Εορτολόγιο: Ποιοι γιορτάζουν σήμερα Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2024
Σύμφωνα με το Εορτολόγιο, γιορτάζουν τα ονόματα: Ευστάθιος, Στάθης, Ευσταθία, Θεοπίστη, Πίστη, Θεόπιστος
Δείτε ποιοι γιορτάζουν σήμερα, Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2024.
Σύμφωνα με το Εορτολόγιο, Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου, είναι του Ευσταθίου μεγαλομάρτυρος και συνοδείας: Θεοπίστης Αγαπίου και Θεοπίστου.
Γιορτάζουν τα ονόματα: Ευστάθιος, Στάθης, Σταθάς, Σταθάκος, Ευσταθία, Σταθούλα, Σταθία, Ευσταθούλα, Θεοπίστη, Πίστη, Θεόπιστος.
Οι Άγιοι:
Άγιος Ευστάθιος και η συνοδεία του, Θεοπίστη η σύζυγος του, Αγάπιος και Θεόπιστος τα παιδιά του
Εὐστάθιον βοῦς παγγενῆ χαλκοῦς φλέγει, Καὶ παγγενῆ σὺ τοῦ Θεοῦ σῴζεις Λόγε. Εἰκάδι Εὐστάθιος γενεῇ ἅμα βοῒ καύθη. Ο Ευστάθιος ήταν αξιωματικός περίβλεπτος στη Ρώμη και στη χριστιανική πίστη προσήλθε με θαυμαστό τρόπο. Όταν κάποτε κυνηγούσε ένα ελάφι, είδε στα κερατά του να φέρει σταυρό και άκουσε μία φωνή που τον καλούσε στην ορθή πίστη. Έτσι πίστεψε και βαπτίστηκε με το όνομα Ευστάθιος από Πλακίδας που ονομαζόταν πριν, καθώς επίσης και η γυναίκα του Τατιανή σε Θεοπίστη, αλλά και τα δυο τους παιδιά Αγάπιος και Θεόπιστος.
Όταν ο αυτοκράτωρ Τραϊανός έμαθε ότι ασπάσθηκε το χριστιανισμό, του αφαίρεσε τον ανώτερο στρατιωτικό βαθμό που είχε και τον εξόρισε με όλη του την οικογένεια. Κατά την πορεία όμως, τον χώρισαν από τη σύζυγο του Θεοπίστη και τα δύο του παιδιά, το Θεόπιστο και τον Αγάπιο. Το γεγονός αυτό, πίκρανε πολύ τον Ευστάθιο. Μετά από χρόνια, όταν ο Τραϊανός περιήλθε σε μεγάλη πολεμική δυσχέρεια, θυμήθηκε τον ικανότατο αξιωματικό του Ευστάθιο. Τον επανέφερε λοιπόν στην υπηρεσία, και ο Ευστάθιος με τη γενναιότητα αλλά και τη στρατηγική που τον διέκρινε συνετέλεσε κατά πολύ στην νίκη. Στο δρόμο μάλιστα, βρήκε την οικογένεια του και ένοιωσε μεγάλη χαρά. Ο διάδοχος, όμως, του Τραϊανού, Αδριανός, απαίτησε από τον Ευστάθιο να παραστεί στις θυσίες των ειδωλολατρικών θεών. Ο Ευστάθιος, βέβαια, αρνήθηκε, με αποτέλεσμα να βασανιστεί αυτός και η οικογένεια του. Αλλά η αγάπη τους στο Χριστό ενδυνάμωνε την ψυχή τους στα βασανιστήρια, ενθυμούμενοι μάλιστα τους θείους λόγους, που λένε: «Μακάριος ἀνὴρ ὃς ὑπομένει πειρασμὸν ὅτι δόκιμος γενόμενος λήψεται τὸν στέφανον τῆς ζωῆς, ὃν ἐπηγγείλατο ὁ Κύριος τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Επιστολή Ιακώβου, α’ 12). Πανευτυχής, δηλαδή, είναι ο άνθρωπος που βαστάει με υπομονή τη δοκιμασία των θλίψεων. Διότι έτσι γίνεται σταθερός και δοκιμασμένος, για να πάρει το λαμπρό και ένδοξο στεφάνι της αιώνιας ζωής, που υποσχέθηκε ο Κύριος σ’ αυτούς που Τον αγαπούν. Τελικά, ο Ευστάθιος με την οικογένεια του πέθαναν μέσα σε χάλκινο πυρακτωμένο βόδι (117 μ.Χ.).
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’
Ἀγρευθεῖς οὐρανόθεν πρὸς εὐσέβειαν ἔνδοξε, τὴ τοῦ σοὶ ὀφθέντος δυνάμει, δι’ ἐλάφου Εὐστάθιε, ποικίλους καθυπέστης πειρασμούς, καὶ ἤστραψας ἐν ἄθλοις ἱεροίς, σὺν τὴ θεία σου συμβίω καὶ τοὶς υἱοίς, φαιδρύνων τοὺς βοώντας σοι. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ δείξαντι σὲ ἐν παντί, Ἰὼβ παμμάκαρ δεύτερον.
Άγιος Ευστάθιος ο Κατάφλωρος Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης
Ο Άγιος Ευστάθιος έζησε τον 12ο αιώνα μ.Χ. και σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη φιλολογία και θεολογία και χειροτονήθηκε διάκονος στην Αγία Σοφία. Υπήρξε μεγάλος λόγιος του Βυζαντίου και το 1174 μ.Χ. εκλέχτηκε Μητροπολίτης Μύρων. Τον επόμενο χρόνο προάχθηκε σε Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Το έργο του στην Αρχιεπισκοπή αυτή υπήρξε πολύ προοδευτικό και συνάντησε διάφορες αντιδράσεις. Το 1185 μ.Χ. συνελήφθη από τους Νορμανδούς και το 1191 μ.Χ. κινδύνεψε η ζωή του από συνωμοσία. Πέθανε το 1197 μ.Χ. ή 1198 μ.Χ., αφού άφησε πολλά φιλολογικά, Ιστορικά και λαογραφικά έργα. Aγιοκατατάχθηκε στις 10 Ιουνίου 1988 μΧ.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’
Σοφίας τοὶς χάρισι, κεκοσμημένος λαμπρῶς, ποιμὴν ἐνθεώτατος, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, ἐδείχθης Εὐστάθιε, Ὅθεν Θεσσαλονίκη, ἡ ἁγία σου ποίμνη, ὕμνοις σὲ μακαρίζει καὶ συμφώνως βοᾷ σοι. Ἱκέτευε Χριστὸν τὸν Θεόν, ὑπὲρ ἠμῶν Πάτερ ὅσιε.
Άγιος Ιλαρίων ο νέος οσιομάρτυρας, από την Κρήτη
Ὁ Ἱλαρίων διττὸν εἴληφε στέφος, Ὅσιος οἷα καὶ ἀθλητὴς Κυρίου.
Εἰκάδι Ἱλαρίων ξίφους μόρον Ἴφι ὑπέστη.
Ο Άγιος Ιλαρίων καταγόταν από το Ηράκλειο της Κρήτης και το κοσμικό του όνομα ήταν Ιωάννης. Είχε άλλα τέσσερα αδέλφια, οι δε γονείς του, Φραντζέσκος και Αικατερίνη, τον είχαν αναθρέψει με επιμέλεια και είχε μάθει τα ιερά γράμματα. Ο Ιωάννης είχε ένα θείο γιατρό, ο οποίος φεύγοντας για την Κωνσταντινούπολη τον πήρε κοντά. Μολονότι ο Ιωάννης έμεινε από μικρός μαζί του για δέκα χρόνια ούτε ιατρική τον έμαθε ο θείος ούτε ενδιαφερόταν καν για τον ανιψιό του. Γι’ αυτό ο Ιωάννης αναγκάστηκε να φύγει από το σπίτι του θείου του και προσελήφθη ως υπάλληλος σ’ ένα έμπορο, Χιώτη στην καταγωγή, ο οποίος απασχολούσε ήδη και κάποιο άλλο υπάλληλο. Κάποτε ο έμπορος αναγκάστηκε να λείψει από το κατάστημά του πηγαίνοντας στην ιδιαίτερή του πατρίδα τη Χίο. Όταν επέστρεψε, οι δύο υπάλληλοι απέδωσαν λογαριασμό στο αφεντικό τους για το χρονικό διάστημα που απουσίαζε. Ο έμπορος θεώρησε ότι τα χρήματα που είχαν εισπραχθεί δεν ανταποκρίνονταν στην αξία των εμπορευμάτων που είχαν πουληθεί και ότι έλειπαν τριάντα γρόσια, μολονότι δεν είχαν κάνει απογραφή των εμπορευμάτων πριν φύγει. Οι υποψίες και οι απειλές του εμπόρου στρέφονταν κατά του Ιωάννη. Απελπισμένος ο Ιωάννης ζήτησε βοήθεια από τον θείο του, ο οποίος όμως δεν τον δέχθηκε. Μέσα στην απελπισία του πήγε στο ανάκτορο του σουλτάνου για να συναντήσει τη Βαλιδέ σουλτάνα, τη βασιλομήτορα. Πρώτα παρουσιάστηκε στον επιτετραμμένο αγά, τον Αιθίοπα Μερτζάν Αγά, που τον γνώριζε, του ανέφερε την υπόθεση και αυτός ο κάκιστος σύμβουλος άρπαξε την ευκαιρία και τον συμβούλεψε να αλλαξοπιστήσει και θα έχει πολλά πλούτη και αξιώματα. Μέσα στη στεναχώρια του ο Ιωάννης και με συνεργία του διαβόλου δέχθηκε. Τότε περιχαρής ο αγάς τον παρουσίασε στη μητέρα του σουλτάνου και αυτή με τη σειρά της στον σουλτάνο. Αμέσως του έκαναν περιτομή, τον έντυσαν με λαμπρά ενδύματα και τον παρέδωσαν σε κάποιον χότζα να τον διδάσκει. Μετά τρεις ημέρες όμως ήρθε ο νέος στον εαυτό του και μετανόησε από την καρδιά του. Ζητούσε ευκαιρία να φύγει. Πράγματι κατόρθωσε και έφυγε για την Κριμαία. Έμεινε εκεί δέκα μήνες αλλά δεν μπορούσε να βρει ανάπαυση από το μεγάλο σφάλμα της άρνησης. Έτσι αποφάσισε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη με σκοπό να ομολογήσει τον Χριστό. Κάποιοι πνευματικοί όμως τον συμβούλευσαν να πάει στο Άγιο Όρος. Πήγε στο Άγιο Όρος, πρώτα στην Ιβήρων κι έπειτα στη σκήτη της Αγίας Άννης, κοντά σε κάποιο ιερομόναχο Βησσαρίωνα, ο οποίος υπήρξε αλείπτης και του νεομάρτυρος Λουκά (βλέπε 23 Μαρτίου). Ο Γέροντας τον δέχθηκε και του όρισε κανόνα με αυστηρή άσκηση και νηστεία. Σε λίγο καιρό τον έκειρε μοναχό με το όνομα Ιλαρίων. Ένα πρωί ο Ιλαρίων είπε στον Γέροντά του ότι νιώθει έτοιμος να ομολογήσει τον Χριστό που είχε αρνηθεί. Ο Γέροντας συγκατένευσε στον καλό λογισμό και αναχώρησαν μαζί για την Κωνσταντινούπολη. Εκεί πρώτα κοινώνησε από τον Γέροντά του τα Άχραντα Μυστήρια και μετά παρουσιάστηκε στον αγά. Αμέσως μόλις έγινα μουσουλμάνος – του είπε – μετάνιωσα πικρά και αμέσως άφησα το σκοτάδι της πλάνης και επανήλθα στο φως της αλήθειας, γι’ αυτό αναθεματίζω την ομολογία και την πίστη σας. Χριστιανός ήμουν και είμαι και αναθεματίζω το σαλαβάτι σας. Και ρίχνοντας κάτω στη γη το σαρίκι φόρεσε τον μαύρο σκούφο που είχε κρυμμένο στο στήθος του. Βλέποντας ο αγάς την αμετάθετη απόφασή του διέταξε να τον συλλάβουν και να τον βασανίσουν αλύπητα. Τόσο πολύ τον βασάνισαν που εξαρθρώθηκαν όλα του τα οστά. Τελικά τον αποκεφάλισαν και έλαβε δύο στεφάνια, της ασκήσεως και του μαρτυρίου.
Κάποτε που είχαν καλέσει τον Γέροντα Βησσαρίωνα σ’ ένα χριστιανικό σπίτι και του έφεραν τα παιδιά να τα ευλογήσει, ένα από αυτά, κοριτσάκι περίπου οκτώ ετών, που είχε κρυφό δαιμόνιο, μαύρισε, έκανε άτακτες κινήσεις και τελικά έπεσε κάτω σα νεκρό. Ο Γέροντας είχε μαζί του λίγο αίμα του Αγίου αλλά, πριν ακόμα προλάβει να σφραγίσει με αυτό το κορίτσι, βγήκε το δαιμόνιο από μέσα του και σηκώθηκε γερό το παιδί.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α´
Τὸν σταυρόν σου ἐπ᾿ ὤμων ἄρας ἀοίδιμε, ὁλοψύχως Κυρίῳ κατηκολούθησας, Ἱλαρίων ἀθλητὰ γενναιότατε· καὶ νῦν οἰκεῖς τοὺς οὐρανούς, μετὰ πάντων ἀθλητῶν, τὸν κτίστην καθιλαρύνων, ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἐν πίστει, ἐπιτελούντων σου τὸ μνημόσυνον.
Όσιος Ιωάννης ο Ξένος εκ Σίβα Πυργιωτίσσης
Ο Όσιος Ιωάννης ο Ξένος είναι άγνωστος στους Συναξαριστές. Η βιογραφία του σώζεται σε χειρόγραφο στο χωριό Σίβα της επαρχίας Πυργιωτίσσης Κρήτης, ιδιαίτερης πατρίδας του Αγίου.
Ο Όσιος Ιωάννης ο Ξένος γεννήθηκε από ευσεβείς γονείς στα χρόνια του βασιλιά Κωνσταντίνου Ζ’ του Πορφυρογέννητου (951 – 959 μ.Χ.) και ανδρώθηκε μετά την απελευθέρωση της Κρήτης από τον Νικηφόρο Φωκά το 961 μ.Χ. στο χωριό Σίβα. Από μικρός είχε κλίση στη μοναχική ζωή και έγινε ερημίτης στις σπηλιές της Κρήτης, ασκούμενος στην προσευχή και την εγκράτεια. Κατόπιν πήγε στο όρος Ράξος, όπου έκτισε ναό στο όνομα των Αγίων Ευτυχίου και Ευτυχιανού. Εκεί επίσης εκάρη Μοναχός από κάποιον ευλαβή Γέροντα και αναχώρησε για το όρος Μυριοκέφαλο. Στην κορυφή αυτού του όρους έκτισε την Ιερά Μονή της Θεοτόκου Αντιφωνήτριας, που σώζεται μέχρι σήμερα. Ο Όσιος όμως δεν έμεινε εκεί. Αφού γύρισε πολλά μέρη της Κρήτης και έκτισε Ναούς και Μοναστήρια, κατέληξε στο δυτικό μέρος της επαρχίας Κισσάμου, στο χωριό Ακτή, όπου έκτισε κατοικητήριο πολύ ησυχαστικό και κατόπιν το μέγα κοινόβιο του Αγίου Ευσταθίου. Εκεί λοιπόν, αφού έζησε ζωή όσια και συνέταξε τη διαθήκη του, απεβίωσε ειρηνικά. Σπουδαία πηγή περί του Οσίου αποτελεί ο κώδικας της Βοδληϊανής Βιβλιοθήκης της Οξφόρδης που περιέχει πιστό αντίγραφο της Διαθήκης του Οσίου.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’
Τῆς Κρήτης τὸν γόνον, καὶ ἀσκητῶν ἐγκαλλώπισμα, ναῶν παμπόλλων ἱδρυτήν, Ἰωάννη τὸν Ὅσιον, τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις οἱ πιστοί, βοῶντες πρὸς αὐτὸν χαρμονικῶς· σῶζε ταῖς λιταῖς σου τοὺς τὴν μνήμην σου τελοῦντας καὶ βοῶντάς σοι· Δόξα τῷ σέ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σέ θαυμαστώσαντι, δόξα τῶ ἐνεργοῦντι διά σου πᾶσιν ἰάματα.
Άγιοι Υπάτιος ο Επίσκοπος και Ανδρέας ο Πρεσβύτερος, οι Ομολογητές
Ὑπὲρ πανάγνων Ὑπάτιον εἰκόνων, Σὺν Ἀνδρέᾳ σφάττουσιν ἄνδρες αἱμάτων.
Ακόμα και στο σχολείο, ήταν πρότυπα αδελφωμένων συμμαθητών. Είχαν ανατραφεί από παιδιά στη χριστιανική πίστη, και διακρίνονταν στην επιμέλεια, την ευταξία, στην πρόοδο των γραμμάτων και στο ζήλο προς τα θεία. Έζησαν και οι δύο επί Λέοντος του Ισαύρου, του εικονομάχου. Ο Υπάτιος με το χρόνο χειροτονήθηκε επίσκοπος στη Λυδία, απ’ όπου και καταγόταν. Και ο Ανδρέας από διάκονος, προχειρίστηκε ιερέας. Τα αξιώματά τους διαχειρίστηκαν με όλη τη συνείδηση των μεγάλων ευθυνών που έχουν. Κοπίασαν εν λόγω και έγιναν πρότυπα εν έργω. Αγωνίστηκαν με αυταπάρνηση για την Ορθοδοξία, που τότε απειλούσε η επικίνδυνη αίρεση της εικονομαχίας, που τόσο έβλαψε την Εκκλησία και εξασθένισε το κράτος. Ο Υπάτιος και ο Ανδρέας συνελήφθησαν, για την αντίσταση και πολεμική τους, ενάντια στα βασιλικά διατάγματα, που ευνοούσαν τους εικονομάχους. Τους έσυραν λοιπόν δεμένους κατά γης μέσα στους δρόμους, κατόπιν τους έσφαξαν και έτσι έπεσαν τίμια και ατρόμητα ολοκαυτώματα για την αλήθεια.
Άγιοι Μαρτίνος Πάπας Ρώμης και Μάξιμος ο ομολογητής ο σοφώτατος
Πολλά θλιβέντες Mάξιμος και Mαρτίνος, Πολλών επαίνων αξιούσθων οι δύω.
Για τον Άγιο Μαρτίνο, βλέπε βιογραφικό του σημείωμα στις 13 Απριλίου ενώ για τον Άγιο Μάξιμο, βλέπε βιογραφικό του σημείωμα στις 21 Ιανουαρίου.
Άγιοι Ομολογητές Ευπρέπιος, δύο (ονόματι) Αναστάσιοι και Θεόδωρος οι μαθητές του Αγίου Μάξιμου
Εις τον Θεόδωρον και Ευπρέπιον
Συν Eυπρεπίω και Θεόδωρος μέγας, Eίλοντο ποινάς ορθοδοξίας χάριν.
Εις τους Αναστάσιους
Aναστάσιοι ταυτά τω διδασκάλω, Xαίροντες υπέστησαν ευσεβοφρόνως.
Βιογραφικό σημείωμα του Αγίου Μάξιμου του Ομολογητή, θα δείτε την 21η Ιανουαρίου, όπου και η κυρίως μνήμη του. Από τους Μαθητές του, οι δύο Αναστάσιοι εξορίστηκαν από τον αιρετικό βασιλιά Κώνσταντα τον Β’ στη Θράκη, όπου υπέστησαν πολλές ταλαιπωρίες. Επειδή όμως επέμεναν στο ορθόδοξο φρόνημά τους, τους έφεραν στην Κωνσταντινούπολη, όπου Σύνοδος τους καταδίκασε και παραδόθηκαν στον έπαρχο για να τιμωρηθούν. Αυτός, μαζί και τον δάσκαλο τους Μάξιμο, έκοψε τη γλώσσα τους και το δεξί τους χέρι. Και ο μεν Αναστάσιος ο πρεσβύτερος πέθανε εξόριστος στη Λαζική μετά 20 χρόνια, ο δε νεότερος Αναστάσιος πέθανε σε κάποιο φρούριο της Θράκης, σιωπηλός, αλλά βροντερός κήρυκας της Ορθόδοξης αλήθειας και ζωής. Τα ίδια έπαθαν και οι άλλοι δύο μαθητές του Μαξίμου, ο Θεόδωρος και ο Ευπρέπιος οι Ομολογητές. Μετά 20 χρόνια εξορίας ο πρώτος, ενός δε μόνο ο δεύτερος, παρέδωσαν και οι δύο τις αγίες τους ψυχές στον Κύριο.
Άγιοι Αρτεμίδωρος και Θαλός
Ἀρτεμίδωρον καὶ Θαλὸν κτείνει ξίφος, Μὴ προσκυνοῦντας Ἄρτεμιν ξενοκτονον.
Οι Άγιοι Αρτεμίδωρος και Θαλός μαρτύρησαν δια ξίφους.
Όσιος Μελέτιος επίσκοπος Κύπρου
Ζωῆς ῥεούσης οὐ μέλει Μελετίῳ· Ὅθεν τελευτᾶν, πῶς ἂν εἴποις; ἠγάπα.
Ο Όσιος Μελέτιος έγινε επίσκοπος της Εκκλησίας της Κύπρου και ήταν ευλαβής και θεοφοβούμενος άνθρωπος. Κατανάλωσε όλη του τη ζωή στη μετάδοση του θείου λόγου και την ακατάπαυστη ελεημοσύνη, από τα υπάρχοντα του, στους φτωχούς. Απεβίωσε ειρηνικά.
Άγιοι Ιωάννης ο Αιγύπτιος και οι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες
O Iωάννης συν δεκαπλή τετράδι, Στερρώς υπήλθε την τομήν την εκ ξίφους.
Ο Άγιος Ιωάννης ήταν μέγας Αιγύπτιος ομολογητής. Επειδή όμως ο ασεβής Μαξιμιανός δεν μπορούσε να υποφέρει το θάρρος του Αγίου να ομολογεί τον Χριστό, πρόσταξε να τον αποκεφαλίσουν μαζί με άλλους σαράντα χριστιανούς, το έτος 295 μΧ. Έτσι έλαβαν όλοι το ένδοξο στεφάνι του μαρτυρίου.
Σύναξη της Παναγίας της Βουλκανιώτισσας στην Μεσσηνία
Πᾶσα ἀγάλλου ἡ γαῖα Μεσσηνίαν, Βουλκανιωτίσσης ἱερᾷ πανηγύρει.
Στη συμβολή των ορέων της Ιθώμης και της Εύας (Ἁγίου Βασιλείου) και ενδιάμεσα στα χωριά Αρχαία Μεσσήνη (Μαυρομμάτι) και Βαλύρα του Δήμου Ιθώμης, υψώνεται τεράστιο και μεγαλοπρεπές το Ιστορικό Μοναστήρι του Βουλκάνου, το οποίο ιδρύθηκε το 17ο αιώνα μ.Χ. Το όνομά του «Βουλκάνος» και παλαιότερα «Βουρκάνο», «Δορκάνο» και «Βουλκάνη», το οφείλει κατά πάσα πιθανότητα σε βυζαντινό άρχοντα ή κτίτορα, στον οποίο ανήκε η περιοχή πέριξ του όρους Ιθώμη. Πρόδρομος βέβαια, αυτού του μοναστηριού είναι η Μονή της Παναγίας της «Κορυφής» ή της Παναγίας «Επανωκαστριτίσσης», η σήμερα ονομαζομένη «Καθολικόν» και ευρισκομένη στην κορυφή του όρους Ιθώμη, εκεί που άλλοτε υπήρχε η Ακρόπολις της Αρχαίας Μεσσήνης.
Υπάρχει παράδοση ότι η Μονή της Κορυφής κτίστηκε στις αρχές του 8ου αιώνα μ.Χ., γύρω στο 725 μ.Χ. από εικονολάτρες Μοναχούς, εκεί όπου ευρέθη η σεπτή Εικόνα τη Παναγίας μας, κρεμασμένης σ’ ένα πουρνάρι και με τη συντροφιά ενός αναμένου καντηλιού αλλά και άλλη παράδοση, που αναφέρει ότι κτίτοράς της είναι ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ ο Παλαιολόγος (1282 – 1328 μ.Χ.) χωρίς όμως και οι δύο να επιβεβαιώνονται ιστορικά. Ο Ναός της παλαιάς μονής είναι τρίκλιτη θολωτή βασιλική, σήμερα δίκλιτη, μέ πολλές μεταγενέστερες παρεμβάσεις και έχει κτισθεί επάνω στο χώρο του ειδωλολατρικού ναού του «Ιθωμάτα» Δία αφού χρησιμοποίησαν ογκόλιθους απ΄αυτόν. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι τοιχογραφίες του Ναού που έχουν ζωγραφηθεί από τους Ναυπλιώτες αδελφούς Δημήτριο και Γεώργιο Μόσχου, το έτος 1608 μ.Χ. Στη συμβολή της μεσημβρινής με τη δυτική πτέρυγα των κελλιών του μοναστηρίου υπάρχει το βυζαντινό Φωτάναμα, που ήταν ειδικός χώρος με εστία φωτιάς και πεζούλια γύρω απ’ αυτή, στα οποία κάθονταν οι μοναχοί και ζεσταίνονταν κατά το χειμώνα. Για την ιστορία αναφέρεται, ότι Φωτανάματα στην Εκκλησία της Ελλάδος υπάρχουν 11 συνολικά. Το μοναστήρι της Κορυφής εγκατέλειψαν οι Πατέρες το έτος 1625 μ.Χ. λόγω του αβάσταχτου ψύχους των χειμερινών μηνών αλλά και της δυσκολίας των προσκυνητών να φτάσουν σ’ αυτό κι έτσι αναζήτησαν τόπο νοτιότερα και τον βρήκαν στο σημερινό χώρο του νέου μοναστηριού αφού τον αγόρασαν από τον πατέρα του Τούρκου αγά της Ανδρούσης αντί 10.500 γροσίων. Στον αγορασθέντα τόπο βρήκαν μια πηγή ύδατος, τη γνωστή έως και σήμερα «Μάνα του νερού» κι έναν διώροφο πύργο, που έγινε η αρχή του νέου μοναστηριού αφού συνέχεια αυτού έκτισαν το σημερινό επιβλητικό συγκρότητα με τα χαγιάτια και τις καμάρες. Ο Ναός της νέας κάτω μονής ανηγέρθη το 1701 μ.Χ. και είναι Βυζαντινού ρυθμού σταυροειδής μετά τρούλλου. Τιμάται στο Γενέσιο της Υπεραγίας Θεοτόκου καθ’ όσον ο Ναός της παλαιάς μονής τιμάται στην Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου, που αποτελεί την κεντρική πανήγυρι και των δύο μοναστηριών. Παλλάδιο και θησαυρός του μοναστηριού είναι η θαυματουργός Εικόνα της Παναγίας της Βουλκανιώτισσας, πού φέρει την επιγραφή «Η Οδηγήτρια η επονομαζομένη τω όρει Βουλκάνω». Στο μοναστήρι ακόμη φυλάσσονται Ιερά Λείψανα πολλών Αγίων της Εκκλησίας μας, μεταξύ των οποίων του Αγίου Νεομάρτυρος Ιωάννου του Μονεμβασιώτου (βλέπε 21 Οκτωβρίου), του Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου (βλέπε 3 Οκτωβρίου) και του Καλαματιανού Αγίου Ηλία του Αρδούνη (βλέπε 31 Ιανουαρίου). Στη δε πλούσια βιβλιοθήκη του υπάρχουν παλαιά και νέα βιβλία, ιδιόχειρα συγγράμματα, Τουρκικά έγγραφα και 4 Σιγίλλια των κατά καιρούς Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως, που αναγνωρίζουν ή επικυρώνουν τα προνόμιά του. Ιδιαίτερη προσοχή και λατρευτικό ενδιαφέρον από μέρους του ευσεβούς λαού ελκύουν οι εορτές και πανηγύρεις της μονής τόσο τον Δεκαπενταύγουστο με τη μεταφορά της Εικόνος της Παναγίας στο θρόνο Της, στο μοναστήρι της Κορυφής και την έναρξη των εορταστικών ιερών ακολουθιών, όσο και τη νύκτα της 19ης προς 20ήν Σεπτεμβρίου με την Κάθοδο της Βουλκανιώτισσας στην πόλη της Μεσσήνης, σε ανάμνηση θαυματουργικής επεμβάσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου, όταν φοβερή επιδημία πανούκλας είχε απλωθεί σε όλη σχεδόν τη Μεσσηνία και είχε σκορπίσει τον θάνατο και την δυστυχία γύρω στα 1755 μ.Χ. και τότε πρωτολιτανεύτηκε η Αγία Εικόνα Της. Αυτή τη νύχτα, χιλιάδες άνθρωποι οδοιπορούν και ανάμεσά τους πολλά νέα παιδιά, συνοδεύοντας την Βουλκανιώτισσα Κυρά και διανύοντας απόσταση 20 χιλιομέτρων πεζοπορίας. Η Κάθοδος αυτή ξεκινά στις 2 το πρωί από το Βουλκάνο και καταλήγει στη «Μαυροματέϊκη Παναγίτσα» γύρω στις 7.30 το πρωί της 20ης Σεπτεμβρίου. Η επίσημη υποδοχή της Εικόνος γίνεται στις 9.30 π.μ. στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, παρά την είσοδο της Μεσσήνης, από τον Μητροπολίτη Μεσσηνίας, τις αρχές του τόπου και το πλήθος λαού. Πάνδημη είναι και η Λιτανεία στους κεντρικούς δρόμους της πόλεως για να καταλήξει στο Βουλκανιώτικο Μετόχι της Πανηγυρίστρας, όπου και εναποτίθεται η Ιερά Εικόνα. Ακολουθεί οκταήμερο προσκύνημα μέχρι της 28ης Σεπτεμβρίου, οπότε την 5η απογευματινή αυτής της ημέρας άρχεται η άνοδος της Εικόνος για το μοναστήρι της, πρώτα με λιτάνευσή της εντός της Μεσσήνης και στη συνέχεια με πορεία προς το Βουλκάνο, όπου καταλήγει την 12η νυχτερινή. Η Μονή Βουλκάνου ανέκαθεν υπήρξε ανδρική και ποτέ δεν σταμάτησε η λειτουργία της. Σήμερα αποτελεί το μοναδικό ανδρώο Κοινόβιο της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α΄
Μεσσηνίας ἁπάσης προσκυνοῦμεν τὸ καύχημα, τὴν θαυματουργόν Σου Εἰκόνα, Βουλκανιώτισσα Δέσποινα, βλυστάνουσαν ἀφθόνως δωρεάς, χαρίτων οὐρανίων τοῖς πιστοῖς, καὶ φρουροῦσαν πανταχόθεν τὴν Σὴν Μονήν, τῷ πόθῳ καυχωμένην Σοι. Δόξα τοῖς θαυμασίοις Σου Ἁγνή, δόξα τῇ θείᾳ σκέπῃ Σου, δόξα τῇ πρὸς ἡμᾶς Σου ἀγαθῇ, προνοία Ἄχραντε.