Εορτολόγιο: Ποιοι γιορτάζουν σήμερα Πέμπτη 4 Ιουλίου 2024
Σύμφωνα με το Εορτολόγιο, γιορτάζουν τα ονόματα: Κυπρίλλη, Αρόα, Απολώνιος, Δονάτος
Δείτε ποιοι γιορτάζουν σήμερα, Πέμπτη 4 Ιουλίου 2024.
Σύμφωνα με το Εορτολόγιο, Πέμπτη 4 Ιουλίου, είναι του Αγίου Ανδρέα αρχιεπισκόπου Κρήτης, των Ιερομαρτύρων Δονάτου Θεοφίλου Θεοδότου και Θεοδώρου, των Μαρτύρων Κυπρίλλης και Αρόας, της Λουκίας και του Απολλωνίου, του Μιχαήλ του Χωνιάτου αρχιεπισκόπου Αθηνών.
Γιορτάζουν τα ονόματα: Κυπρίλλη, Αρόα, Απολώνιος, Δονάτος.
Οι Άγιοι:
Άγιος Ανδρέας αρχιεπίσκοπος Κρήτης ο Ιεροσολυμονίτης
Από τους μεγάλους εκκλησιαστικούς ποιητές ο Ανδρέας, γεννήθηκε στη Δαμασκό από γονείς ευσεβείς, τον Γεώργιο και την Γρηγορία. Σε ηλικία μόλις 15 χρονών, κατατάχθηκε στον κλήρο (αναγνώστης) του πατριαρχικού θρόνου των Ιεροσολύμων, από τον τότε Πατριάρχη Θεόδωρο. Στην Ιερουσαλήμ, ο Ανδρέας διακρίθηκε για τη μόρφωση και την αρετή του μεταξύ των αγιοταφιτών πατέρων, γι’ αυτό και τον προέκριναν να σταλεί στην Κωνσταντινούπολη, για την έκτη Οικουμενική Σύνοδο κατά των Μονοφυσιτών. Μετά το τέλος της Συνόδου, ο Ανδρέας παρέμεινε στη βασιλεύουσα, όπου χειροτονήθηκε διάκονος και διορίσθηκε διευθυντής του ορφανοτροφείου «Άγιος Παύλος». Η έξοχη επιμέλεια που ανέπτυξε στο φιλανθρωπικό αυτό ίδρυμα, τον ανέδειξε αρχιεπίσκοπο Κρήτης. Αφοσιωμένος στα καθήκοντα της νέας του θέσης, αναδείχθηκε μέγας εκκλησιαστικός διοικητής, λαμπρός διδάσκαλος και ρήτορας. Γι’ αυτό και όλο του το ποίμνιο τον θεωρούσε πραγματικά πατέρα. Αλλά ως μητροπολίτης πήρε μέρος στη σύνοδο που συγκάλεσε ο Φιλιππικός Βαρδάνης (712 μ.Χ.) και υποστήριξε φανατικά τον Μονοφυσιτισμό, αλλά επανήλθε όμως στην ορθή πίστη μετά τον θάνατο του Βαρδάνη. Στον γυρισμό από την Κωνσταντινούπολη, όπου είχε πάει για διάφορες υποθέσεις, πέθανε (740μ.Χ.) επάνω στο καράβι. Τον έθαψαν στην Ερεσό της Μυτιλήνης, στο ναό της Αγίας Αναστασίας. Να σημειώσουμε επίσης, ότι ο Άγιος Ανδρέας, υπήρξε ο καλύτερος ρήτορας της εποχής του, με έργα όπου αναπτύσσει λόγο πλούσιο, με ρητορικά σχήματα απαράμιλλου κάλλους. Πρώτος αυτός παρουσίασε πλήρες σύστημα εορταστικών ομιλιών, από τις οποίες σώζονται περίπου 30, εκδιδόμενες και ανέκδοτες. Έγραψε αρκετά εγκώμια και λόγους. Σώζονται περίπου 100 Κανόνες αλλά και πολυάριθμα ιδιόμελα τροπάρια.
Ως μελωδός έγραψε όχι μόνο τα κείμενα αλλά και την μουσική τους. Ο Μέγας Κανών, που ψάλλεται την Πέμπτη της Ε’ εβδομάδος Νηστειών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, είναι το κατεξοχήν πρωτότυπο και εκτεταμένο υμνογραφικό έργο του Ανδρέα Κρήτης. Είναι πιθανόν ο Μέγας Κανών να γράφτηκε στην Κωνσταντινούπολη ή στον τόπο θανάτου του, την Ερεσό της Λέσβου, σε μεγάλη ηλικία. Η Κάρα του Αγίου βρίσκεται στην Μονή Βατοπεδίου Αγίου Όρους. Αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου βρίσκονται στις Μονές Διονυσίου και Ξηροποτάμου Αγίου Όρους, Υψηλού και Λειμώνος Λέσβου, Άνω Ξενιάς Αλμυρού Μαγνησίας και στον ομώνυμο Ναό Ερεσσού Λέσβου.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Κανόνα πίστεως, καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον, ἀνέδειξε σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια. Πάτερ Ἱεράρχα Ἀνδρέα, πρέσβευε Χριστῷ τῷ θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Άγιος Μιχαήλ Χωνιάτης ή Ακομινάτος
Ο Άγιος Μιχαήλ Χωνιάτης ή Ακομινάτος (Χώνες Μικράς Ασίας, 1138 – Μονή Αγίου Ιωάννου Προδρόμου Θερμοπυλών, 1222) ήταν Βυζαντινός λόγιος και ορθόδοξος Μητροπολίτης Αθηνών, περί τα έτη 1182 – 1204 μ.Χ., ακριβώς πριν από τις κατακτήσεις των Φράγκων. Λέγεται πως υπερασπίστηκε την πόλη των Αθηνών από τη δυσωδία των κρατικών υπαλλήλων αλλά και των εχθρών της. Στις ιστορικές επιστολές του που χρονολογούνται περί τον 12 και 13ο αιώνα, γράφει για την Αττική και με μια προσεκτική ενδοσκόπηση σε αυτές, φαίνεται πως ήταν λαοφιλής αλλά και λάτρης της πόλης. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Ιουλίου. Γεννήθηκε περί τα 1138 στις Χώνες (πρώην Κολοσσαί) της Φρυγίας στη Μικρά Ασία. Προερχόταν από την εύπορη οικογένεια των Ακομινάτων. Αδελφός του ήταν ο ιστορικός Νικήτας Ακομινάτος ή Χωνιάτης. Σε νεαρή ηλικία τον έστειλε ο πατέρας του στην Κωνσταντινούπολη για να μορφωθεί. Εκεί προστάτης και διδάσκαλός του έγινε ο σοφός Ευστάθιος, αργότερα μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Εκπαιδεύτηκε στην κλασική παιδεία, γνώρισε τους Όμηρο, Πίνδαρο, Δημοσθένη, Θουκυδίδη και άλλους αρχαίους συγγραφείς και μπόρεσε να έρθει σε επαφή με τους ανώτερους εκκλησιαστικούς κύκλους της πρωτεύουσας. Ανέπτυξε χαρακτήρα δραστήριο, ευγενή και πράο. Αρχικά υπηρέτησε στον Πατριάρχη Θεοδόσιο ως υπογραμματέας του και χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Αθηνών το 1175 και Μητροπολίτης Αθηνών το 1182. Η αρχιερατεία του Ακομινάτου ανήκει στα λίγα φωτεινά σημεία της σκοτεινής ιστορίας των Αθηνών του Μεσαίωνα. Φτάνει στην Αθήνα το Σεπτέμβριο του 1182 για να διαδεχθεί το μητροπολίτη Γεώργιο Ξηρό. Η Μητρόπολη Αθηνών ήταν τότε μητρόπολη 28ης τάξης και είχε υπό τη διοίκηση της τις επισκοπές Δαυλείας, Ευρίπου, Κορώνειας, Άνδρου, Ωρεού, Σκύρου, Καρύστου, Πορθμού, Αυλώνος, Σύρου, Σερίφου και Κέας. Εγκαθίσταται στο επισκοπικό μέγαρο στη Μητρόπολη της Αθήνας, την Παναγία την Αθηνιώτισσα (Παρθενώνας). Από τότε άρχισε τον αγώνα του για να ανορθώσει υλικά και πνευματικά το ποίμνιό του -που είχε φανερά καταπέσει σε αυτά τα χρόνια, όπως μαρτυρείται από τις πολυάριθμες επιστολές του- στέλνοντας συνεχώς επιστολές στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και ερχόμενος σε συνεργασία με τους διάφορους διοικητές του Θέματος της Ελλάδας και με τοπικούς αξιωματούχους του κράτους. Με το κήρυγμά του προσπαθούσε να εμφυσήσει στον λαό της Αθήνας ξανά το χριστιανικό πνεύμα και τρόπο ζωής, από το οποίο η φτώχεια κυρίως τους είχε κάνει να απομακρυνθούν. Επίσης, προσπάθησε να ξαναβάλει σε τάξη και τους εκκλησιαστικούς υπαλλήλους και κληρικούς, οι οποίοι εμπλεκόταν σε πολλές κακοδιοικήσεις και σκάνδαλα. Το Σεπτέμβριο του 1185 παραβρέθηκε στη στέψη του αυτοκράτορα Ισαάκιου Β’ Άγγελου και προσπάθησε να υπερασπιστεί τα δίκαια της Μητρόπολης του. Μάλιστα το 1187 του δόθηκε από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης η επισκοπή της Αίγινας για να αυξηθούν τα λιγοστά έσοδα της Μητρόπολης του. Η κατάσταση όμως ήταν τόσο άσχημη για τους πληθυσμούς της περιοχής αλλά και για όλη την Ελλάδα: μόνο το πρώτο χρόνο μπόρεσε μετά πολλών βασάνων να μαζέψει τον ετήσιο φόρο και ύστερα παραιτήθηκε από την αξίωση του γι’ αυτήν την επισκοπή, γιατί -όπως εξηγεί σε μια επιστολή του- το νησί ήταν σχεδόν ακατοίκητο και καταφύγιο πειρατών, οπότε δεν μπορούσε να έχει έσοδα από εκεί. Το 1203 υπεράσπισε την Αθήνα από την επίθεση του πελοποννήσιου γαιοκτήμονα Λέοντα Σγουρού, που είχε ιδρύσει ανεξάρτητη ηγεμονία στο Ναύπλιο και την Αργολίδα. Στην αρχή προσπάθησε να συνομιλήσει με τον άρχοντα, αλλά όταν εκείνος αρνήθηκε, εγκατέστησε στην Ακρόπολη βλητικές μηχανές και τοξεύοντας τους στρατιώτες του Σγουρού, τους έδιωξε από την Αθήνα. Όταν το 1204 οι Σταυροφόροι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη και κατόπιν, υπό τον Βονιφάτιο Μομφερρατικό, κατέλαβαν την Κεντρική Ελλάδα και την Πελοπόννησο και βρέθηκαν μπροστά στην Αθήνα, ο Ακομινάτος, καταλαβαίνοντας το μάταιο της αντίστασης, παρέδωσε την πόλη. Μετά από λίγες εβδομάδες και αφού οι Φράγκοι στρατιώτες είχαν λεηλατήσει την πόλη, την Παναγία την Αθηνιώτισσα και το ίδιο το σπίτι του Μητροπολίτη, παίρνει μόνο τα αναγκαία για την επιβίωσή του και φεύγει πρώτα για τη Θεσσαλονίκη, μετά στη Χαλκίδα και τελικά εγκαθίσταται μόνιμα στην Κέα στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, όπου και θα παραμείνει μέχρι το τέλος της ζωής του. Από την Κέα διευθύνει για λίγους μήνες τη Μητρόπολη του, αλλά όταν εγκαθίσταται εκεί Λατινική επισκοπή δεν έχει πλέον καμία αρμοδιότητα. Στα επόμενα χρόνια θα τον σημαδέψουν ο θάνατος του αδελφού του, Νικήτα Χωνιάτη καθώς και κάποιων άλλων συγγενών του και η χειροτέρευση της υγείας του. Παρόλο που ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας της Νίκαιας Θεόδωρος Α΄ Λάσκαρης τον καλεί στην πρωτεύουσά του και ο Οικουμενικός Πατριάρχης του προτείνει την ποίμανση της χηρεύουσας Μητρόπολης της Νάξου, εκείνος αρνείται και τα δύο, μια που η κατάσταση της υγείας του -η επιδείνωση των ρευματισμών του- δεν του επέτρεπε ούτε να κάνει ένα βήμα έξω από το κατώφλι του κελιού του, στο μοναστήρι. Αργότερα, μετέβη στη Μονή Αγίου Ιωάννου Προδρόμου κοντά στις Θερμοπύλες όπου και πέθανε, στα 1222 μ.Χ.