Εορτολόγιο: Δείτε ποιοι γιορτάζουν σήμερα (11/9)
Δείτε ποιοι γιορτάζουν σήμερα, Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 2023.
11 Σεπτεμβρίου είναι της Αγίας Ευανθίας μάρτυρος, του Οσίου Ευφροσύνου του μαγείρου, της Αγίας Θεοδώρας η εν Βαστα
Γιορτάζουν τα ονόματα: Ευανθία, Εύα, Ευάνθης Ευφρόσυνος, Φρόσυνος.
Οι Άγοι:
Άγιοι Δημήτριος, Ευανθία η σύζυγος του και Δημητριανός ο γιός τους
Η αγία Ευανθία, που η Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη της στις 11 Σεπτεμβρίου, μαζί με του συζύγου της αγίου Δημητρίου και του γιού τους αγίου Δημητριανού, έδινε μεγάλη σημασία, σε αντίθεση με ό, τι συμβαίνει με μας σήμερα, όχι στην κοσμική σοφία, αλλά στην πραγματική και υπερκόσμια σοφία.
Πίστευε και παραδεχόταν τις μεγάλες και σωτηριώδεις αλήθειες, οι οποίες είναι θησαυρισμένες στο Ευαγγέλιο του Χριστού. Αυτές τις μεγαλειώδεις και σωτηριώδεις αλήθειες της Ευανθίας ασπαζόταν και ο σύζυγός της, ο οποίος αρχικά ήταν ειδωλολάτρης και διώκτης των Χριστιανών, και ο γιός της. Και με αυτές να γεμίζουν την ψυχή τους, παρέδωσαν το πνεύμα τους στο Θεό.
Ωστόσο, αναφορικά με το τέλος τους υπάρχει μια διχογνωμία. Οι περισσότεροι συναξαριστές θεωρούν, ότι θανατώθηκαν από φονικό σεισμό, αφού καταπλακώθηκαν μέσα στο ναό, όπου προσεύχονταν. Στο συναξάρι του εκατόνταρχου Κορνηλίου δίνεται μια άλλη εκδοχή. Στο ναό, κατά την ώρα του σεισμού, βρισκόταν η αγία Ευανθία με το γιο της, αλλά διασώθηκαν από τον Κορνήλιο, ο οποίος τους έβγαλε από τα ερείπια, γεγονός, το αποτέλεσε αφορμή για τη μεταστροφή του συζύγου της Δημητρίου.
Όπως και να έχει, αυτό, που μετρά, είναι ότι η αγία Ευανθία, όπως και ο σύζυγός της άγιος Δημήτριος και ο γιος της άγιος Δημητριανός, ξεπέρασαν τα φαινομενικά αλύγιστα τυφλά πάθη και τους σκοτεινούς εγωισμούς, που στέκουν εμπόδιο μεταξύ Θεού και ανθρώπων, και άφησαν το φως της Πίστης να εισχωρήσει ελεύθερα μέσα τους και να τους φωτίσει και να τους καταυγάσει.
Η Αγία Ευανθία με αγαθότητα και καθαρότητα καρδιάς, με ταπείνωση ειλικρινή, έστρεψε όχι μόνο τα δικά της μάτια, τα δικά της αυτιά και τη δική της ψυχή στο Χριστό, αλλά και τα μάτια και τα αυτιά και την ψυχή του συζύγου της και του γιου της.
Και εμείς αν πλησιάσουμε πραγματικά και όχι υποκριτικά το Χριστό, αμέσως θα προσελκυσθούμε από τη χάρη του. Και θα μείνουμε πάντα κοντά Του. Χωρίς δεύτερη σκέψη και γνώμη θα γίνουμε πιστοί μαθητές και γνήσιοι ακόλουθοί του, κατά το παράδειγμα της αγίας Ευανθίας.
Η άμεση επαφή, η προσωπική γνωριμία με τον Κύριο δημιουργεί πείρα και πείθει και τον πιο δύσπιστο για την ανάγκη της χριστιανικής ζωής. Αν θέλουμε να πεισθούμε, δεν χρειάζεται να πειραματιστούμε, αλλά να απλωθούμε προς το Χριστό . Να πάμε κοντά Του. Να Τον γνωρίσουμε προσωπικά. Να Τον συναναστραφούμε. Να επικοινωνήσουμε μαζί Του. Να Τον ακούσουμε. Να αντικρίσουμε το μεγαλείο Του, που αστράφτει… Και οι τρείς θανατώθηκαν κατά τη διάρκεια σεισμού. Στο Συναξάρι όμως του εκατόνταρχου Κορνηλίου βρίσκουμε για τους μάρτυρες αυτούς τα έξης.
Ο Δημήτριος ήταν φιλόσοφος και άρχοντας της πόλης Σκεψέων η Σκήψης της Μικράς Ασίας, και διώκτης των Χριστιανών. Η δε γυναίκα του Ευανθία και ο γιος του Δημητριανός ήταν στον ναό προσευχόμενοι, μαζί με τον Κορνήλιο. Τη στιγμή όμως εκείνη έγινε σεισμός και η Ευανθία με τον Δημητριανό καταπλακώθηκαν στα ερείπια του ναού, φωνάζοντας το όνομα του Κορνηλίου.
Το έμαθε αυτό ο Δημήτριος, βρήκε τον Κορνήλιο και τον παρακάλεσε να σώσει την οικογένεια του. Πράγματι ο Κορνήλιος έβγαλε ζωντανούς από τα ερείπια τα δύο μέλη της οικογενείας του Δημητρίου, που είχε σαν αποτέλεσμα τη μεταστροφή στον Χριστό του Δημητρίου, καθώς και όλων των κατοίκων της πόλης εκείνης.
Άγιος Ευφρόσυνος ο μάγειρος
Αγράμματος και αγροίκος χωρικός ο Όσιος Ευφρόσυνος σε ανδρική ηλικία εγκατέλειψε τον κόσμο και εισήλθε σε κοινόβιο, όπου εκάρη μοναχός. Περιφρονημένος από τους συμμοναστές του για την απαιδευσία και την απλοϊκότητά του, εγκολπώθηκε την ταπείνωση του Χριστού και τους υπηρετούσε στην διακονία του μαγειρείου. Και καθώς πάντα ήταν κατακαπνισμένος από την ανθρακιά και τις στάχτες, όλοι τον περιγελούσαν και τον ενέπαιζαν, άλλα και δαρμούς δεχόταν από τους αμελέστερους που έβρισκαν αφορμή την σιωπή και την ανεξικακία του.
Αυτός όμως ο μακάριος με γενναιότητα καρδίας υπέμεινε τους εξευτελισμούς και τις ταπεινώσεις και άλλοτε μεν λουσμένος στον ιδρώτα, άλλοτε δε λαχανιασμένος και χαρούμενος, διήνυε εν τω κρυπτώ το στάδιο των αρετών διαφεύγοντας την προσοχή των ανθρώπων. Στο κοινόβιο εκείνο υπήρχε κάποιος ενάρετος ιερεύς, ο οποίος επί τρία χρόνια με νηστείες και προσευχές ικέτευε τον Θεό να του δείξει τα αγαθά, «ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α’ Κορ. 2, 9).
Μία νύκτα, ενώ κοιμόταν, αρπάχθηκε ο νους του στον παράδεισο, σε πάντερπνο και μυροβόλο κήπο γεμάτο πολυποίκιλα δένδρα, εύοσμα άνθη και διαυγέστατα τρεχούμενα νερά, που γλώσσα ανθρώπου δεν μπορεί να περιγράψει. Ενώ διαλογιζόταν τίνος άραγε να είναι ο θαυμάσιος εκείνος παράδεισος, βλέπει τον μάγειρα της μονής Ευφρόσυνο στο μέσον του κήπου να απολαμβάνει τα άρρητα αγαθά. Έκπληκτος τον ρώτησε πως βρέθηκε εκεί και αν αυτός ήταν ο τόπος που ετοίμασε ο Θεός για όσους τον αγαπούν. Ο Ευφρόσυνος του είπε: «Εγώ μεν, τίμιε πάτερ, όπως γνωρίζεις, δεν ξεύρω γράμματα – από σας ακούω αυτά που λέγει ο Απόστολος. Επειδή όμως ελάχιστα βιάσαμε τον εαυτό μας, βλέπομε ένα μέρος από αυτά που ο Θεός ετοίμασε για όσους τον αγαπούν διότι άνθρωπος που φορεί σάρκα δεν θα αντέξει να δει περισσότερα».
Ο ιερεύς τον ρώτησε αν είχε έλθει και άλλη φορά – ο Ευφρόσυνος του απάντησε: «Με την χάρη του Θεού εδώ μένω πάντοτε και είμαι φύλακας του κήπου». Τότε ο ιερεύς του έδειξε τρία ωραιότατα μεγάλα μήλα και τον ερώτησε αν είχε εξουσία να του τα δώσει. Ο Ευφρόσυνος τα έκοψε αμέσως και του τα έβαλε στο ράσο. Την ώρα εκείνη κτύπησε το σήμαντρο για την ακολουθία του όρθρου. Ο ιερεύς, αναπηδώντας από το κλινάρι του, νόμιζε πως είχε δει όνειρο και εξεπλάγη όταν μέσα στο ράσο του βρήκε τους τρεις παραδείσιους καρπούς. Στον ναό είδε τον Ευφρόσυνο να στέκεται όπως πάντα στο στασίδι του. Πέφτοντας στα πόδια τον εκλιπαρούσε να του πει που βρισκόταν εκείνη την νύκτα. «Εκεί ήμουν, πάτερ», του απάντησε, «όπου με βρήκες». «Και τι μου έδωσες, δούλε του Θεού; πες μου», ρώτησε πάλι ο ιερεύς.
«Τρία μήλα ζήτησες και σου τα έδωσα», του αποκρίθηκε με ταπείνωση ο μάγειρας. Ο ιερεύς του έβαλε μετάνοια και πήγε στην θέση του. Μετά την απόλυση έφερε από το κελλί του τα τρία μήλα, τα έδειξε στους αδελφούς και διηγήθηκε όσα συνέβησαν την νύκτα. Εκείνοι θαύμασαν και δόξασαν τον Θεό. Έπειτα τα κατατεμάχισαν και τα έβαλαν σε δίσκο. Όσοι μετέλαβαν από την ευλογία του δεσποτικού κήπου θεραπεύθηκαν από κάθε ασθένεια. Ο δε μακάριος Ευφρόσυνος, την ώρα που οι μοναχοί άκουγαν προσεκτικά την διήγηση του ιερέως, άνοιξε την πλάγια θύρα της εκκλησίας και, φεύγοντας την ανθρώπινη δόξα, απομακρύνθηκε από την μονή και δεν φάνηκε ποτέ πιά. Όσιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η μνήμη του οποίου τιμάται στις 11 Σεπτεμβρίου. Την ημέρα αυτή γιορτάζουν όσοι φέρουν το όνομα Ευφρόσυνος. Ο Όσιος Ευφρόσυνος είναι ο προστάτης Άγιος των ελλήνων μαγείρων.
ύμφωνα με τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, ο Ευφρόσυνος ήταν ένας αγράμματος και αγροίκος χωρικός, που αφού ενεδύθη το μοναχικό σχήμα, έγινε υπηρέτης των μοναχών και δούλευε στο μαγειρείο. Λόγω της ανατροφής του, γρήγορα έγινε περίγελως των αδελφών του μοναχών, οι οποίοι συχνά των περιέπαιζαν. Υπέμενε, όμως, την καταφρόνηση με γενναιότητα και σύνεση.
Αγία Θεοδώρα της Βάστα Πελοποννήσου
Η Αγία Θεοδώρα καταγόταν από την Αγιοτόκο και Ηρωοτόκο Πελοπόννησο γι’ αυτό και από κάποιους ονομάζεται Αγία Θεοδώρα η «Πελοποννήσια». Ως προς την καταγωγή της πιθανότερες περιοχές φαίνεται να είναι η Αρκαδία και η Μεσσηνία. Έζησε κατά τον 9ον αιώνα μ.Χ. (κατά άλλους τον 10ο αιώνα μ.Χ.) δηλαδή στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Οι γονείς της υπήρξαν άνθρωποι πτωχοί και άσημοι αλλά αγαπούσαν τον Θεό και μετέδωσαν στα παιδιά τους την πίστη στο Χριστό. Από μικρή ηλικία η Θεοδώρα, σε σχέση με τα άλλα της αδέλφια, είχε μία ιδιαίτερη αγάπη και κλίση προς τα θεία. Αγαπούσε τον Θεό σε τέτοιο βαθμό που επιθύμησε να αφιερώσει όλη της την ζωή Σ’ αυτόν. Αποκτούσε μέρα με τη μέρα αυτό που οι Άγιοι Πατέρες ονομάζουν «Ἔρωτα Χριστοῦ». Μεγαλώνοντας αποφασίζει να εγκαταβιώσει σε μοναστήρι και εκεί να καλλιεργήσει τον έρωτά της για τον Χριστό.
Το παράδοξο όμως είναι ότι δεν προτίμησε ένα γυναικείο μοναστήρι αλλά ένα ανδρικό! Παρουσιάστηκε στην μονή της «Παναΐτσας», μία μονή που βρίσκεται στα όρια των Νόμων Αρκαδίας – Μεσσηνίας, ως άνδρας με το όνομα «Θεόδωρος». Δεν μπορούμε με σιγουριά να υποστηρίξουμε για πιο λόγο το έκανε αυτό. Πιθανόν ήθελε να εξαφανιστεί εντελώς από τους γνωστούς της.
Στην ανδρώα μονή που εγκαταβίωσε δεν άργησε να καταστεί παράδειγμα υπομονής, υπακοής και ταπείνωσης.
Οι αρετές αυτές την οδηγούσαν σταδιακά σε μεγάλη πνευματική πρόοδο που αναγνωριζόταν από τον Ηγούμενο και τους συνμοναστές της. Οι Πατέρες της Μονής, θαυμάζοντας την προσωπικότητα και τα χαρίσματα που τον διέκριναν, του εμπιστεύτηκαν τις εξωτερικές εργασίες της Μονής. Πράγματι, στο διακόνημα αυτό βρίσκονται πάντα μοναχοί ή μοναχές με εμπειρία στην πνευματική ζωή. Την ίδια χρονική περίοδο συνέβει στην ευρύτερη περιοχή της Πελοποννήσου φοβερός λιμός, έτσι που ο κόσμος και η Μονή κινδύνευσαν από ασιτία.
Όλοι οι Πατέρες έστρεψαν τα βλέμματά τους στον «Θεόδωρο» ως τον μοναδικό που μπορούσε να βοηθήσει σ’ αυτήν την τόσο δύσκολη κατάσταση. Πράγματι, ο «Θεόδωρος» επισκέφτηκε πολλά σπίτια Χριστιανών προκειμένου να τους στηρίξει και αν ήταν δυνατόν να εξοικονομήσει κάτι και για την μοναστική αδελφότητα. Συνέβη όμως κάτι φοβερό! Μία γυναίκα ξεστόμισε εναντίον του μία βαριά κατηγορία. «Ο καλόγερος, είπε, με άφησε έγκυο!». Η είδηση αυτή διαδόθηκε γρήγορα! Μία δεινή συκοφαντία είχε ήδη στηθεί. Οι γονείς της εγκυμονούσας γυναίκας θυμωμένοι ανέβηκαν στο μοναστήρι και βίαια πρόσταξαν τον «Θεόδωρο» να τους ακολουθήσει.
Ο «μοναχός» αν και αρνήθηκε την κατηγορία δεν αρνήθηκε να τους ακολουθήσει. Στη συνέχεια τον δίκασαν με συνοπτικές διαδικασίες και τόν έκριναν ένοχο. Έλαβε την εσχάτη των ποινών, «θάνατον δια αποκεφαλισμού». Αν και μπορούσε με την αποκάλυψη του σώματός του να αποδείξει την αθωότητά του, προτίμησε να «σηκώσει» το βάρος της συκοφαντίας! Ως τόπος του μαρτυρίου ορίστηκε το χωριό Βάστα στην περιοχή της Αρκαδίας. Ο δήμιος τον οδήγησε μέχρι εκεί ενώ ο «Θεόδωρος» ακολουθούσε «ὡς ἀμνός ἄφωνος».
Μετά από λίγη ώρα η ψυχή της Αγίας Θεοδώρας φτερούγισε προς τον ουρανό, στην ετοιμασμένη θέση των οσιοπαρθενομαρτύρων της Εκκλησίας μας. Ο δήμιος και οι συνεργάτες του, που αποκεφάλισαν την μάρτυρα, διέκριναν το σώμα της γυμνό και μεταμεληθέντες ζήτησαν συγχώρεση από τον Θεό. Το θαυμαστό γεγονός έγινε γνωστό παντού! Ο Ηγούμενος και οι συμμοναστές θρηνολογώντας έφθασαν στον τόπο του μαρτυρίου και δοξάζοντας τον Θεό ενεταφίασαν το σώμα της στην Ιερά Μονή τους ή κατά την γνώμη άλλων στον ίδιο τόπο του μαρτυρίου της.
Λέγεται, ότι πριν τον αποκεφαλισμό της, η Αγία ζήτησε από τον Θεό το σώμα της να γίνει ναός, οι τρίχες της κεφαλής της να γίνουν δένδρα και το αίμα της ποτάμι. Πράγματι, στην στέγη του ιδρυθέντος ναού που βρίσκεται στη Βάστα της Αρκαδίας ανεφύησαν 17 δένδρα, τα οποία παραδόξως στέκονται στην στέγη και ομολογούν ότι «ὅπου ὁ Θεὸς δὲ βούλεται νικᾶται φύσεως τάξις».
Λεπτομερή βιογραφία της Αγίας, έγραψε ο Μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως κ. Θεόφιλος. Να παρατηρήσουμε, τέλος, ότι η βιογραφία της Αγίας αυτής, έχει αρκετά κοινά στοιχεία, μ’ αυτά της Αγίας Θεοδώρας της Αλεξανδρινής