Εορτολόγιο: Ποιοι γιορτάζουν σήμερα Τετάρτη 8 Μαΐου 2024
Σύμφωνα με το Εορτολόγιο, γιορτάζουν τα ονόματα: Αρσένιος, Θεολόγος, Θεολογία, Μήλιος, Μηλιά, Κασσιόπη, Θεοχάρης, Θεοχαρούλα
Δείτε ποιοι γιορτάζουν σήμερα, Τετάρτη 8 Μαΐου 2024.
Σύμφωνα με το Εορτολόγιο, Τετάρτη 8 Μαΐου, είναι των Αγίων Θεοχάρους και Αποστόλου των αυτάδελφων, του Οσίου Αρσενίου του Μεγάλου, του Αποστόλου Ιωάννου του Θεολόγου, του Οσίου Μήλιου του υμνωδού, η Σύναξη της Παναγίας της Κασσωπίτρας.
Γιορτάζουν τα ονόματα: Αρσένιος, Αρσένης, Αρσενία, Αρσίνα, Αρσινόη, Θεολόγος, Θεολόγης, Θολόγος, Θολόγης, Θολόης, Θεολογία, Θολογία Μήλιος, Μήλης, Μηλιώ, Μηλιά, Μηλίτσα, Κασσιόπη, Θεοχάρης, Θεοχαρούλα, Χαρούλα.
Οι Άγιοι:
Όσιοι Απόστολος και Θεοχάρης οι αυτάδελφοι
Αδελφὰ Θεόχαρες σὺν ̓Αποστοστόλω Εν γῇ ἐν πόλῳ τε φρονεῖτε σωφρόνως.
Θεόχαρες τέρφθητι χαρὰν τὴν θείαν Σὺν ̓Αποσττόλῳ ἐν πόλῳ σελασφόρῳ Θεοχάρους τε Αποστόλοιο ἀθλοσύνην ἀείδω.
Σε κάθε εποχή ο Θεός αναδεικνύει αγίους ανθρώπους οι οποίοι αν και ζουν στις ίδιες συνθήκες ζωής με όλους τους άλλους συνανθρώπους τους, οι ίδιοι «αγωνιζόμενοι τον καλόν αγώνα της πίστεως», φωτίζουν ως πνευματικοί φάροι τον κόσμο τον οποίο και διακονούν εν ονόματι του Κυρίου μας. Σε μια εποχή δύσκολη για όλο το γένος μας (τέλος του 18ου αρχές του 19ου αιώνα μ.Χ.) ο Θεός έδωσε την ευλογία Του στην πόλη της Άρτας να γεννηθούν, να ζήσουν, να ασκηθούν, να διδάξουν και να αγιάσουν δύο κατά σάρκα αδέλφια οι όσιοι Θεοχάρης και Απόστολος. Οι Όσιοι αυτάδελφοι Θεοχάρης και Απόστολος ήταν παιδιά του ευσεβή ιερέα Γεωργίου Ντούϊα, εφημέριου του Ιερού Ναού της Αγίας Σοφίας Άρτας, και της ενάρετης πρεσβυτέρας Φωτεινής. Ο Θεός τους χάρισε τρεις γιους (ο τρίτος λεγόταν Κωνσταντίνος), τους οποίους ανάθρεψαν «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου». Φρόντισαν πρώτα απ’όλα να γίνουν άνθρωποι του Θεού και η πορεία της επίγειας ζωής τους να είναι και πορεία προς τον ουρανό και τον αγιασμό τους. Παράλληλα ενδιαφέρθηκαν να μορφώσουν τα παιδιά τους με την όποια καλύτερη παιδεία υπήρχε στην πόλη την εποχή εκείνη. Ο μεγαλύτερος γιος τους ο Θεοχάρης (γεννήθηκε γύρω στα 1760 μ.Χ.) διέθετε μεγάλη έφεση για τα γράμματα. Διδάχθηκε την «θύραθεν σοφία» στην περίφημη τότε σχολή της Άρτας, τη σχολή Μανολάκη Καστοριώτη. Εκεί την εποχή εκείνη δίδασκε ο μεγάλος δάσκαλος και ιεροψάλτης, Δημήτριος Οικονομόπουλος Βενδραμής από το Μεσολλόγι. Στη σχολή διδάσκονταν ο όσιος Θεοχάρης, αλλά ο ίδιος με την αγία του ζωή και τις θεόπνευστες παραινέσεις δίδασκε τους συμμαθητές του, πολλοί από τους οποίους παρακινήθηκαν και έγιναν ιερείς και μοναχοί. Από την ηλικία αυτή φανερώθηκε η δύναμη και η πειθώ του λόγου του Αγίου, αφού έβγαινε φυσικά από μια καρδιά που τη φλόγιζε η αγάπη του Θεού. Τον δε «ἁπλὸ καὶ ἀκέραιον στὴν ψυχὴ» Απόστολο ανέλαβε ο ίδιος ο πατέρας του. Τα δύο αδέλφια ο Θεοχάρης και ο Απόστολος είχαν ιδιαίτερη έφεση και αγάπη προς την εκκλησιαστική ζωή και με ιδιαίτερη ταπείνωση και επιμέλεια διακονούσαν τον ιερέα πατέρα τους στα λειτουργικά του καθήκοντα. Παράλληλα όλη η οικογένεια ήταν ανεξάντλητη πηγή αγάπης και προσφοράς, υλικής και πνευματικής προς τους συνανθρώπους και τους ενορίτες τους.
Η χαρά των γονιών ήταν μεγάλη για την πρόοδο και την καλλιέργεια των παιδιών τους. Η καρδιά του ευλαβέστατου ιερέα σκιρτούσε από την επιθυμία και την προσδοκία να δει και να απολαύσει τους δυο γιους του λειτουργούς στο άγιο και υπερουράνιο θυσιαστήριο. Τέτοια άγια φιλοδοξία είχε ο ενάρετος ιερέας! Πραγματικά με πολλή προσοχή έκανε την πρόσκληση στα δυο του παιδιά να γίνουν ιερείς ό,τι πιο ευλογημένο και άγιο μπορεί να υπάρξει επί της γης. Πλήρωσε μάλιστα και τα εμβατίκια (χρηματικά ποσά προς τον Αρχιερέα, για την χειροτονία και τοποθέτηση σε ιερέα σε συγκεκριμένο ναό) στην Μητρόπολη Άρτης για να χειροτονηθούν τα παιδιά του ιερείς στον ναό της Αγίας Σοφίας που και ο ίδιος ιερουργούσε.
Η απάντηση των σοφών νέων ήταν: «Μη βιάζεσαι πατέρα. Έχει ο Θεός».Έβλεπαν οι Άγιοι το ύψος και το μεγαλείο της Ιερωσύνης του Χριστού και δεν έσπευδαν, αλλά όπως και οι μεγάλοι πατέρες της Εκκλησίας μας απέφευγαν με δέος και ευλάβεια τη μεγάλη αυτή τιμή. Ο ευλογημένος ιερέας ήθελε ο πρώτος γιος του ο Θεοχάρης να νυμφευθεί πρώτα και μετά να ιερωθεί. Ο Θεός όμως είχε άλλα αποφασίσει γι’ αυτόν. Ο Θεοχάρης είχε ήδη πάρει την απόφαση να ακολουθήσει το αγγελικό πολίτευμα, δηλαδή το δρόμο της ασκήσεως και της μοναχικής πολιτείας και αντέλεγε με πολύ σεβασμό: «επιθυμώ όταν τελειοποιήσω τις σπουδές μου και έλθω στη νόμιμη ηλικία, εκείνο το οποίο η Θεία Πρόνοια με φωτίσει, εκείνο και θα πράξω». Μαζί με τους γονείς καμάρωνε και ο Μητροπολίτης την πρόοδο των νέων αυτών και προσδοκούσε να λαμπρύνουν την τοπική Εκκλησία με την απόφασή τους να ιερωθούν. Όταν τελείωσε τις σπουδές του ο Θεοχάρης, η οικογένεια του σεβαστού Ιερέα Γεωργίου Ντούϊα, κατά παραχώρηση Θεού, δοκιμάστηκε. Εκοιμήθησαν εν Κυρίῳ και οι δύο γονείς, ο ιερέας Γεώργιος και η πρεσβυτέρα Φωτεινή. Έφυγαν όμως ειρηνικοί απ’ τον κόσμο αυτό γιατί όσο μπόρεσαν έκαναν το χρέος τους προς τον Θεό και τους συνανθρώπους τους αφήνοντας πίσω στα παιδιά τους μια σημαντική περιουσία και κληρονομιά. Και η περιουσία αυτή, που μπόρεσαν και μετέδωσαν στα παιδιά τους, ήταν η αληθινή και γνήσια πίστη τους, η αγία ζωή τους και η κατά Θεόν πορεία πάνω στις αξίες της πίστεως και της πατρίδας. Ο Θεοχάρης και ο Απόστολος, σαν μεγαλύτεροι αδελφοί, μετά τον θάνατο των γονέων τους φρόντισαν τον μικρότερο αδελφό τους Κωνσταντίνο. Όταν ανδρώθηκε φρόντισαν να νυμφευθεί. Από το γάμο αυτό με την Σωσσάνη απέκτησε δύο γιους, τον Γεώργιο και τον Θεοχάρη. Οι ίδιοι, αφού αποκατέστησαν τον αδελφό τους Κωνσταντίνο στο πατρικό τους σπίτι, αποσύρθηκαν σε ένα μικρό σπιτάκι κοντά στο ναό της Αγίας Σοφίας «απαρνηθέντες τα εγκόσμια». Τα δύο αδέλφια απερίσπαστα πια από τα του κόσμου, ρίχνονται με θάρρος και γενναιότητα σε μεγάλους ασκητικούς αγώνες. Η αδιάλειπτη προσευχή, η μελέτη του λόγου του Θεού, η ολονύκτια στάση, η ψυχοτρόφος νηστεία, η σιωπή και η εγκράτεια, η μετάνοια και η ολόθερμη αγάπη προς τον Θεό ήταν η καθημερινή τους πράξη και ζωή. Η τροφή τους ήταν λιτή αποτελούμενη από ψωμί και νερό που έπιναν μετά τη δύση του ηλίου. Μερικές φορές έτρωγαν και λίγα φρούτα. Ο πρώτος βιογράφος τους, αρχιμανδρίτης Κωνστάντιος ηγούμενος της Ιεράς Μονής Κάτω Παναγιάς, αναφέρει ότι το ψωμί το έβαζαν σε ένα πήλινο σκεύος με μικρό άνοιγμα (ίσα που να χωρεί το ένα χέρι) για να υπογραμμίσει το λιτόν της τροφής τους. Αλλά και όταν κάποιοι ευσεβείς και ελεήμονες χριστιανοί τους πήγαιναν φαγητά, αυτοί με ευχαρίστηση, ευγένεια και πολλές ευχές τα δέχονταν, όχι για να τα γευτούν οι ίδιοι – ούτε κατ΄ελάχιστον – αλλά για να ελεήσουν πολλούς συνανθρώπους τους που βρίσκονταν σε ανέχεια και δύσκολη θέση. Μάλιστα για να τους πείσουν να τα πάρουν τους έλεγαν ότι αυτοί έφαγαν αρκετά και αυτά που τους προσφέρουν ήταν τα υπόλοιπα. Φυσικά όλους τους υποχρέωναν να μην αναφέρουν πουθενά την πράξη τους αυτή. Ενώ δεν είχαν μοναχικό σχήμα και δεν είχαν καρεί μοναχοί έκαναν και τηρούσαν με ακρίβεια τον κανόνα του μεγαλόσχημου μοναχού. Κοινωνούσαν των αχράντων μυστηρίων μία φορά την εβδομάδα και ακολουθούσαν τη ζωή και το παράδειγμα των πατέρων και ασκητών της εποχής τους το πνεύμα των οποίων πέρασε σ’ αυτούς και με τη διδασκαλία του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού. Από το μικρό σπιτάκι τους δεν έβγαιναν παρά μόνο όταν είχαν απόλυτη ανάγκη και όταν η αγάπη προς τον πλησίον τους, υποχρέωνε σε διακονία και προσφορά. Έτσι ο Θεοχάρης δίδασκε τα πρώτα γράμματα στα Αρτηνόπουλα στο μικρό και χαριτωμένο εκκλησάκι της Παναγίας της Κασσοπίτρας (Κασσιόπης) μέχρι το 1818 μ.Χ. Εκεί δεν τους μάθαινε μόνο ξερά γράμματα και δεν τους μετέδιδε μονάχα στείρες γνώσεις αλλά έπλαθε κυρίως την ψυχή τους ποτίζοντάς τα με το καθάριο νερό της πίστεως και του Ευαγγελίου και ανάβοντας μέσα τους την αγάπη προς την έρμη και δούλα πατρίδα. Δεν είναι τυχαίο ότι απ΄αυτόν τον δάσκαλο βγαίνει σπουδαίος μαθητής, ο εθνεγέρτης και αρχηγός της Φιλικής Ετερείας, ο εκ Κομποτίου Νικόλαος Σκουφάς. Αλήθεια ποιος μπορεί να μετρήσει τους παλμούς της καρδιάς δασκάλου και μαθητή μέσα στη διαδικασία μετάγγισης ζωής; Ποιος μπορεί να σκιαγραφήσει, έστω και κατ΄ολίγον, τι συνέβαινε στην ψυχή του νεαρού Σκουφά, ακούγοντας το φλογερό δάσκαλο; Σημαντικό το έργο του οσίου Θεοχάρη και μεγάλη η πνευματική ωφέλεια του Αρτηνού λαού από τις θεόπνευστες επίσης ομιλίες του στο μονύδριο των Αγίων Αναργύρων. Ο Όσιος Θεοχάρης προσέφερε αφιλοκερδώς και ακούραστα τις υπηρεσίες του στην Μητρόπολη Άρτης όταν Αρχιερατικός επίτροπος ήταν ο ηγούμενος της Ιεράς Μονής Θεοτοκίου Βενέδικτος «ο μεγαλοπρεπής και ελεήμων». Ο Βενέδικτος εκτιμώντας την μεγάλη αυτή και αγία προσωπικότητα τον κάλεσε να εργαστεί ως γραμματέας του. Ο Θεοχάρης παρά το φόρτο και τον κόπο της εργασίας αυτής ουδέποτε παραπονέθηκε και αρνήθηκε κάτι, παρά μόνο σε περιπτώσεις διαζυγίου, αφωρισμού και τιμωρίας ιερέα. Η αγία του ψυχή και η συνείδησή του δεν το άντεχε, γι’ αυτό προσποιούνταν τον άρρωστο και κατέφευγε στο αγαπητό του κελλί όπου έβρισκε παρηγοριά στην προσευχή του Ιησού και στις πολυάριθμες μετάνοιες. Ο Βενέδικτος μετά από πολλές παρακλήσεις του Αγίου, κατάλαβε ότι ο Θεοχάρης δεν ήταν γι’ αυτή τη δουλειά και τον απάλλαξε από τα καθήκοντά του δίνοντας το χρόνο όλο για προσευχή και μελέτη του λόγου του Θεού και των αγίων Πατέρων. Στην ασκητική αυτή πορεία, συνοδοιπόρος και συνασκητής ο άγιος Απόστολος αδελφός κατά σάρκα και πνεύμα του Οσίου Θεοχάρη. Οι Αυτάδελφοι όσιοι αγάπησαν πλήρως τώρα τον μονήρη βίο. Μόνο ο Απόστολος έβγαινε από το μικρό ασκηταριό που βρίσκονταν στην καρδιά της πόλης για να ψωνίσει τα αναγκαία και να καλλιεργήσει το μικρό αμπέλι τους. Αναφέρεται επίσης ότι οι άγιοι είχαν δύο στάμνες (πήλινα δοχεία) για νερό. Κατά τη νύκτα πήγαιναν τη μία στάμνα στο πηγάδι που τη γέμιζαν οι γυναίκες την ημέρα. Το βράδυ πήγαινε ένας απ΄αυτούς την έπαιρνε και άφηνε για γέμισμα την άλλη στάμνα. Κι αυτό το έκαμαν γιατί ήταν εραστές της ησυχίας και της προσευχής. Με αυτή τους τη στάση και προσευχή συμπαραστάθηκαν δυναμικά στο λαό της πόλης κατά τη διάρκεια των μεγάλων και θανατηφόρων επιδημιών πανώλης (πανούκλας) που ενέσκυψαν στην Άρτα, η πρώτη στις 2 Μαΐου του 1816 μ.Χ. και η δεύτερη το 1823 μ.Χ. Οι δύο αδελφοί δεν απομακρύνθηκαν από την πόλη αλλά νυχθημερόν κλεισμένοι στο ερημητήριό τους προσεύχονταν μέχρι που ο Θεός και διά πρεσβειών του Αγίου Βησσαρίωνος, του οποίου την κάρα έφεραν και λιτάνευσαν οι Αρτηνοί, απομάκρυναν το θανατικό και ο λαός ξαναγύρισε στα σπίτια τους. Με τη στάση τους αυτοί οι άγιοι αυτάδελφοι έδωσαν δύναμη και κουράγιο στους κατοίκους της πόλης οι οποίοι πλέον με πολύ σεβασμό τιμούσαν αυτούς. Οσίας και φιλόθεας ζωής και το τέλος οσιακό και ειρηνικό έρχεται. Ο Θεοχάρης προγνωρίζει την ώρα του θανάτου και παρακαλεί τον αυτάδελφό του και συναθλητή Απόστολο να ειδοποιήσει τον ιερέα να έλθει να τον κοινωνήσει την δωδεκάτη μεσημβρινή ώρα της Μεγάλης Παρασκευής. Ο ιερέας με θλίψη και σεβασμό έρχεται στο μικρό σπιτάκι όπου ο όσιος Θεοχάρης με ιδιαίτερη ευλάβεια κοινωνεί για τελευταία φορά τα Άχραντα Μυστήρια. Μετά δίνει τις τελευταίες οδηγίες και επιθυμίες στον «ἁπλοῦν καὶ ἀκέραιον τῇ ψυχῇ Ἀπόστολον». Τον παρακαλεί πρώτα πρώτα να συνεχίσει με τον ίδιο ζήλο την ίδια φιλόθεη και φιλάνθρωπη ασκητική ζωή. Επιθυμία του είναι στην κηδεία του να παραστεί ο Μητροπολίτης Άρτης, να ενταφιασθεί στον ναό των Αγίων Αναργύρων και ουδέποτε να γίνει ανακομιδή των λειψάνων του. Την οικεία του τέλος δωρίζει στον ιερό ναό της Αγίας Σοφίας όπου εφημέρευε ο πατέρας του και όπου εκεί ο ίδιος είχε τις πρώτες και σημαντικές πνευματικές εμπειρίες. Η αγγελία του θανάτου του την Μεγάλη Παρασκευή του 1828 μ.Χ. προκάλεσε οδύνη και θλίψη στον αρτηνό λαό που με σεβασμό και ευλάβεια έτρεξαν άπαντες στην εξόδιο ακολουθία του στην οποία χοροστάτησε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Άρτης Νεόφυτος. Ο Νεόφυτος με λόγια απλά και συγκινητικά εκφώνησε επικήδειο λόγο, ανέφερε τις αρετές, την πίστη και την ασκητική ζωή του Θεοχάρους και προέτρεψε τους πιστούς να μιμηθούν την αγία του ζωή. Ο ίδιος ευχήθηκε για τον εαυτό του να τύχει τέτοιας μεγάλης ευλογίας και να πεθάνει τέτοια μεγάλη μέρα. Πραγματικά την άλλη χρονιά, το 1829 μ.Χ., την Μεγάλη Παρασκευή εξεδήμησε προς Κύριον και ο σεμνός αυτός Ιεράρχης. Στην κηδεία του Οσίου συνέβησαν «εξαίσια και μεγάλα θαύματα». Οι τέσσερις λαμπάδες του νεκροκρέβατου κατά την νεκρική πομπή ενώ ήταν σβησμένες, άναψαν, και άρρητη ευωδία σκόρπισε το άγιο σκήνωμά του. Η ευωδία αυτή πλημμύρισε και το ναό των αγίων Αναργύρων αλλά και το μικρό σπιτάκι που ζούσε ο Άγιος. Άλλη μαρτυρία επίσης αναφέρει, ότι κατά την ώρα της εξοδίου ακολουθίας, άναψαν από μόνα τους τα κεριά του πολυελαίου των Αγίων Αναργύρων, θαύμα και πιστοποίηση από το Θεό της αγίας και φωτεινής ζωής του. Ο Άγιος ενταφιάσθηκε στο κοιμητήριο των Αγίων Αναργύρων, στο χώρο μπροστά από την είσοδο της νότιας πλευράς του ναού. Κατά το 1866 μ.Χ. όταν ηγούμενος του μονυδρίου ιερομόναχος Κορνήλιος, ανακαίνισε το μονύδριο, βρήκε στο χώρο αυτό κάτω από μια πλάκα σκεπασμένη την «χαριτόβρυτον αὐτοῦ κάραν πνέουσαν ἄρρητον εὐωδίαν». Αφού την προσκύνησε ευλαβικά την κάλυψε όπως αρχικά ήταν, σεβόμενος την επιθυμία του Αγίου. Έτσι ο χώρος της ταφής του αγίου παραμένει μέχρι σήμερα απείρακτος. Ο Απόστολος συνέχισε να ζει σύμφωνα με τις τελευταίες υποθήκες του μεγαλυτέρου αδελφού του. Μοναχικά, ασκητικά, φιλάνθρωπα και εκκλησιαστικά. Καθημερινά φρόντιζε να συμπαρίσταται στους πάσχοντας συναθρώπους και η ελεημοσύνη προς όλους ήταν υποδειγματική. Κοντά του οι κατατρεγμένοι, τα ορφανά και οι φτωχοί έβρισκαν παρηγοριά και ελπίδα. Δεκαεπτά χρόνια ζει μετά την κοίμηση του αγίου αυταδέλφου του Θεοχάρη, κοντά στον άλλο τους αδελφό Κωνσταντίνο την ίδια θεοφιλή ζωή. Όταν και ο ίδιος προείδε το τέλος του παρακάλεσε τον αδελφό του να ταφεί χωρίς τιμές στο κοιμητήριο της Αγίας Σοφίας. Πραγματικά όταν παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο κατά το έτος 1845 μ.Χ., το λέιψανό του ενταφιάσθηκε στο κοιμητήριο της Αγίας Σοφίας στο χώρο πίσω από το ιερό Βήμα του ναού. Τρεις μέρες μετά το θάνατο του Οσίου Αποστόλου ευσεβείς γυναίκες πήγαν στον τάφο – όπως είναι συνήθεια μέχρι σήμερα – να ρίξουν νερό και να τον καλλωπίσουν. Έκπληκτες βρέθηκαν μπροστά σ΄ένα απρόσμενο θέαμα. Βρήκαν «ἐκφυὲν εἰς τὸ μέσον τοῦ τάφου πρωτοφανὲς θαυμάσιον ἄνθος ἐκπέμπον ἄρρητον εὐωδίαν», πράγμα που φανέρωνε εκ Θεού την αγιότητα του οσίου Αποστόλου. Η μνήμη των οσίων αυταδέλφων παρέμεινε ανεξάληπτη στους κατοίκους της πόλεως της Άρτας οι οποίοι από την ημέρα του θανάτου τους, τους τιμούσαν ως Αγίους μνημονεύοντάς τους κατά την Τετάρτη της Διακαινησίμου Εβδομάδος (Πάσχα). Με τις ενέργειες του αειμνήστου ιερέως Σταύρου Παπαχρήστου, Εφημερίου του ιερού ναού της Αγίας Σοφίας, καθιερώθηκε επίσημα η γιορτή τους. Η μνήμη τους σήμερα τελείται πάνδημα και μεγαλόπρεπα την Κυριακή των Μυροφόρων στον ιερό ναό της Αγίας Σοφίας.
Όσιος Αρσένιος ο Μέγας
Λαθεῖν βιώσας Ἀρσένιος ἠγάπα, Ὃς οὐδὲ πάντως ἐκβιώσας λανθάνει.
Ο Όσιος Αρσένιος ο Μέγας γεννήθηκε στη Ρώμη, στην Εκκλησία της οποίας ήταν διάκονος, από γονείς πλούσιους και ευσεβείς και έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορος Θεοδοσίου του Μεγάλου (379 – 395 μ.Χ.). Διακρινόταν για τη σοφία, το άμεμπτο ήθος και τις ποικίλες αρετές του. Διήλθε τη ζωή του με την προσευχή, τη λατρευτική ζωή, την μελέτη και την τήρηση των θείων εντολών και έμαθε και την «ἄγνωστον γνώσην». Τη γνώση δηλαδή που δεν μπορεί να γίνει κατανοητή με το ανθρώπινο μυαλό, αλλά αποκαλύπτεται από το Θεό στην κεκαθαρμένη καρδιά. Με άλλα λόγια, εντρύφησε με την μελέτη και τον τρόπο ζωής του στα μυστήρια της Βασιλείας του θεού και αναδείχθηκε σοφός διδάσκαλος και άριστος παιδαγωγός. Εξ αιτίας αυτού, με την υπόδειξη του βασιλέως Γρατιανού και του Πάπα Ιννοκεντίου, προσλήφθηκε από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο ως διδάσκαλος των υιών του Αρκαδίου και Ονωρίου. Στην Κωνσταντινούπολη έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές, του εδόθηκε ο τίτλος του πατρικίου και ετιμάτο ως βασιλοπάτωρ, και όλοι τον θαύμαζαν για την πολυμάθεια και την σεμνότητα του ήθους του. Αποφεύγοντας τους θορύβους της πόλεως και τον πολυτελή βίο στα ανάκτορα, παρακαλούσε τον Θεό να τον βοηθήσει να απαλλαγεί από τα υψηλά του καθήκοντα και να τον οδηγήσει σε οδό σωτηρίας. Οι παρακλήσεις του Οσίου εισακούσθηκαν και μία μέρα άκουσε υπερκόσμια φωνή, η οποία τον πρότρεπε να εγκαταλείψει τον κόσμο. Ευθύς αμέσως απέβαλε τα λαμπρά του ενδύματα και αφού μεταμφιέσθηκε, έφυγε στην Αίγυπτο, εισήλθε σε Σκήτη και εκάρη μοναχός. Εκεί έλαβε πληροφορία από τον Θεό να ασκηθεί περισσότερο στη σιωπή και την ησυχία. Η υπεροχή του κατά την μόρφωση και τα ιερά γράμματα και το ασκητικό ήθος, η ταπεινοφροσύνη και οι κατά Θεόν αρετές του, το ανέδειξαν σε πνευματικό προεστώτα μεταξύ των συνασκητών του στην έρημο. Η φήμη της αγιότητάς του διαδόθηκε σε όλη την περιοχή, πολλοί δε από τις πόλεις προσέρχο νταν για να ακούσουν τη διδασκαλία του, να ωφεληθούν πνευματικά και να λάβουν την ευλογία του. Ακόμη και ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος επισκέφθηκε πολλές φορές τον Όσιο Αρσένιο, για να συμβουλευθεί επί θεολογικών και εκκλησιαστικών ζητημάτων. Σε μία από τις επισκέψεις του ο Αλεξανδρείας Θεόφιλος μαζί με μερικούς άλλους παρεκάλεσε τον Όσιο να τους πει κάποιο λόγο, για να ωφεληθούν πνευματικά. «Εάν σας πω κάποιο λόγο, θα τον εφαρμόσετε;». Κι όταν εκείνοι απάντησαν καταφατικά, τους αποκρίθηκε: «Όπου ακούετε ότι βρίσκεται ο Αρσένιος, μην πλησιάζετε σε αυτόν». Το περιστατικό αυτό δείχνει την μεγάλη του ταπείνωση. Εβίωνε στην καθημερινή του ζωή το λόγο «ὅσο μέγας εἶ, τοσούτον ταπείνου σεαυτόν».
Ο Όσιος, για να αποφύγει την κοινωνικότητα και τις συχνές βαρβαρικές εισβολές και για να επιδοθεί απερίσπαστος στην προσευχή και τον καθαρό ασκητικό βίο, εγκατέλειψε τη Σκήτη και με τη συνοδεία των μαθητών του Αλεξάνδρου και Ζωίλου κατέφυγε στην Πέτρα, κοντά στη Μέμφιδα, και μετά στην Κανώπη εκεί όπου το 445 μ.Χ. κοιμήθηκε εν ειρήνη. Όταν πλησίαζε η ώρα της εξόδου του από την πρόσκαιρη αυτή ζωή, τον ρώτησαν οι μαθητές του, σε ποιόν τόπο και πώς θα ήθελε να τον ενταφιάσουν, κι εκείνος ο μακάριος τους αποκρίθηκε: «Ὦ, τέκνα μου, νὰ δέσετε σχοινίον εἰς τοὺς πόδας μου καὶ νὰ μὲ σύρετε εἰς τὸ βουνόν». Κι αυτή η απάντηση είναι ενδεικτική της ταπεινώσεώς του. Ο Αγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης περιγράφει και την εξωτερική εμφάνιση του Οσίου και λέγει ότι ο Όσιος Αρσένιος ήταν «ξηρὸς τὸ σῶμα καὶ μακρὺς εἰς τὸ μέγεθος, εἶχε τὰ γένεια μακριὰ ἕως τὴν κοιλίαν, τὸ εἶδος τοῦ προσώπου του ἦτο ἀγγελικὸν καὶ σεβάσμιον, ὡς τὸ τοῦ Πατριάρχου Ἰακώβ». Αξιοσημείωτα είναι τα τρία αποφθέγματα που μας άφησε. Πρώτον η υπενθύμιση, που συνήθιζε να κάνει στον εαυτό του να μην ξεχάσει ποτέ το λόγο για τον οποίο ζούσε και για τον οποίο πήγε στην έρημο. Και ο λόγος αυτός δεν είναι άλλος από τη θέωση, που είναι κι ο σκοπός της ζωής όλων των Χριστιανών. Δεύτερον, το «ὁ Θεός μου, μὴ ἐγκαταλείπῃς με, ὅτι οὐδὲν ἐποίησα ἀγαθὸν ἐνώπιόν Σου, ἀλλὰ δὸς μοι διὰ τὴν ἀγαθότητά Σου βαλεὶν ἀρχήν». Δηλαδή, ο Όσιος Αρσένιος θεωρούσε τον εαυτό του πολύ αμαρτωλό, αισθανόταν ότι δεν έχει κάνει κανένα καλό στη ζωή του και παρακαλούσε τον Θεό να μην τον εγκαταλείψει, αλλά να τον αξιώσει να βάλει αρχή μετανοίας. Τρίτον, η συμβουλή «πᾶσαν σου τὴν σπουδὴν ποίησον, ἶνα ἡ ἔνδον σου ἐργασία κατὰ Θεὸν ἦ, καὶ νικήσης τὰ ἔξω πάθη». Δηλαδή, μας προτρέπει ο Όσιος, όπως ερμηνεύει ο Αγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ότι όλη την σπουδή μας πρέπει να έχουμε στο να γίνεται η εσωτερική εργασία της ιεράς προσευχής και νίψεως καθαρά και μόνο για τον Θεό, διότι αν αυτή ενεργείται καθαρά, θα νικήσουμε τα εξωτερικά πάθη του σώματος. Την παραπάνω συμβουλή του Οσίου Αρσενίου την αναφέρει πολλές φορές στους λόγους του ο μεγάλος Πατέρας και Διδάσκαλος της Εκκλησίας μας, ο Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης.
Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος και Ευαγγελιστής (Σύναξις της αγίας κόνεως της εκπορευομένης εκ του τάφου του Ιωάννου του Θεολόγου)
Οὐ βρῶσιν, ἀλλὰ ῥῶσιν ἀνθρώποις νέμει Τὸ τοῦ τάφου σου μάννα, μύστα Κυρίου. Ὀγδοάτῃ τελέουσι ῥοδισμὸν βροντογόνοιο.
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, ο αγαπημένος μαθητής του Κυρίου, «ὁ ἐπιπεσῶν ἐπὶ τὸ στῆθος τοῦ Ἰησοῦ», είναι εκείνος που έγραψε το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, αλλά και τις τρεις Καθολικές Επιστολές, που φέρουν το όνομά του. Η μνήμη του Αποστόλου Ιωάννου εορτάζεται στις 26 Σεπτεμβρίου. Η σημερινή εορτή συνδέεται με την ανάδυση θαυματουργικής κόνεως (σκόνης) από τον τάφο του Ευαγγελιστού, μέσω της θαυματουργικής επενέργειας του Αγίου Πνεύματος, που οι ντόπιοι την αποκαλούσαν «επίγειο μάνα». Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, αφού, ύστερα από θείο φωτισμό, προέβλεψε ότι επρόκειτο να μεταστεί από την παρούσα ζωή στην αιώνια και ατελεύτητη, παρέλαβε τους μαθητές του και βγήκε έξω από την Έφεσο. Εκεί σε ένα σημείο υπέδειξε να ανοιγεί τάφος. Μόλις έγινε αυτό, μπήκε μέσα ζωντανός και κοιμήθηκε με ειρήνη. Ο τάφος αυτός εφεξής έγινε πηγή ιαμάτων. Η Σύναξη του Αγίου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου, ετελείτο στον περιφανή ναό του, ο οποίος βρισκόταν στον τόπο που ονομάζεται Έβδομον, στο σημερινό Μακροχώρι Κωνσταντινουπόλεως. Για το ναό αυτό στον Έβδομον, που υπήρχε κατά τα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ., γνωρίζουμε σχετικά από τον Σωκράτη τον Σχολαστικό. Κατά τον 9ο αιώνα μ.Χ. ο ναός του Θεολόγου ήταν καταβεβλημένος, ίσως εξαιτίας σεισμών ή καιρικών επηρειών και γι’ αυτό ανήγειρε αυτόν εκ βάθρων ο αυτοκράτορας Βασίλειος ο Μακεδών. Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε, την φράση που συνεχώς έλεγε στους μαθητές του ο Απόστολος Ιωάννης: «Τεκνια, αγαπατε αλληλους» (Ιωαν. ιγ΄ 34), που σημαίνει, παιδιά μου, να αγαπάτε ο ένας τον άλλο. Και όταν οι μαθητές του ρώτησαν γιατί συνεχώς τους λέει την ίδια φράση, αυτός απάντησε «διότι είναι εντολή του Κυρίου, και όταν αυτό μόνο γίνεται, αρκεί».
Όσιος Μήλης ο Υμνωδός
Eκστάντα Mήλην υμνοποιόν εκ βίου, Yμνείν λόγοις δίκαιον ως εμός λόγος.
Ο Όσιος Μήλης (ή Μήλος ή Μαλλός) απεβίωσε ειρηνικά.
Σύναξη της Παναγίας της Κασσωπίτρας στην Άρτα
Το όνομά της η Κασσωπίτρα το πήρε, σύμφωνα με τον Σεραφείμ, από την Παναγία την Κασσιώπη της Κέρκυρας, που την τιμούσαν οι Κερκυραίοι σαν θαυματουργή, επειδή έδωσε το φώς σ΄ένα Στέφανο «αδίκως τυφλωθέντα». Ο Ανδρέας Μουστοξύδης στον «Ελληνομνήμονα» και ο Σπ. Λάμπρος στον «Νέο Ελληνομνήμονα» γράφουν. «Εν Κερκύρα η Παρθενομήτωρ τιμάται υπο την επωνυμία Κασσωπαία η κοινώς Κασσοπίτρα, ης η προσκύνησις μετέβη και εις τινά της Ηπείρου, οίον την Άρταν και εις τινάς νήσους. Επωνομάσθη δε ούτως από της Κασσιώπης, λιμένος εν ώ κείται η εκκλησία, ωκοδομημένη επί των ερειπίων του περιδόξου ναού του Διός του Κασσίου». Η εικόνα της Κασσωπίτρας της Άρτας θεωρείται θαυματουργή. Η παράδοση αναφέρει πως έδωσε το φώς σε κάποιον που τύφλωσαν οι Τούρκοι. Σε αυτήν κατέφευγαν και οι πρόσφυγες μετά την Μικρασιατική καταστροφή για να τους υποδείξει που βρίσκονται οι χαμένοι συγγενείς τους. Είναι κρυπτοεπτανησιακής τεχνοτροπίας και παριστάνει την Παναγία ένθρονη στον τύπο της Δεξιοκρατούσας να βαστά το βρέφος Χριστό πάνω σε μαξιλάρι. Ο Χριστός με το δεξί του χέρι ευλογεί ενώ με το αριστερό βαστάζει την σφαίρα (που συμβολίζει την γή, άρα Παντοκράτωρ). Δύο άγγελοι επί νεφών καθήμενοι βαστάζουν ταινία πάνω από το κεφάλι της Παναγίας με δυσδιάκριτη όμως επιγραφή. Η εικόνα θυμίζει ανάλογες εικόνες της Κέρκυρας και της Κεφαλονιάς γνωστές με την ονομασία «ο Γλυκασμός των Αγγέλων».
Ο μικρός ναός της Κασσωπίτρας βρίσκεται στην πλατεία Μονοπωλείου. Είναι ξυλόστεγος, μονόκλιτος (βασιλική). Το ιστορικό εκκλησάκι της Κασσοπίτρας χτίστηκε, σύμφωνα με τον Σεραφείμ Ξενόπουλο, στα 1732 μ.Χ. και γκρεμίστηκε το 1818 μ.Χ., όταν έπεσε πάνω του μεγάλο κυπαρίσσι που ήταν στον περίβολο του. Η εικόνα της Παναγίας μεταφέρθηκε στον Ναό του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου και παρέμεινε εκεί μέχρι το 1920 μ.Χ. Τότε ευσεβείς χριστιανοί ξανάχτισαν την Κασσοπίτρα και μετέφεραν την εικόνα της στο νέο εκκλησάκι. Η σημερινή εκκλησία έχει εντοιχισμένη δεξιά από την είσοδό της μια μαρμάρινη πλάκα (θωράκιο) με σκαλισμένο ένα μεγάλο σταυρό μέσα σε κύκλο. Στο εξωτερικό μέρος της εισόδου βρίσκεται ένα μεγάλο κομμάτι μαρμάρου με στρογγυλή βάση, που στενεύει στη μέση και καταλήγει σε κοίλωμα. Υπάρχουν οι εξής εκδοχές για την προέλευση αυτών των μαρμάρων. Ότι το μάρμαρο με το κοίλωμά προέρχεται από αρχαίο αναβρυτήριο (συντριβάνι). Άλλη εκδοχή υποστηρίζει ότι τα μάρμαρα προέρχονται από μια μεγάλη εκκλησία που υπήρχε παλιότερα στην ίδια θέση και είχε πολλά μάρμαρα και αγιογραφίες. Οι παλιότεροι Αρτινοί λένε ότι όταν οι εργάτες έσκαβαν για να τοποθετήσουν τους σωλήνες της ύδρευσης, εύρισκαν ξύλα και σοβάδες με ζωγραφιές, σε αρκετή απόσταση από το σημερινό εκκλησάκι. Ίσως λοιπόν τα δύο αυτά μάρμαρα να προέρχονται από αυτό τον καταστραμμένο ναό. Υπάρχει όμως και η άποψη ότι το μάρμαρο με το κοίλωμα να προέρχεται από αρχαίο ναό στον οποίο το χρησιμοποιούσαν για να ανάβουν θυμίαμα. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι γύρω από την σημερινή Κασσοπίτρα και σε αρκετό βάθος, υπάρχουν μεγάλες πέτρες από θεμέλια μεγάλων αρχαίων κτιρίων. Άλλα ιστορικά στοιχεία για την εκκλησια της Κασσωπίτρας Στην θέση της λειτουργούσε Κρυφό σχολείο. Εκεί δίδαξε στον Σκουφά τα ελληνικά γράμματα ο Ντούιας, όπως γράφει ο Γούδας στους «Παράλληλους Βίους» του. Στον περίβολο του ναού θάφτηκαν πολλοί από τους επαναστάτες (κυρίως από το Πέτα), που σκοτώθηκαν στην μάχη της Άρτας, τον Νοέμβριο του 1821 μ.Χ., όπως γράφει ο Ξενόπουλος στο «Δοκίμιό» του. Επίσης βρέθηκαν εκεί και ακέφαλοι σκελετοί. Ίσως να έθαψαν εκεί όσους αποκεφάλιζαν οι Τούρκοι στην πλατεία του «Μονοπλιού».