Εορτολόγιο: Ποιοι γιορτάζουν σήμερα Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2024
Σύμφωνα με το Εορτολόγιο, γιορτάζουν τα ονόματα: Κοσμάς, Δαμιανός, Ανάργυρος, Δαβίδ, Διόνυσος, Ερμινίγγελδος, Ιουλιανή, Θεολήπτη
Δείτε ποιοι γιορτάζουν σήμερα, Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2024.
Σύμφωνα με το Εορτολόγιο, Παρασκευή 1 Νοεμβρίου, είναι των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού των Αναργύρων, του Οσίου Δαβίδ του Γέροντος εν Ευβοία, του Οσιομάρτυρος Διονυσίου
Γιορτάζουν τα ονόματα: Κοσμάς, Δαμιανός, Δαμιανή, Ανάργυρος, Ανάργυρη, Αναργυρούλα, Δαβίδ, Δαυίδ, Διόνυσος, Ερμινίγγελδος, Κυριαίνα, Ιουλιανή, Θεολήπτη.
Οι Άγιοι:
Άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός οι Ανάργυροι και θαυματουργοί
Εἰ καὶ παρῆκαν γῆν Ἀνάργυροι δύω, Πληροῦσιν, ὡς πρίν, καΙ πάλιν γῆν θαυμάτων. Πρώτῃ Ἀκέστορε φῶτε Νοεμβρίου ἔκπτατον ἐκ γῆς.
Οι Άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός κατάγονταν από την Ασία. Οι γονείς τους, ήταν το άριστο πρότυπο χριστιανών συζύγων. Όταν η μητέρα τους Θεοδότη (εορτάζει στις 2 Ιανουαρίου) έμεινε χήρα, αφιέρωσε κάθε προσπάθεια της στην χριστιανική ανατροφή των δυο παιδιών της, Κοσμά και Δαμιανού. Τους δύο αυτούς αδελφούς διέκρινε μεγάλη ευφυΐα και επιμέλεια, γι’ αυτό και σπούδασαν πολλές επιστήμες. Ιδιαίτερα όμως, επιδόθηκαν στην ιατρική επιστήμη, την οποία εξασκούσαν σαν διακονία φιλανθρωπίας προς τον πλησίον. Θεράπευαν τις ασθένειες των ανθρώπων, και ιδιαίτερα των φτωχών, χωρίς να παίρνουν χρήματα, γι’ αυτό και ονομάστηκαν Ανάργυροι. Πολλοί ασθενείς που θεραπεύθηκαν ήθελαν να τους ευχαριστήσουν. Αλλά αυτοί, δεν δέχονταν τις ευχαριστίες και απαντούσαν με τον ορθό λόγο της Αγίας Γραφής: «Ἡ εὐλογία καὶ ἡ δόξα καὶ ἡ σοφία καὶ ἡ εὐχαριστία καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ ἰσχὺς τῷ Θεῷ ἡμῶν εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων» (Αποκάλυψη Ιωάννου, ζ’ 12). Δηλαδή, όλος ο ύμνος και η δόξα και η σοφία και η ευχαριστία και η τιμή και η δύναμη και η ισχύς, ανήκει στον Θεό μας, στους αιώνες των αιώνων. Έτσι ταπεινά αφού διακόνησαν σε όλη τους τη ζωή τον πλησίον, πέθαναν ειρηνικά και ετάφησαν στην τοποθεσία Φερεμά.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ δ’
Ἅγιοι Ἀνάργυροι καὶ θαυματουργοί, ἐπισκέψασθε τὰς ἀσθενείας ἡμῶν, δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε ἡμῖν.
Όσιος Δαβίδ που ασκήτευε στην Εύβοια
Ο Όσιος Δαβίδ καταγόταν από το χωριό Γαρδινίτζα, που βρισκόταν κοντά στο Ταλάντιο, τόπος παραθαλάσσιος απέναντι από την Εύβοια. Έζησε όταν Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης ήταν ο Ιερεμίας, περί το 1519 μ.Χ. Τον πατέρα του έλεγαν Χριστόδουλο και ήταν ιερέας, τη δε μητέρα του Θεοδώρα. Ο όσιος Δαβίδ είχε άλλον έναν αδελφό και δύο αδελφές. Από μικρός ο Όσιος έδειξε εξαίσια μορφή και έμαθε άριστα τα Ιερά γράμματα. Σε ηλικία 15 ετών υποτάχθηκε σ’ έναν άγιο γέροντα, τον Ακάκιο, που τον εκπαίδευσε στις αρετές της μοναχικής πολιτείας και από τότε ο όσιος Δαβίδ κάνει μια φοβερή, σύμφωνα με τον βιογράφο του, πνευματική πορεία, διδάσκοντας την έμπρακτη αρετή και κάνοντας διάφορα θαύματα. Προείδε τον θάνατο του και απεβίωσε ειρηνικά και με μεγάλη αγιότητα την 1η Νοεμβρίου. Βιογραφία του συνέγραψε ο μαθητής του Χριστόφορος μοναχός και Ακολουθία του ο επίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος από την Αθήνα. Μονή του Όσιου Δαβίδ υπάρχει στην Εύβοια.
Ἀπολυτίκιον Ήχος γ’
Μέγαν εύρατο, Εύβοια κλέος, τον πανένδοξον, Δαβίδ τον θείον, ως ιεράς αρετής καταγώγιον, και του Χρίστου οπαδόν αληθέστατον, και των Όσίων απάντων εφάμιλλον. Διό Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθε ημίν το μέγα έλεος.
Αγία Ελένη η Παρθενομάρτυς από τη Σινώπη
Η Αγία Ελένη μαρτύρησε τον 18ο αιώνα μ.Χ. Καταγόταν από την ωραία πόλη του Πόντου Σινώπη και ήταν κόρη της ευσεβούς οικογενείας Μπεκιάρη. Ήταν 15 ετών ωραιότατη στο σώμα, η δε αγνότητα της έδινε ιδιαίτερη χάρη στο πρόσωπο της. Διακρινόταν για την υπακοή στους γονείς της και τον θερμό έρωτα της ψυχής της προς τον νυμφίο Χριστό. Στην ανατροφή της επέδρασε ιδιαίτερα ο θείος της, αδελφός του πατέρα της, ο οποίος δίδασκε τότε σε Ελληνικό κρυφό Σχολεόο της Σινώπης.
Μια μέρα λοιπόν, η μητέρα της την έστειλε ν’ αγοράσει νήματα για το κέντημα, από το κατάστημα του Κρύωνα. Στο δρόμο υπήρχε το σπίτι του Ουκούζογλου πασά, διοικητού της Σινώπης. Την ώρα που περνούσε η Ελένη, ο πασάς την είδε απ’ το παράθυρο. Η ωραιότητα της τράβηξε την ακόλαστη ψυχή του και σκέφθηκε να τη μολύνει. Διέταξε τότε και την έφεραν μπροστά του. Αφού έμαθε ποια ήταν, προσπάθησε πολλές φορές να τη βιάσει, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Διότι ένα αόρατο τείχος προστάτευε την Ελένη, που συνεχώς προσευχόταν. Ο πασάς, αντί να δει το θαύμα, σκλήρυνε περισσότερο η ψυχή του και επειδή δεν μπορούσε να ικανοποιήσει τον σκοπό του, τη βασάνισε σκληρά και τελικά την αποκεφάλισε. Το Ιερό της λείψανο το έβαλαν σε ένα σάκο και το έριξαν στη θάλασσα,. Αντί όμως να βυθιστεί, το λείψανο της Αγίας επέλπλεε και ένα ουράνιο φως το φώτιζε. Το σεπτό Λείψανο συνέχισε να επιπλέει, ώσπου έφτασε στην τοποθεσία Γάει, όπου λόγω του μεγάλου βάθους της θάλασσας τα νερά είναι μαύρα. Εκεί πλέον βυθίστηκε. Μετά από αρκετές ημέρες, ένα ελληνικό πλοίο αγκυροβόλησε στην τοποθεσία Γάει. Ένα βράδυ, ο φύλακας του πλοίου παρατήρησε ότι από το πυθμένα της θάλασσας έβγαινε ένα φως και νόμισε ότι εκεί θα υπήρχε ένα μεγάλος θησαυρός από χρυσό. Αμέσως ειδοποίησε τον καπετάνιο και δύτες ανείλκυσαν το σάκκο που όμως αντί χρυσού υπήρχε το τίμιο λείψανο της Αγίας. Ο καπετάνιος του πλοίου μετέφερε κρυφά την τιμία Κάρα της Αγίας στον ιερό Ναό της Παναγίας στην Σινώπη, το δε σεπτό σκήνωμα της το έβαλε σε ένα άλλο πλοίο, το οποίο έφευγε με Έλληνες για την Ρωσία. Στο σημείο της θάλασσας που βυθίστηκε το Ιερό Λείψανο, άρχισε να βγαίνει γλυκό νερό και από τότε η περιοχή αυτή ονομάστηκε «Αγιάσματα». Διά της τιμίας Κάρας της Αγίας Παρθενομάρτυρος Ελένης γίνονταν πολλά θαύματα στην Σινώπη. Ιδιαίτερα, όσοι υπέφεραν από πονοκεφάλους, καλούσαν τον Ιερέα, ο οποίος έφερνε την αγία Κάρα, έψαλλε την Παράκληση, έκαμνε Αγιασμό και θεραπεύονταν ο πόνος. Κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών πριν από το 1924 μ.Χ., ο τότε πρόεδρος της Σινώπης Χρήστος Καφαρόπουλος, έφερε την Κάρα της Αγίας Ελένης στον Ιερό Ναό της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Μαρίνης στην Άνω Τούμπα Θεσσαλονίκης, όπου φυλάσσεται σήμερα ευωδιάζουσα και θαυματουργούσα.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α’
Τῆς ἁγνείας τὸ ἄνθος τὸ εὐωδέστατον, καὶ Σινώπης τὸ κλέος καὶ θεῖον βλάστημα, Παρθενομάρτυς τοῦ Χριστοῦ ῾Ελένη πάνσεμνε, ἡ ἀθλήσασα στερρῶς, καὶ καθελοῦσα τὸν ἐχθρόν, τῆς πίστεως τῇ δυνάμει, διὰ παντὸς ἐκδυσώπει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Αγίες Κυριαίνα και Ιουλιανή
Eις την Kυρίαιναν.
Καὶ Κυρίαινα πρὸς τὸ πῦρ ἀποπνέει, Πάσης πνοῆς τιμῶσα Κύριον μέγαν.
Eις την Iουλιανήν.
Τῷ πρὸς σὲ φίλτρῳ, Σῶτερ, ἐκκεκαυμένη, Ἰουλιανὴ καῦσιν ἐκ πυρὸς φέρει.
Οι Αγίες Κυριαίνα και Ιουλιανή είχαν αφοσιωθεί σε έργα φιλάνθρωπα και χριστιανικής φιλαδελφίας. Έζησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Μαξιμιανού (298 μ.Χ.).
Η Κυριαίνα είχε πατρίδα την Ταρσό της Κιλικίας και η Ιουλιανή την πόλη Ρώσο επίσης της Κιλικίας. Οι δραστηριότητες των δύο αγίων γυναικών, ήταν να φροντίζουν ορφανά, να παρηγορούν φτωχές χήρες και να παρέχουν αφιλοκερδώς τις περιποιήσεις τους στους αρρώστους. Ήξεραν λίγα γράμματα, αλλά είχαν πολύ ζήλο και έβρισκαν πάντοτε τρόπο να στηρίζουν την πίστη των δοκιμαζόμενων από τη φτώχεια, ή από την αδικία, ή από κάποιο άλλο βιοτικό άνεμο. Πολλές φορές μάλιστα είχαν μπορέσει να φέρουν στο φως του Χριστού, ψυχές ειδωλολατρισσών, που ψάρευαν με το δίχτυ της Ευαγγελικής υπομονής και αγαθότητας. Συνελήφθησαν από τον ηγεμόνα Μαρκιανό και βασανίστηκαν σκληρά, χωρίς να παρατήσουν το θησαυρό της πίστης τους. Και πέθαναν αφού τις έριξαν μέσα στη φωτιά και υπέστησαν τον τρομερό αυτό θάνατο με θαυμαστή καρτερία και αυταπάρνηση.
Άγιοι Καισάριος, Δάσιος, και άλλοι πέντε Μάρτυρες, Σάββας, Σαβινιανός, Αγρίππας, Αδριανός και Θωμάς το νήπιο
Σὺν ἓξ συνάθλοις, τῆς ἀληθείας φίλοις, Τέμνουσι Καισάριον οἱ ψεύδους φίλοι.
Συλλήφθηκαν στη Δαμασκό και τιμωρήθηκαν με διάφορα βασανιστήρια για να αρνηθούν τον Χριστό. Επειδή όμως δεν αρνήθηκαν τη χριστιανική τους πίστη, όλοι έλαβαν το στεφάνι του μαρτυρίου δια αποκεφαλισμού.
Άγιοι Ιωάννης ο Επίσκοπος και Ιάκωβος ο Πρεσβύτερος
Σὺν Ἰακώβῳ τῷ θύτῃ Χριστοῦ, ξίφος Ἰωάννης ἤνεγκεν ὁ Χριστοῦ θύτης.
Οι Ιερομάρτυρες αυτοί έζησαν στα χρόνια του βασιλιά των Περσών Σαβωρίου (332 μ.Χ.) και δίδασκαν στους ευσεβείς το λόγο της αληθινής πίστης και πολλούς κατόρθωναν να προσελκύουν σ’ αυτή. Συνελήφθηκαν από τον Σαβώριο και αφού πρώτα υποβλήθηκαν σε σκληρά βασανιστήρια, στο τέλος τους αποκεφάλισαν και έτσι πήραν το αμάραντο στεφάνι του μαρτυρίου.
Άγιος Ερμινίγγελδος
Ἑρμηνίγγελδος ἐκπλυθεὶς βαφὴν πλάνης, Σφαγὴν ὑποστάς, βάπτεται λύθρου κόχλῳ.
Ο Άγιος Ερμινίγγελδος (ή Ερμηνιγγίλδος) ήταν γιος του βασιλιά των Βησιγότθων Λιουβιγγέλδου. Ο Βασιλιάς αυτός και όλο το έθνος του, είχαν προσχωρήσει στην αίρεση του Αρείου. Ο Ερμινίγγελδος όμως, διδάχτηκε την ορθόδοξη πίστη από τον επίσκοπο Λέανδρο, σε ένα ταξίδι του. Όταν επέστρεψε στο σπίτι του, έγινε γνωστό ότι είχε απαρνηθεί τον Αρειανισμό και είχε γίνει χριστιανός. Αυτό στεναχώρησε τον πατέρα του, ο οποίος προσπάθησε να τον μεταπείσει με παρακάλια και απειλές. Όταν δεν κατόρθωσε τίποτα, τον κατήγγειλε ο ίδιος ως Χριστιανό και έτσι τον φυλάκισαν. Ο Ερμινίγγελδος παρότι βασανίστηκε πολύ, παρέμεινε πιστός στον Κύριο. Έτσι διατάχθηκε ο θάνατός του. Στρατιώτες μπήκαν στο κελί του και τον θανάτωσαν γονατιστό όπως προσευχόταν περί το 585 μ.Χ.
Άγιοι Ιάκωβος ο νέος Οσιομάρτυρας από την Καστοριά και οι δύο μαθητές του Ιάκωβος ο Διάκονος και Διονύσιος ο Μοναχός
Τοὺς τρεῖς Ὁσίους θανατοῦσιν ἀγχόνῃ, ἐχθροῖ κάκιστοι τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ο Άγιος Ιάκωβος γεννήθηκε σ’ ένα χωριό της Καστοριάς (Κορησός), από χριστιανούς γονείς, τον Μαρτίνο και την Παρασκευή. Έγινε βοσκός προβάτων και απόκτησε αρκετό πλούτο, με αποτέλεσμα να τον φθονήσει ο αδελφός του, που τον διέβαλε στον κριτή, ότι δήθεν βρήκε θησαυρό. Για ν’ αποφύγει τον φθόνο του αδελφού του ο Ιάκωβος, έφυγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργαζόμενος σαν έμπορος προβάτων έγινε και πάλι πλούσιος. Κάποια μέρα όμως, πήγε στον Πατριάρχη, εξομολογήθηκε και διαμοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς, πήγε στο Άγιο Όρος, όπου εκάρη μοναχός στη Μονή Δοχειαρίου. Κατόπιν πήγε στη Μονή Τιμίου Προδρόμου (που ήταν σκήτη της Ιεράς Μονής Ιβήρων), όπου ησύχαζε υποτασσόμενος σε κάποιον γέροντα Ιγνάτιο. Αφού ασκήθηκε αρκετά στις αρετές, αναχώρησε και από εκεί ήλθε στα ενδότερα του Αγίου Όρους, όπου εγκαταστάθηκε μαζί με έξι μαθητές του, και διακρίθηκε σαν δάσκαλος της αρετής στη μοναχική πολιτεία. Αργότερα αναχώρησε με τους μαθητές του από το Άγιο Όρος και πήγε στο Κάστρο Πέτρα και από κει στα Μετέωρα, όπου δίδαξε στους εκεί Μοναχούς. Έπειτα πήγε στο Μοναστήρι Τιμίου Προδρόμου της Δεβέρκιστας, κοντά στη Ναύπακτο, όπου ζούσε με προσευχή τον λόγο του Θεού. Εκεί λοιπόν, συκοφαντήθηκε απ’ τους Τούρκους, ότι εξεγείρει τους χριστιανούς κατά της εξουσίας. Συλλήφθηκε και οδηγήθηκε μαζί με δύο μαθητές του στον Μπέη Τρικάλων, που τον έκλεισε στη φυλακή για 40 μέρες. Από τη φυλακή αυτή, οδηγήθηκε σιδηροδέσμιος μαζί με τους μαθητές του, Ιάκωβο διάκονο και Διονύσιο μοναχό, στο Διδυμότειχο της Θράκης, όπου βρισκόταν ο Σουλτάνος Σελήμ. Εκεί αφού τους βασάνισαν φρικτά, τους έστειλαν στην Αδριανούπολη, όπου ήλθε και ο Σουλτάνος, ο οποίος τους πίεζε να αλλαξοπιστήσουν. Οι Άγιοι όμως, με μια φωνή απάντησαν: «μὴ γένοιτο ποτὲ νὰ ἀρνηθῶμεν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστόν, κἂν μύρια βάσανα μᾶς παιδεύσετε». Τότε με διαταγή του Σουλτάνου, οι βασανιστές έξυναν με σιδερένια νύχια τις σάρκες τους, γρονθοκοπούσαν τα σαγόνια του γέροντα Ιακώβου και έβγαζαν λουρίδες το δέρμα του από το στήθος, και στις πληγές του έριχναν αλάτι και ξίδι. Τους δύο μαθητές του, τους μαστίγωσαν σκληρά με μαστίγια από νεύρα βοδιών. Επειδή όμως και οι τρεις ήταν αμετακίνητοι στην πίστη τους, τους απαγχόνισαν στις 1 Νοεμβρίου του 1520 μ.Χ. Τα λείψανα του οσιομάρτυρα Ιακώβου και των συμμαρτύρων του, βρίσκονται στη Μονή Αγίας Αναστασίας κοντά στη Θεσσαλονίκη. Βίο και Ακολουθία του νεομάρτυρα αυτού, συνέγραψε ο ρήτωρ Θεοφάνης ο Θεσσαλονικεύς, που υπήρξε σύγχρονος του.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ΄
Ἀγγελικῶς ἐπὶ τῆς γῆς διαπρέψας, τῶν Ἀποστόλων ἀνεδέξω τὴν χάριν, καὶ μετανοίας κήρυξ καὶ διδάσκαλος πεμφθείς, ἔδειξας τοῖς θέλουσι, σωτηρίας τὴν τρίβον, ὅθεν καὶ πρὸς ἄθλησιν, παρετάξω γενναίως, σὺν τοῖς στεῤῥοῖς συνάθλοις σου σοφέ, Ὁσιομάρτυς Ἰάκωβε μέγιστε.
Άγιος Δαβίδ ο Μέγας Κομνηνός ο νεομάρτυρας και η συνοδεία του Βασίλειος, Γεώργιος, Μανουήλ οι υιοί του και Αλέξιος ο ανεψιός του
Στις 15 Αυγούστου 1461 μ.Χ., ο Μωάμεθ ο πορθητής μετά από σκληρή πολιορκία καταλαμβάνει την πρωτεύουσα των Μεγάλων Κομνηνών, την Τραπεζούντα. Η ύστατη ισχυρή έπαλξη της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού στην Ανατολή έπαψε να φωτίζει. Η αυτοκρατορία εσβέσθη και η κληρονομία ημών μετεστράφη αλλοτρίοις. Ο Ελληνισμός του Πόντου έζησε δύσκολες και κρίσιμες στιγμές. Πολλές φορές αισθάνθηκε την ανάσα του θανάτου. Και αυτός όμως ο θάνατος στο προπύργιο αυτό του ελληνισμού, που ονομάζεται Πόντος, δεν αντίκρυσε τίποτε άλλο παρά ψυχές όρθιες και ακατάβλητη απόφαση. Ο τελευταίος αυτοκράτορας Δαβίδ, ο Μέγας Κομνηνός, όμηρος στα χέρια του πορθητή μαζί με τα τρία του παιδιά και τον ανεψιό του και διάδοχο Αλέξιο τον Ε ἐκτοπίζεται στην Αδριανούπολη. Η σωτηρία της Τραπεζούντας είναι ασφαλώς αδύνατη. Είναι βέβαιο ότι η αγριότητα της άλωσης υπήρξε μικρότερη λόγω της συνθηκολογήσεως. Συνήθεια υπάρχει για κάθε καταστροφή να ρίχνονται οι ευθύνες μόνο στους ηγήτορες. Τα πραγματικά όμως αίτια ενυπάρχουν σε σύνθετες καταστάσεις και η νηφάλια διάγνωση παραθεωρείται. Αυτός που έχει την ατυχία να κυβερνά τις τελευταίες αυτές ώρες και να υφίσταται τους κλονισμούς της καταστροφής, αυτός είναι και ο εκ του προχείρου υπεύθυνος, ο άνανδρος, ο προδότης. Τέτοιο διπλό θύμα υπήρξε και ο αυτοκράτορας Δαβίδ. Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι πάρα πολλοί ήσαν εκείνοι που θεωρούσαν την αντίσταση μάταιη και επίεζαν για τη λύση της συνθηκολογήσεως ελπίζοντας ότι θα εμετριάζετο το κακό και η οργή του πορθητού. Εμάς όμως μας ενδιαφέρει το τέλος του αυτοκράτορα. Το ανώνυμο συναξάριο του γένους με λιτές γραμμές αναφέρεται στο μαρτυρικό του τέλος. «Κατά τήν 26ην τοῦ μηνός Μαρτίου τῆς ΙΑ΄ Ἰνδικτιῶνος τοῦ 1463 ἔτους, ἡμέρα Σαββάτω, πικροτάτη, ὥρα γ΄ ἐκρατήθη ὁ Ἅγιος ἡμῶν Αὐθέντης καί Βασιλεύς Τραπεζοῦντος κύριος Δαβίδ ὁ Μέγας Κομνηνός ἐν Ἀνδριανουπόλει καθειρχθείς σύν ἁλύσεσι ἐν τῷ Πύργῳ». (Μητροπολίτου Τραπεζούντος Χρυσάνθου, «Η εκκλησία Τραπεζοῦντος», Αθήναι 1933, σ. 521). «Ἐν δέ τῇ πρώτῃ Νοεμβρίου, ἡμέρα Κυριακή καί ὥρα τετάρτη τῆς νυκτός ἐτελειώθη τῷ ξίφει ὁ αὐτός σύν ἅμα τοῖς τρισίν αὐτοῦ υἱοῖς καί τῷ ἀνεψιῷ, τῷ 1463 ἰνδικτιῶνος ΙΒ΄ ἐν Κωνσταντινουπόλει», Αθήναι 1933, σ. 522 (Σκευοφυλάκειο Οικουμενικού Πατριαρχείου, ἀριθμ. 8, φυλ. 294α) ]. Οι παραπάνω συναξαριακές σημειώσεις βρίσκονται σε μεμβράνινο χειρόγραφο ευαγγελιστάριο της Μονής της Θεοτόκου στη νήσο Χάλκη. Τώρα το χειρόγραφο με τις ενθυμίσεις βρίσκεται στο σκευοφυλάκειο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Όταν ο Δαβίδ παρουσιάσθηκε στον Μωάμεθ αυτός του πρότεινε ένα από τα δυό, η να μείνει ζωντανός εφόσον απαρνηθεί την πίστη του η να θανατωθούν αυτός και όλη η οικογένειά του. Από την τρομερή αυτή πρόταση ο Δαβίδ διάλεξε τη δεύτερη λύση λέγοντας με παρρησία στον Μωάμεθ ότι: «Κανένα μαρτύριο δεν πρόκειται να με φέρει στο σημείο ν’ απαρνηθώ την πίστη των πατέρων μου». (WEISZ WELTGESCHICTE – GRAZ LEIPZIG 1892 VII 117). Έτσι πέρασε ο Δαβίδ στην αιωνιότητα ανταλλάσσοντας τη βασιλική αλουργίδα με το φωτοστέφανο του μάρτυρα. Όλοι όσοι ασχολήθηκαν με το τραγικό τέλος της Τραπεζουντιακής αυτοκρατορίας κατατάσσουν τον Δαβίδ στη χορεία των μαρτύρων, εκφράζοντας την κοινή συνείδηση του εκκλησιαστικού πληρώματος. Ο Σάββας Ιωαννίδης στο έργο του «Ιστορία και στατιστική Τραπεζούντος» γράφει: «Και ο Ελληνισμός, προς τιμή του, έχει να επιδείξει δυό αυτοκράτορες, έναν να πεθαίνει με γενναιότητα πολεμώντας για την πατρίδα, τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, και έναν να μαρτυρεί για την πίστη του. Δηλαδή τον τελευταίο αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Δαβίδ, τον Μεγάλο Κομνηνό. Και έτσι καθώς δυό είναι τα στοιχεία της εθνικής ύπαρξης του όλου Ελληνισμού, δηλαδή η πίστη στην πατρίδα και η θρησκεία, η Θεία πρόνοια συνεισφέρει σ’ αυτόν με τον Κωνσταντίνο ως έφορο και ήρωα του Ελληνισμού και με τον Δαβίδ ως έφορο και ήρωα του χριστιανισμού». (Σάββα Ιωαννίδη,«Ιστορία και στατιστική της Τραπεζούντος», Θεσσαλονίκη 1988, σ. 95 (Α ἔκδοσις Κωνσταντινούπολις 1870) ). «Αλλά και μάρτυρες της πίστης έγιναν πολλοί σε πολλά μέρη, ακόμα και σήμερα ανάμεσα στα απρόσιτα χριστιανικά χωριά και έχουν υποστεί μαρτυρικές διώξεις. Και πρώτος απ’ όλους είναι δίκαιο να μνημονευθεί ο τελευταίος από τους Μεγάλους Κομνηνούς, ο Δαβίδ, μαζί με τα παιδιά και τους συγγενείς του, που προτίμησε το μαρτυρικό θάνατο αντί να ζήσει και να απολαύσει τιμές, όπως έκαναν άλλοι που είδαμε, οι οποίοι επιθύμησαν τα πρόσκαιρα αντί για τα αιώνια και την εφήμερη εκτίμηση αντί γι’ αυτήν που προέρχεται από τον Θεό και τους ανθρώπους». (Σάββα Ιωαννίδη,«Ιστορία και στατιστική της Τραπεζούντος», Θεσσαλονίκη 1988, σ. 124 (Α ἔκδοσις Κωνσταντινούπολις 1870) ). Ο λόγιος αρχιμανδρίτης Πανάρετος Τοπαλίδης, ηγούμενος της ιστορικής μονής του Τιμίου Προδρόμου Βαζελώνος στο περισπούδαστο έργο του «Ο Πόντος ανά τους αιώνας», σχολιάζει ως εξής το μαρτυρικό τέλος του αυτοκράτορα: « …. καί μετά τινας μῆνας τίθεται ὠμῶς ἀντιμέτωπος τοῦ διλήμματος, ἤ νά ἐξομόση, ἤ νά σφαγῆ μετά τῶν τέκνων του. Προείλετο τό δεύτερον καί εἶδε σφαζομένους τούς υἱούς του καί τόν ἀνεψιόν του Ἀλέξιον καί μετ’ αὐτούς ἐσφάγη καί αὐτός ἐπί λόφου καλουμένου «Πέγιογλου» ὑπό τῶν Τούρκων, καί κειμένου ἀντίπεραν τοῦ λόφου ἐφ’ οὗ μαχόμενος ἔπεσε πρό δέκα ἐτῶν ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος. Καί οὕτω συνεπληρώθη τό μαρτύριον τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἐν τῷ προσώπῳ τῶν δυό αὐτοκρατόρων αὐτοῦ, τοῦ μέν πεσόντος ἐν μάχῃ ἀμύνης ὑπέρ ἐλευθερίας, τοῦ δέ σφαγέντος ἐν μαρτυρίᾳ ὑπέρ τῆς ἀληθείας». (Αρχιμ. Παναρέτου Τοπαλίδου, «Ο Πόντος ανά τους αιώνας», Δράμα 1929, σ. 63-64.). Ο εκλεκτός Πόντιος επιστήμονας Οδυσσέας Λαμψίδης σχολιάζει: «Τραγικός ἥρως ὁ Δαβίδ, διά τοῦ θανάτου σφραγίζει τήν ἱστορίαν τῶν Μεγάλων Κομνηνῶν. Ἡ μοῖρα δέν ἠθέλησε νά χορηγήση εἰς αὐτόν τόν θάνατον ἑνός πολεμιστοῦ, ἀλλά ὥρισεν εἰς αὐτόν τό τέλος ἑνός μάρτυρος «ξίφει τελειοῦται» ». (Ἀρχεῖον Πόντου, Αθήναι 1961, τόμος 24, σ. 28). Από τις παραπάνω μαρτυρίες και απόψεις, αβίαστα συμπεραίνουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σ’ έναν μάρτυρα στεφανωμένο και δικαιωμένο από τον δικαιοκρίτη Θεό, αδικημένο όμως από ολόκληρο τον ελληνισμό, αφού δεν προβάλλεται η θυσία του και δεν τιμάται το μαρτύριό του. Πολλοί είναι οι λόγοι για τους οποίους δεν τιμήθηκε πρεπόντως ο μάρτυς Βασιλεύς. Ήρθε όμως η ώρα εμείς οι απόγονοι και κληρονόμοι της Τραπεζουντιακής αυτοκρατορίας να αναδείξουμε την κοινή συνείδηση περί του μαρτυρίου του υπέρ του Χριστού, να αποδώσουμε προς αυτόν τα οφειλόμενα ως υιοί φιλοπάτορες και να επαληθεύσουμε την χρυσοστομικήν ρήσιν που λέγει: «ὥσπερ γάρ τόν ἥλιον ἀμήχανον σβεσθῆναι, οὕτω καί τήν μνήμην τῶν μαρτύρων». (Ἰωάννου Χρυσοστόμου, εις τον Άγιον Ιερομάρτυρα Φωκά, MIGNE, P.G. 50,699). Ο αείμνηστος Μητροπολίτης πρώην Λεοντοπόλεως Σωφρόνιος Ευστρατιάδης στο επιστημονικό του έργο: «Αγιολόγιο της Ορθοδόξου εκκλησίας» γράφει τα εξής για το χρέος μας έναντι των μαρτύρων που βρίσκονται στην αφάνεια χωρίς να αποδίδονται σ’ αυτούς οι νενομισμένες τιμές: «Διά τοῦτο ἔχομεν καθῆκον ἱερόν νά ἀναστήσωμεν τούς νεκρούς ἐπί τῆς γῆς καί ζῶντας ἐν τοῖς οὐρανοῖς, νά ἀποδώσωμεν εἰς τήν Ἐκκλησίαν τήν δόξαν αὐτῆς καί τό κάλλος, τάς μορφάς καί τά ὀνόματα τῶν ἡρώων τῆς πίστεως, οἵτινες διά τοῦ αἵματος αὐτῶν, καί διά τοῦ βίου αὐτῶν ἐστερέωσαν τά θεμέλια αὐτῆς καί εἶναι μέρος τοῦ ἀκηράτου στεφάνου αὐτῆς, ἀδάμαντες ἐκπεσόντες ἐκ τοῦ πολυτίμου στέμματος, θησαυρός ἱερός τῆς ἡμετέρας πίστεως. Ἔχομεν ἱερόν καθῆκον νά ἀναζητήσωμεν καί εὕρωμεν τούς κρυπτομένους ἀπό τά νέφη ἀστέρας καί τοποθετήσωμεν εἰς τό ἡρῶον τῆς πίστεως. Αἱ κατά ἀνατολάς Ἐκκλησίαι διά τάς περιπετείας αὐτῶν ἀπώλεσαν τόν ἴδιον αὐτῶν κώδικα καί τά δίπτυχα καί τάς περγαμηνάς αὐτῶν˙ διεσκορπίσθησαν εἰς τούς τέσσαρας ἀνέμους ὑπό τῆς λύσσης τῶν ἐχθρῶν καί ἠφανίσθησαν πολλά πολύτιμα τῆς κληρονομίας ἡμῶν μνημεῖα καί πειστήρια˙ ἐναπέμειναν ὅθεν γεραρά λείψανα καί ταῦτα ἀπόκεινται εἰς ἡμᾶς νά περισυλλέξωμεν μετ’ εὐλαβείας». (Σωφρονίου Ευστρατιάδου, Μητροπολίτου πρ. Λεοντοπόλεως, «Αγιολόγιον της Ορθοδόξου εκκλησίας», Αθήναι 1995, σ. ιε). Σύμφωνα με την παράδοση της Ορθοδόξου Ανατολικής εκκλησίας τον πρώτο λόγο στην αναγνώριση ενός αγίου έχει το πλήρωμα της τοπικής εκκλησίας. Η αυθόρμητη αναγνώριση από την συνείδηση των πιστών είναι καθοριστικός παράγων. Ειδικά για την τιμή στους μάρτυρας ο πολυγραφώτατος Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης παρατηρεί: «τῶν μαρτύρων τά λείψανα προσκυνοῦνται ὡς ἅγια καί χωρίς θαυμάτων καί εὐωδίας, μέ τό νά γίνεται φανερόν εἰς ὅλους διά τῆς ἐμπράκτου ἀποδείξεως τοῦ μαρτυρίου, ἡ εἰς Θεόν τελεία πίστις καί τελεία ἀγάπη αὐτῶν». (Ἁγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, «Νέον Μαρτυρολόγιον», Ἀθῆναι 1961, σ. 24). Και ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος παρατηρεί τα εξής: « …. ἤ πού ἠκούσθη εἰς τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ οἱ Θεῖοι Μάρτυρες νά καρτεροῦν τήν ἐπίγειον κρίσιν νά κυρώση τό μαρτύριόν τους, καί νά βεβαιώση ἐκείνους, ὅπου ἤδη ἐσφράγισαν τό τέλος τους μέ τήν ὁμολογίαν τῆς θείας πίστεως, καί τούς ὁποίους εὐθύς ἐν τῷ ἅμα ὁ ἀγωνοθέτης Χριστός ἄνωθεν ἐστεφάνωσεν ; Τί ἄλλο εἶναι ἡ ἑορτή, παρά μακαρισμός καί δόξα καί τιμή, καί νά προβάλλωμεν εἰς τόν Θεόν πρέσβυν καί μεσίτην τόν ἑορταζόμενον, διά νά λαμβάνωμεν δι’ αὐτοῦ παρά Θεοῦ τῶν ψυχικῶν μας παθῶν τήν ἴασιν ; Εἶναι ἄλλο τίποτας ἡ ἑορτή παρά ταῦτα ; Ἔπειτα …. δέν ἤκουσαν ποτέ τους, πώς εὐθύς ὁπού πέση εἰς τήν γῆν ἡ κεφαλή τοῦ Μάρτυρος, οἱ παρόντες Χριστιανοί ἀπό ψυχῆς καί καρδίας χαίροντες, καί τόν Θεόν δοξάζουσι καί τόν Μάρτυρα μακαρίζουσι». (Π.Β.Πάσχου, «Εν ασκήσει και μαρτυρίω», Αθήναι 1996, (Αθανασίου Παρίου περί νεομαρτύρων), σ. 81-82.). Ο Βασιλεύς Δαβίδ θυσίασε πρόθυμα τα πάντα, Πατρίδα, γένος, ύπαρξη, οικογένεια, για την αγάπη του επουρανίου βασιλέως Χριστού. Είναι η καλή απαρχή των Νεομαρτύρων του Ποντιακού Ελληνισμού. Γι’ αυτό δεν πρέπει η λήθη να καλύψει με το σιωπηλό της πέπλο το μαρτυρικό θάνατο του τελευταίου αυτοκράτορα της Τραπεζούντος Δαβίδ για πολλούς σοβαρούς λόγους, που έχουν σχέση με την εθνική μας, την Ορθόδοξη αυτοσυνειδησία μας και το μέλλον μας στο ιστορικό γίγνεσθαι. Πρέπει να τιμούμε την ημέρα του μαρτυρίου του αποδεικνύοντας σε όλους εκείνους, που ίσως συνέφερε να παραδοθεί στην αφάνεια το πρόσωπο αυτό και το μαρτυρικό του τέλος, ότι τα παιδιά των ξεριζωμένων, όσο περνούν τα χρόνια, όχι μόνο δεν ξεχνούν˙ αλλά περισσότερο με ιερό δέος εγκύπτουν στην προγονική ιστορία, τη σπουδάζουν και αντλούν διδάγματα, αξίες και δύναμη και προχωρούν και διαπλέουν σ’ όλον τον κόσμο με την «ΑἈργώ» που δεν σταμάτησε το ταξίδι της. Τα παιδιά των ποντίων δεν ξεχνούν, διότι ηχεί μέσα τους η φωνή των Πατέρων τους, όπως την διασάλπισε ο αείμνηστος Λεωνίδας Ιασωνίδης: «Ξηρανθήτω ἡμῖν ὁ λάρυγξ, ἐάν ἐπιλαθόμεθά σου ὦ πάτριος ποντία γῆ».
Αγία Θεολήπτη
Η Αγία Θεολήπτη είναι εντελώς άγνωστη στους Συναξαριστές. Για την Αγία αυτή γίνεται λόγος στον Παρισινό Κώδικα 259 φ. 2α, όπου υπάρχει και Στιχηρό τροπάριο της. Απ’ αυτό συμπεραίνουμε ότι, βασανίστηκε από τον τύραννο, ρίχτηκε στη φυλακή και κατά πάσα πιθανότητα πέθανε μαρτυρικά.
Άγιοι Κυπριανός και Ιουλιανή
Iουλιανήν καρτερούσαν πυρ βλέπειν,Συγκαρτερών ην Kυπριανός γεννάδας.
Οι Άγιοι Κυπριανός και Ιουλιανή μαρτύρησαν δια πυρός.
Ίσως να πρόκειται για τις Αγίες Κυριαίνης και Ιουλιανής (βλέπε ίδια ημέρα) και η Κυριαίνα, από λάθος αντιγραφή, έγινε Κυπριανός.