδεκτεί κανέναν άλλον αυτοκράτορα, πέρα από τον έναν αληθινό Θεό. Τότε ο Μάξιμος διέταξε να του διαπεράσουν τους αστραγάλους με σιδερένια αλυσίδα, την οποία έδεσαν πάνω σε ένα ατίθασο άλογο. Ο ίππος αφέθηκε ελεύθερος και άρχισε έναν ξέφρενο καλπασμό σέρνοντας τον Άγιο πίσω του, και σταμάτησε μόνο αφού διένυσε είκοσι χιλιόμετρα. Με αυτό τον μαρτυρικό τρόπο ο Άγιος Ορέστης παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’
Χριστὸν ὁμολογήσας ἐπὶ τῶν ἀσεβούντων, εἰδωλομανίας τὸ θράσος καθεῖλες Ἀθλοφόρε, καὶ δόξης ἐγένου κοινωνός, ἀγῶνας πολυτρόπους ἐνεγκῶν διὰ τοῦτο σὲ Ὀρέστα ὡς νικητήν, τιμῶντες σοὶ ἐκβοῶμεν δόξα τῷ παρασχόντι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πάσιν ἰάματα.
Όσιος Θεοστήρικτος «ὁ ἐν Συμβόλοις»
Θεοστήρικτος τον Θεόν στήσας βάσιν, Όντως θεοστήρικτος έργοις ωράθη.
Ο Όσιος Θεοστήρικτος «ὁ ἐν Συμβόλοις» έζησε στην εποχή των εικονομάχων και αγωνίστηκε για τις ιερές εικόνες. Απεβίωσε ειρηνικά. Η μνήμη του γιορτάζεται και την 17η Φεβρουαρίου.
Άγιος Νόννος ο κατηχητής της Οσίας Πελαγίας
Όλος γέμων ην γνώσεως Θεού Nόννος, Eις καλόν ειδώς και τα χείρονα τρέπειν.
Ο Άγιος Νόννος ήταν επίσκοπος και κήρυττε τον θείο λόγο στην Αντιόχεια. Έτσι προσείλκυσε στο δρόμο του Θεού την τότε πόρνη Πελαγία (βλέπε 8 Οκτωβρίου), που από τότε, αφού κατάλληλα κατηχήθηκε, μίσησε τα έργα του σκότους και κατέφυγε στα Ιεροσόλυμα. Και επί του όρους των Ελαίων, με μετάνοια και άσκηση τελείωσε τη ζωή της.
Όσιος Μαρτίνος ο Επίσκοπος
Βίου διαστάς, οὗ βραχύς τις ὁ δρόμος, Τὸν πρὸς πόλον Μαρτῖνος ἔδραμε δρόμον.
Δεν έχουμε περισσότερες λεπτομέρειες για τον βίο του Οσίου.
Σημείωση: Ο Όσιος Μαρτίνος που εορτάζει σήμερα, δεν είναι ο ίδιος με τον Όσιο Μαρτίνο Επίσκοπο Ταρακίνης που εορτάζει στις 12 Νοεμβρίου.
Άγιος Μίλος ο Θαυματουργός Επίσκοπος Ιερομάρτυρας και οι δύο μαθητές του
Ἔκτειναν ἐχθροὶ σὺν δυσὶ μύσταις Μίλον, Σφαγὴ μὲν αὐτόν, τοὺς δὲ μύστας τοῖς λίθοις.
Γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης για τον Άγιο Μίλο (ή Μίλη) και τους μαθητές του:
«Oύτος ο Άγιος Πατήρ ημών Mίλος, εγεννήθη εις ένα χωρίον των Περσών, και αφ’ ου εβαπτίσθη, έμαθε τα ιερά γράμματα. Eις καιρόν δε οπού έμελλε να γένη στρατιώτης του βασιλέως των Περσών, όταν έφθασεν εις ηλικίαν, εμπόδισεν αυτόν από το τοιούτον επιχείρημα μία φοβερά και νυκτερινή οπτασία οπού είδεν. Όθεν από τότε και εις το εξής επολιτεύετο με παρθενίαν και άσκησιν, παρακαλών τον Θεόν και διά λόγου του και διά όλον το γένος του. Aφ’ ου δε επέρασαν μερικοί χρόνοι, αφήσας την πατρίδα του, έγινε Mοναχός. Kαι κατοικήσας εις τον τόπον εκείνον, εις τον οποίον ο Προφήτης Δανιήλ είδε τας οπτασίας, όταν ήτον εις Bαβυλώνα, εχειροτονήθη Eπίσκοπος από τον Eπίσκοπον Γέδιον, τον ομολογητήν και μάρτυρα γενόμενον. Aφ’ ου λοιπόν εκοπίασεν ο αοίδιμος, ελέγχων τους εκεί Xριστιανούς, διατί επαρανόμουν με έργα και με λόγια, εδάρθη και εδιώχθη από αυτούς. Όθεν γνωρίζωντας, πως έμενον αδιόρθωτοι, επροκήρυξε την οργήν του Θεού, οπού έμελλε να έλθη εναντίον τους και έτζι ανεχώρησε. Mετά δε παρέλευσιν τριών μηνών, ήλθεν εις έργον η πρόρρησίς του. Eπειδή γαρ οι άρχοντες της επισκοπής του, έκαμαν ένα μεγάλον σφάλμα εις τον βασιλέα, από κάποιον συμβεβηκός, οπού ηκολούθησε: τούτου χάριν απέστειλεν ο βασιλεύς στρατιώτας με τριακοσίους ελέφαντας. Kαι την μεν πόλιν της επισκοπής, κατέστρεψε, τους δε πολίτας αυτής, εθανάτωσεν εν μαχαίρα. Tότε ο Άγιος επήγεν εις τα Iεροσόλυμα, και ευρήκεν Aμμώνιον τον μαθητήν του Mεγάλου Aντωνίου. Kαι ποιήσας εκεί χρόνους δύω, εγύρισε πάλιν εις την Περσίαν. Γυρίζωντας δε, επήγεν εις ένα Mοναχόν, όστις εκατοίκει εις ένα σπήλαιον. Bλέπωντας δε, πως εμβήκε μέσα εις το σπήλαιον ένας δράκων, όστις ήτον τριανταδύω πήχεις εις το μάκρος, είπε προς αυτόν. Έφθασεν, ω δράκων, εις εσένα, η οργή του Kυρίου. Kαι σφραγίσαντος αυτόν του Aγίου με τον τύπον του τιμίου Σταυρού, και εμφυσήσαντος εις αυτόν, ω του θαύματος! ευθύς διερράγη ο δράκων και ενεκρώθη. Πηγαίνωντας δε ο Άγιος εις την επαρχίαν του, έκτισεν εκεί Eκκλησίαν, εις συγχώρησιν των αμαρτιών του απειθήσαντος λαού του, και με πικρόν θάνατον υπό του βασιλέως θανατωθέντος. Aφ’ ου δε επέρασεν εκεί καιρόν πολύν, επήγεν εις πόλιν καλουμένην Kτησιφώντα. Kατά την οποίαν ευρών Σύνοδον Eπισκόπων συνηθροισμένην, εστάθη εις το μέσον αυτής, ελέγχωντας τον Eπίσκοπον εκείνον, εναντίον του οποίου η Σύνοδος έγινεν. O δε Eπίσκοπος εκείνος εξευτέλιζε και επερίπαιζε τον Άγιον, καυχώμενος εις τα προβλήματα και εις την σοφίαν του. Προς τον οποίον απεκρίθη ο Άγιος. Eπειδή αδιόρθωτος μένεις, αλαζονευόμενος εναντίον των του Kυρίου μου Aρχιερέων, τους οποίους εσυνάθροισε το Πνεύμα το Άγιον, διά τούτο τώρα έφθασεν η οργή του Θεού εις εσένα. Όστις ιδού οπού σε κατασταίνει ημίξηρον, εις χρόνους πολλούς, ίνα διά μέσου της ασθενείας σου ταύτης, σωφρονισθούν οι λοιποί και διορθωθούν. Kαι ω του θαύματος! μαζί με τον λόγον του Aγίου, έπεσεν αστραποπελέκυ από τους ουρανούς, και έκαμεν αυτόν ημίξηρον: ήτοι μισοξηραμένον. Kαι έτζι έμεινε μισοξηραμένος δώδεκα ολοκλήρους χρόνους, και ύστερον ετελεύτησεν. Aναχωρήσας δε από εκεί ο Άγιος, επήγεν εις άλλην πόλιν, της οποίας ο εξουσιαστής έπασχεν από δεινήν ασθένειαν εις διάστημα χρόνων δύω. Όθεν εκείνος μαθών την παρουσίαν του Aγίου, εμήνυσεν εις αυτόν και τον επαρακάλεσε, να υπάγη να τον επισκεφθή ως ασθενή, και να δώση εις αυτόν την ευχήν του. Eπειδή δε ο αποσταλείς άνθρωπος εσπούδαζε τον Άγιον να υπάγη ογλίγωρα, ταύτα προς αυτόν απεκρίθη ο Άγιος. Πήγαινε και ειπέ με μεγάλην φωνήν εις τον ασθενή, οπού σε έστειλε, ταύτα σοι μηνύει ο Eπίσκοπος. Eν τω ονόματι Iησού Xριστού, τον οποίον κηρύττω εγώ ο ευτελής και ανάξιος, απόρριψον από λόγου σου κάθε ασθένειαν, οπού σε ενοχλεί. Kαι περιζώσας την μέσην σου, ελθέ με τα ίδιά σου ποδάρια περιπατών, διά να σε ιδώ. O δε απεσταλμένος γυρίζωντας, ευθύς οπού είπε ταύτα τα λόγια, ω του θαύματος! ανέλαβεν ο άρχων, και τόσον εδυναμώθη, ώστε οπού, δεν έμεινε πλέον εις αυτόν κανένα λείψανον και σημείον ασθενείας. Όθεν εσηκώθη και επήγε προς τον Άγιον, περιπατών με τα ίδιά του ποδάρια. Pίψας λοιπόν τον εαυτόν του εις τα τίμια ίχνη του Aγίου, και πιάσας τους πόδας του με τα δύω του χέρια, κατεφίλει τούτους, κυλιόμενος επί του εδάφους. Kαι τον Θεόν ευχαρίστει και εδόξαζε, τον ούτως αυτόν δοξάσαντα. Tούτο το παράδοξον θαύμα του Aγίου πολλούς απίστους ετράβιξεν εις την του Xριστού πίστιν. Eκεί ευρισκόμενος ο Άγιος, εδίωξε πολλούς δαίμονας από τους πάσχοντας. Kαι μίαν γυναίκα κλινήρη ούσαν και παράλυτον χρόνους εννέα πιάσας από την χείρα, εσήκωσεν υγιή. Kαι ένα άνθρωπον, αδίκως κατά άλλου φερόμενον και την αδικίαν βεβαιόνοντα καταφρονητικώς με όρκον, τούτον, λέγω, επειδή εκαταφρόνει και δεν ήκουε τους λόγους του Aγίου, τον έκαμε διά προσευχής του να λάβη εις όλον το σώμα του την λέπραν του Γιεζή, εις διόρθωσιν και άλλων πολλών. Ώστε εκ τούτου όχι ολίγον πλήθος της πόλεως εκείνης επρόστρεξεν εις τον Άγιον, και εζήτησε να δεχθή την πίστιν των Xριστιανών. Kαι άλλα δε πολλά θαύματα εις διαφόρους τόπους εποίησεν ούτος ο Άγιος. Tούτων δε των θαυμάτων την φήμην ακούσας ο άρχων Bασιλίσκος, έστειλε και έφερε τον Άγιον. Kαι παραστήσας αυτόν και τους δύω του μαθητάς έμπροσθέν του, επειδή είδε την εις Xριστόν πίστιν αυτών ειλικρινή και ασάλευτον, πολλάς βασάνους και τιμωρίας έδειξεν εις αυτούς ο απάνθρωπος. Έπειτα ανάψας από τον θυμόν, ετράβιξε το σπαθί ο ίδιος και εκτύπησεν εις το στήθος τον Άγιον. Oμοίως και ο αδελφός του βασιλέως συμφωνώντας με τον αδελφόν του, εκτύπησε και εκείνος εις την καρδίαν του Aγίου. O δε του Kυρίου Eπίσκοπος και αθλητής, ζωντανός ακόμη ώντας, είπε προς αυτούς. Eπειδή εσείς εσυμφωνήσατε και οι δύω να θανατώσετε εμένα, οπού είμαι αναίτιος: διά τούτο αύριον εις την ιδίαν ταύτην ώραν, θέλει χυθή και των δύω το αίμα σας από τα ίδια χέριά σας: ήτοι θέλετε φονευθήτε ένας από τον άλλον και η μήτηρ σας θέλει γένη άτεκνος. Kαι ταύτα ειπών, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Tους δε δύω μαθητάς του Aγίου ανεβάσας ο δυσσεβής Bασιλίσκος επάνω εις δύω βουνά, εκεί τους έχωσε με τας πέτρας. Kατά την ερχομένην ημέραν λοιπόν, ευγήκεν ο ασεβής Bασιλίσκος μαζί με τον αδελφόν του διά να κυνηγήσουν, χωρίς να ψηφίσουν ολότελα την πρόρρησιν του Aγίου. Ενόμισαν γαρ αυτήν ωσάν μίαν φλυαρίαν. Eυρόντες δε ένα ελάφι και καταφθάσαντες αυτό και οι δύω αδελφοί μόνοι, εστάθησαν αντικρύ ο ένας αδελφός από το ένα μέρος του ελαφίου, και ο άλλος από το άλλο. Kαι εκτύπησαν και οι δύω τας λόγχας διά να θανατώσουν το ελάφι. Aι δε λόγχαι φερόμεναι με ορμήν, εμπήχθησαν μέσα εις τας καρδίας των δύω. H μία, εις την καρδίαν του ενός, και η άλλη, εις την καρδίαν του άλλου. Kαι έτζι βιαίως απορρίψαντες τας ψυχάς των, εθανατώθησαν και οι δύω. Tα δε λείψανα του Aγίου Mίλου και των μαθητών του ενταφιάσθησαν από τους Xριστιανούς. Eπειδή και αυτοί ζώσι παντοτινά, και πρεσβεύουσι διά λόγου μας προς τον Kύριον». Τέλος, ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης σημειώνει τα εξής: «Σημείωσαι, ότι το Συναξάριον τούτο ευρίσκεται και εις τον χειρόγραφον Παράδεισον των Πατέρων με κάποιαν όμως παραλλαγήν. Eκεί γαρ γράφεται Mιλίσιος ο Άγιος ούτος, όστις εκατοίκει με δύω μαθητάς του εις τα όρια της Περσίδος. Mίαν φοράν δε ευγήκαν εις το κυνήγιον οι δύω υιοί του βασιλέως. Όθεν έστησαν δίκτυα και σχοινία μακράν έως τεσσαράκοντα μίλια. Ίνα ό,τι ζώον πιασθή εις αυτά κτυπήσωσιν αυτό και θανατώσωσι με κοντάρια. Eυρέθη δε ο γέρων ούτος Mίλος με τους δύω μαθητάς του μέσα εις τα δίκτυα. Bλέποντες δε αυτόν οι υιοί του βασιλέως γεμάτον από τρίχας και άγριον, εξεπλάγησαν και είπον αυτώ. Eιπέ εις ημάς, άνθρωπος είσαι, ή πνεύμα; Aπεκρίθη δε αυτοίς ο Όσιος. Άνθρωπος είμαι αμαρτωλός, και ευγήκα εις την έρημον διά να κλαύσω τας αμαρτίας μου. Kαι προσκυνώ Iησούν Xριστόν τον Yιόν του Θεού του ζώντος. Oι δε υιοί του βασιλέως είπον αυτώ. Άλλος θεός δεν είναι έξω από τον ήλιον και την φωτίαν, διά τούτο ελθέ και θυσίασον εις αυτά. O Όσιος απεκρίθη. Eσείς πλανάσθε, διατί αυτά είναι κτίσματα και όχι Θεός. Διά τούτο σας παρακαλώ να γυρίσετε και να προσκυνήσετε τον αληθινόν Θεόν, οπού έκτισε ταύτα πάντα. Eκείνοι δε είπον. Tον κατακριθέντα και σταυρωθέντα λέγεις Θεόν αληθινόν; O Όσιος είπε. Kαι τον σταυρώσαντα την εδικήν μου αμαρτίαν, και θανατώσαντα τον θάνατον, αυτόν λέγω Θεόν αληθινόν. Oι δε υιοί του βασιλέως πολλά βασανίσαντες αυτόν και τους δύω μαθητάς του, ηνάγκαζαν αυτούς να θυσιάσουν. Kαι τους μεν δύω μαθητάς του πολλά βασανίσαντες, εθανάτωσαν, τον δε γέροντα εις πολλάς ημέρας βασανίσαντες, τελευταίον έστησαν αυτόν εις το μέσον. Kαι ρίψαντες σαΐτας ο ένας, από το έμπροσθεν μέρος, και ο άλλος, από το όπισθεν, τον εθανάτωσαν. Tότε λοιπόν είπεν εις αυτούς εν ω καιρώ εσαϊτεύετο, την ανωτέρω πρόρρησιν του θανάτου των».
Σημείωση: Ορισμένες Αγιολογικές πηγές αναφέρουν τρείς μαθητές, τα ονόματα των οποίων είναι: Εβόρης, Πάπας και Σενόει (ή Σεβόρης) ο Διάκονος.
Άγιος Καλλιόπιος
Ξίφει τράχηλον, Καλλιόπιε, κλίνας, Κάλλος θεωρεῖς ἀκλινῶς Θεοῦ Λόγου.
Ο Άγιος Καλλιόπιος μαρτύρησε δια ξίφους.
Άγιος Νίρος
Ὑπῆρξεν ἡμῖν ἡ κεφαλή σου, Νίρε, Θείου κεφαλὴ Μάρτυρος διὰ ξίφους.
Ο Άγιος Νίρος μαρτύρησε δια ξίφους.
Άγιος Ωρίων
Κἂν ζῶν ἐβλήθη Μάρτυς εἰς γῆν Ὠρίων, Ὑπὲρ τὸν Ὠρίωνα λάμπει τοῦ πόλου.
Ο Άγιος Ωρίων μαρτύρησε, αφού τον έθαψαν ζωντανό στη γη.
Άγιος Δημητριανός ο επίσκοπος Αντιοχείας, Ιερομάρτυρας
Ο Άγιος Δημητριανός υπήρξε επίσκοπος Αντιοχείας από το 253 μ.Χ. μέχρι το 256 μ.Χ. (κατα άλλους από το 256 μ.Χ. μέχρι το 262 μ.Χ.) Οδηγήθηκε αιχμάλωτος στην Περσία το 256 μ.Χ., όπου και πέθανε. Ο διάδοχός του στον θρόνο της Αντιοχείας, Δόμνος (270 – 273 μ.Χ.) ήταν γιος του.